Ως τις αρχές/μέσα της δεκαετίας του ’80 οι συναυλίες στην Ελλάδα ήταν σχετικά σπάνιο φαινόμενο. Όταν ερχόταν ένας ξένος καλλιτέχνης ήταν ένα τεράστιο γεγονός, λες και είμασταν μια υπανάπτυκτη χώρα που η σχέση της με το εξωτερικό ήταν σκαλωμένη και γεμάτη νευρώσεις. Αλλά στα μέσα του ’80 οι συναυλίες άρχισουν να παίρνουν τα πάνω τους στην Αθήνα. Στο Rock in Athens πήγα παιδάκι και θυμάμαι πως κουνιόταν επι σκηνής ο μπασίστας των Stranglers, έφηβος είδα τον Chuck Berry να εκδιώκεται τρομαγμένος από τους μπιλάδες στο Λυκαβηττό, και την ίδια εποχή τα δέντρα του Πεδίου του Άρεως, στην πλατεία Οικονομίδη, να παίρνουνε φωτιά, λίγο πριν εμφανιστούν οι Mary Chain και ο Johnny Lydon. Δεν πειράζει, προλάβαμε και είδαμε τους λατρεμένους Triffids να παίζουν ένα φοβερό cover version του “Holiday” της Madonna, προτού μας πάρουν στο κυνήγι τα ΜΑΤ που σκάσανε από παντού μες στο πάρκο.
Είδα τον Robert Smith στο γήπεδο της ΑΕΚ να παρουσιάζει τον τελευταίο τους, τότε, δίσκο, το Disintegration, ενώ το κοινό (αυτό το ωραίο κιουράδικο κοινό της εποχής, αυτό που ψώνιζε από το Remember) γκρίνιαζε και ήθελε να ξανακούσει όλο το Pornography και το Seventeen Seconds. Eίδα τον Iggy να τσουλιέται ο άνθρωπος πραγματικά πάνω σε γυαλιά στο γήπεδο της Ριζούπολης, τον John Lurie να τα σπάει στον Λυκαβηττό, τον Nick Cave να βάζει κι αυτός φωτιά στο λόφο, τους Ramones να παίζουν για πρώτη φορά στο Ρόδον και να δημιουργούν ένα τεράστιο, σαρωτικό pogo στην αίθουσα και τους Jesus and Mary Chain να παιζουν λιγότερο από ώρα με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Είδαμε στο ΟΑΚΑ αυτή την συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας όπου το “Αφεντικό” φώναζε στο κοινό “You crazy Greeks” (ενώ έπαιρνε στη σκηνή ένα κορίτσι να χορέψει μαζί του το “Dancing in the Dark”, όπως στο video clip).
Είδαμε για πρώτη φορά κονσέρτα από μπάντες σαν τους Residents (νομίζω το ’90 στο Παλλάς) και τους James Taylor Quarter (το ΄91 στο Ροδον) και θυμάμαι όλον τον κόσμο και στις δυο αυτές συναυλίες να έχουνε χαζέψει και να λένε όλοι, τι μπάντες ειν’ αυτές, τι show, τι live ειναι αυτά. Την ίδια χρονιά είδαμε τους Inspiral Carpets να κάνουν το Μαντσεστεριανό κοινό που ψώνιζε απ΄το PX στη Σόλωνος και σύχναζε στο Mad στη Συγγρού να χοροπηδάει σε λουλουδιασμένη έκσταση, είδαμε στο Θέατρο Βράχων τους αγαπημένους Beautiful South, είδαμε τους Godfathers, τους Nits, τους Cramps… είδαμε και τους Saint Etienne, με την Sarah Cracknell, Αγγλίδα θεά, να πετάει καραμέλες στο κοινό… και τόσους άλλους.
Και μετά, εγώ τουλάχιστον, σταμάτησα να πηγαίνω σε συναυλίες. Μάλλον με είχε επηρεάσει που μια από τις πιο αγαπημένες μου μπάντες, αυτό το φοβερό μουσικό προτζεκτ που ο Jim Kerr είχε ονομάσει Simple Minds, ενέδωσε στην υστερία του stadium rock, κάτι που με στεναχώρησε. Και σιγά-σιγά οι συναυλίες σταμάτησαν να με ενθουσιάζουν – μου προκαλούσαν μάλιστα και μια μικρή αγοραφοβία. Μετακόμισα για ένα διάστημα στο Λονδίνο όπου εκτός από ένα διασκεδαστικό live των Snuff το ’98, δεν είδα εκεί τίποτα άλλο παρά τζαζ συναυλίες σε μικρά μέρη όπως το Pizza Express και το 606. Συνέχισα με την τζαζ και στην Αθήνα – στο όμορφο Jazz Upstairs του Bar Guru Bar – ένα χώρο φτιαγμένο από ανθρώπους που ξέραν και αγαπούσαν την τζαζ. Κι έτσι λόκαρα στην μουσική και τις αναμνήσεις των 80s και των early 90s και μπορεί και να παγιδεύτηκα στην εύκολη νοσταλγία του να πιστεύεις πως “η δικιά σου γενιά ήταν καλύτερη”, με αποτέλεσμα να σταματήσω να ασχολούμαι με τις νέες μπάντες, που κάποια στιγμή ένιωσα (ιδίως με την λαίλαπα του “χιπστερ” φαινόμενου) ότι αποτελούν ένα μεταμοντέρνο αναμάσημα από αυθεντικές τάσεις που γεννήθηκαν στην γόνιμη μουσικά περίοδο μεταξύ τέλη 70s-αρχές 90s.
Άκουγα μπάντες για τις οποίες όλοι τρελαίνονται οπως π.χ. οι Florence and the Machine, οι Black Keys κλπ και το μόνο που άκουγα σ’ αυτές ήταν ένα κακέκτυπο, μια έξυπνη, καλή αντιγραφή όλων αυτών των παλιότερων θαυμαστών πραγμάτων. Και μια μέρα γνώρισα τον Στέφανο Παπαγκίκα, τον διοργανωτή του Plissken, και μου έλεγε για τις μπάντες που θέλει να φέρει στο φεστιβάλ. Δεν ήξερα ούτε μισή. Και μια μέρα μιλήσαμε και του είπα πως σκεφτόμουν στην Τήνο, στο νησί που ζω τον τελευταίο καιρό, να κάνω ένα μικρό φεστιβάλ. Donkeyfest το ονομάσαμε τελικά, γιατί η σχολή του surf που έχουμε εδώ στο νησί έχει μασκότ μια αστεία γαϊδούρα, την Ρωξάνη, που κυκλοφορεί στην παραλία και ενοχλεί τους λουόμενους που τρελαίνονται να φωτογραφίζονται μαζί της. Ο Στέφανος μου έβγαλε και το line up. Και πάλι, όπως όταν είχα παει στο Plissken – δεν ήξερα κανέναν. Mόνο τον Coti K ήξερα από τις εποχές των Στέρεο Νόβα και την μπάντα/πρότζεκτ του Τhe Man from Managra που είναι ένα κατ’ εξοχήν “Τηνιακό”, ατμοσφαιρικό ηχητικό δημιούργημα, με ήχο που μυρίζει μελτέμι και χειμωνιάτικη καταιγίδα στις Κυκλάδες.
Τους είδα όλους τους μουσικούς του προτεινόμενου line up σε διάφορα βίντεο στο youtube και εντυπωσιάστηκα με αυτή την διονυσιακή, μαύρη, ηλεκτρική βαβούρα των A Victim of Society που στον ήχο τους άκουσα πολλά από τα “πάλαι ποτέ” – τους Ride, τους αδερφούς Reid, ως και τους Cocteau Twins. Μου άρεσε η σκηνική τους παρουσία – ήταν σαν να έβλεπες μια shoegaze μπάντα από άλλο γαλαξία, ηλεκτρισμένη με πολλά γκάζια και παραμόρφωση. Άκουσα και το τρίο των Distortion Tamers και μου θύμισαν το desert rock που ακούγαμε στα τέλη των 80s και τον ήχο των παλιών Last Drive. Ένα τρίο-δυναμίτης – όχι καινούριο βέβαια – παλιό, έμπειρο… παλιά καραβάνα.
7 αφισάκια για τις 7 μπάντες του πρώτου Donkeyfest
Είδα και τα βίντεο του Νέγρου του Μοριά, του Κέβιν που οι γονείς του είναι από την Γκάνα και αυτός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα – ένας χαρισματικός MC με πολύ χιούμορ, που λέει πως μένει “Αμπελοκυψέλη” και αγαπάει τον Μάρκο Βαμβακάρη. Και τέλος είδα τα τρία σχήματα από την Θεσσαλονίκη, τους Mononome, Gioumourtzina και Tendts, και τους φαντάστηκα σε στούντιο της συμπρωτεύουσας να δουλεύουν σιωπηλά και να σμιλεύουν τους ηλεκτρονικούς τους ήχους που τους παντρεύουν με μπάσα και keyboards, ρίχνοντας μέσα, συνειδητά, ή ασυνείδητα, σκόρπια στιγμιότυπα από όλην την ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής. Κι έτσι το Donkeyfest, σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Τήνου, οργανώθηκε και θα γίνει στα παλιά Σφαγεία της Τήνου – ένα ατμοσφαιρικό παλιό βιομηχανικό κτήριο και χώρο – την Τρίτη πού ‘ρχεται, στις 25 Αυγούστου.
Στην Τήνο δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Ούτε εμείς, όσοι το στήνουμε, το ‘χαμε ξανακάνει. Εφτά σχήματα, περίπου είκοσι μουσικοί που ξεκινάνε στις 20:00 και τελειώνουν στις 02:00. Riders, soundchecks, αφίσες, flyers, επικοινωνία με τους μουσικούς, με τους χορηγούς, με συνεργάτες, με ηχολήπτες, με ταξιδιωτικούς πράκτορες και ξενοδοχεία… Το να διοργανώνεις μια συναυλία, έμαθα, δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται να είναι. Κι όμως όλα έχουν πάρει το δρόμο τους και την Τρίτη, στις οκτώ το βράδυ, ο Mononome θα αρχίζει να χτυπάει με τα δάχτυλα του το MPC του και να θυμίζει το genius του Άγγλου παραγωγού Mark Pritchard και των Harmonic 33, ξεκινώντας το πρώτο Donkeyfest. Κι έτσι κάπως φαίνεται πως καλύφθηκε η απόσταση από την “χρυσή” εποχή των συναυλιών ως την απαξίωση της νέας μουσικής παραγωγής και την διάψευση μέσω της ανακάλυψης όλων αυτών των νέων σχημάτων που έχουν να πουν κάτι ουσιαστικό, και με αυθεντικό τρόπο.
Συνεχίζω να πιστεύω πως αυτό που συνέβη στην μουσική παραγωγή για μια δεκαετία, μεταξύ τέλους 70s και 80s, ήταν μια μοναδική συγκυρία που δύσκολα θα επαναληφθεί, και πως τα καλά, πρωτότυπα, no-bullshit πράγματα στην σημερινή σκηνή είναι λίγα και χρειάζονται ψάξιμο και ανακάλυψη (γενικότερο το πρόβλημα της “οικολογίας του περιεχομένου” στην εποχή της απόλυτης ανακύκλωσης και επιφανειακής υπερέκθεσης σε παλαιότερες, γοητευτικές αναφορές, που βγαίνουν εκτός πλαισίου και καταντούν μονάχα μια εικόνα και ένα “στυλ”). Και φαίνεται πως σ’ αυτό το αναπάντεχο “γαϊδουρό-φεστιβάλ”, δίπλα στο λιμάνι της Τήνου, υπάρχουν μόνο ενδιαφέροντα πράγματα που σε τραβάνε να τα ανακαλύψεις. Ο άερας θα φυσάει – ίσως το τελευταίο Αυγουστιάτικο μελτέμι – και, καλά θα κάνει, για να δροσίζει και να φουσκώνει τα κύματα για τους surfers.
Υ.Γ.#1: Τόσες αμέτρητες συναυλίες και ποτέ δεν αξιώθηκα να δω ζωντανά τον πατέρα του grunge, τον μεγάλο κιθαρίστα και ιδιοφυή μουσικό παραγωγό Greg Sage και την μπάντα του – ίσως την καλύτερη ροκ μπάντα όλων των εποχών – τους θρυλικούς Wipers. Να ‘ναι καλά όμως οι Distortion Tamers, που τους αγαπούν, και θα παίξουν την Τρίτη που έρχεται το “Over the Edge”, φέρνοντας για τρία λεπτά λίγο Greg Sage και σκοτεινό Portland στις Κυκλάδες.
Υ.Γ.#2: Μετά το τέλος της συναυλίας, ο Φώτης Παπαδάκης, ένας από τους δύο Tendts, θα συνεχίσει με ένα dj set στο μπαρ “Αργοναύτης” στη Χώρα της Τήνου).