Πάνε 8 χρόνια από την πρώτη επέλαση του «αστρικού στόλου» των Dødheimsgard (ή DHG εν συντομία) στη σκηνή του Gagarin 205. Το Supervillain Outcast που είχαν κυκλοφορήσει εκείνη τη χρονιά είχε διχάσει πολλούς οπαδούς σε σχέση με το περιεχόμενό του. Γιατί, όμως, είχε συμβεί αυτό; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, μιας και αυτή τη φορά επιστρέφουν με το λαρύγγι-μαύρη τρύπα του Aldrahn πίσω από το μικρόφωνο.
Στην έκρηξη του Νορβηγικού black metal, αφού οι εκκλησίες έχουν πυρποληθεί, ο Euronymous έχει δολοφονηθεί από τον Varg Vikernes, το δισκάδικο Helvete έχει κλείσει, δίσκοι όπως το De Mysteriis Dom Sathanas, In The Nightside Eclipse και η πλειοψηφία των δίσκων των/του Burzum έχουν ηχογραφηθεί (οι Darkthrone έχουν ήδη κυκλοφορήσει τα δύο πρώτα κλασικά LP τους), μπαίνει το μεγάλο ερώτημα: που πάει τώρα η νορβηγική σκηνή; Θα ακολουθήσει τις ίδιες φόρμες ή θα εμπλουτίσει τον ήχο της; Στην αυγή της νέας χιλιετίας θα βγουν ρηξικέλευθοι δίσκοι όπως το Wolf’s Lair Abyss και το ομώνυμο των Thorns, αλλά κάτι σαλεύει στη σκηνή του Oslo, κάτι που θα θέσει τα θεμέλια της ηχητικής πρωτοπορίας και του φλερτ με την αρρωστημένη ψυχεδέλεια στο χώρο πριν εκπνεύσει ο 20ος αιώνας.
Οι Vicotnik (αργότερα και Ved Buens Ende και ιδρυτικό μέλος των <Code>), Aldrahn και Fenriz (ντράμερ/«αρχηγός» των Darkthrone και υπεύθυνος για τα αριστουργήματα των Isengard και προπάντων larger than life πρόσωπο) σχηματίζουν τους Dødheimsgard, μια μπάντα που αν και αρχικά ηχογραφούσε πατώντας στα θεμέλια του black metal ήχου, φαινόταν ότι θα κάνει κάτι διαφορετικό στη συνέχεια. Αρχής γενομένης με το Kronet Til Konge του 1995, το δίσκο με τον οποίο γνωστοποίησαν την παρουσία τους. Αν και στον εν λόγω δίσκο δεν παρεκκλίνουν από τα εφαλτήρια του ήχου που εκπροσωπούν, υπάρχουν στιγμές όπως το Å slakte Gud, το Starcave, Depths and Chained και το When Heavens End που αργότερα θα φανούν ως οι βάσεις για τη διαφορετική άποψη που είχε η συγκεκριμένη μπάντα στην black metal παραφωνία. Στοιχεία που στη συνέχεια θα αποκρυσταλλωθούν στη θεατρικότητα της φωνής του Aldrahn όταν το black/thrash κειμήλιο του Monumental Possession κυκλοφορήσει. Το γρέτζο αλύχτισμα αρχίζει αργά και σταθερά να αντικαθίσταται από μια θεατρική, γκράντε ερμηνεία, που ξεπερνά τα πρότυπα και καταλήγει σε μια διαφορετική έκφραση. Ο Fenriz έχει φύγει ήδη πριν ηχογραφηθεί ο δίσκος και τη θέση του έχει πάρει ο Vicotnik στο σκαμπό των ντραμς, με τον Aldrahn και τον Apollyon να αναλαμβάνουν χρέη κιθαριστών και τον Jonas Alver στο μπάσο (ο οποίος θα καλύψει την ίδια θέση και στο Anthems To The Welkin At Dusk των Emperor). Τα φωνητικά μοιράζονται ανάμεσα στους τρεις πρώτους, αλλά αυτό που ξεχωρίζει, όπως προείπαμε, είναι η ερμηνεία του Aldrahn. Μια ακρόαση στο Crystal Specter είναι αρκετή για να φανεί.
Φτάνουμε όμως στο 1998, όταν η διαφορά θα γίνει πραγματικά αισθητή. Όταν ένα πολυσυλλεκτικό (ως προς το προσωπικό) και αρκετά ιδιαίτερο (ως προς το περιεχόμενο) EP κυκλοφορήσει. Τα μέλη του συγκροτήματος (με την προσθήκη του Galder από Old Man’s Child και του Zweizz) θα υιοθετήσουν μακροσκελή ψευδώνυμα, το πιάνο και το βιολί, παρέα με τα ηλεκτρονικά samples θα ενταχθούν στον ήχο τους, οι αναφορές στη μουσική που ο Angelo Badalamenti έγραψε για το Twin Peaks θα γίνουν εμφανείς και τα τραγούδια τους θα απομακρυνθούν ολότελα από τον συμβατικό ήχο. Τα 16 λεπτά του Satanic Art θα δημιουργήσουν απορία στους ακροατές και την αρχή του περαιτέρω πειραματισμού με την industrial και την αφηρημένη κλασικίζουσα μουσική στη μπάντα. Τα πάντα ακούγονται σαν να πέρασαν από ένα φουτουριστικό καλειδοσκόπιο, οι στίχοι κινούνται πλέον στη ρότα του ψυχεδελικού, οι λαμαρίνες και οι πιανιστικές φράσεις σιγοντάρουν τα κιθαριστικά riffs. Η αίσθηση του μέτρου χάνεται και ο Aldrahn μοιάζει με μπροστάρη ηθοποιό μιας πειραματικής παράστασης. Τα 3 κομμάτια (και 2 instrumental) που ακούγονται στο Satanic Art αρνούνται τη νόρμα και το Traces of Reality προλογίζει ιδανικά το ρηξικέλευθο, όπως αυτό θα οριστεί σε ένα χρόνο στα αυλάκια του πλέον σημαντικού δίσκου, του 666 International.
Ίσως σε κάποιον σήμερα ακουστεί σαν πιο «καλλιτεχνίζον» industrial, αλλά όταν κυκλοφόρησε δεν μπορούσε να ενταχθεί σε καμία κατηγορία. Καμία απολύτως. Από το εξώφυλλο και τις εμφανίσεις της μπάντας μέχρι το κρυμμένο κομμάτι που κλείνει το δίσκο στα 66:06 λεπτά, τίποτα δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό στα μάτια των δογματικών μπλακμεταλάδων. Καθόλου τυχαία, ο δίσκος ξεκινάει από κει που τέλειωσε το Satanic Art, από την πιανιστική φράση του Wrapped In Plastic, του κομματιού που το κλείνει και εδώ μετουσιώνεται στο εναρκτήριο Shiva-Interfere. Το λυσσαλέο ξέσπασμα της αρχής του κομματιού δεν προετοιμάζει για τη βιομηχανική ψυχεδέλεια της συνέχειας. Για το fan-favorite του Ion Storm. Για τα πιανιστικά ιντερλούδια των Carpet Bombing, Logic και Magic. Την υστερία του Regno Potiri και το μεσαίο μέρος του Final Conquest. Δεν είναι καθόλου εύκολο να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν τον έχει ακούσει τι συμβαίνει σε αυτό το δίσκο χωρίς να μειώσεις την αξία του με τον ορισμό «industrial black metal». Γιατί, αν και είναι η εύκολη λύση, περιορίζει σημαντικά το αστρικό ταξίδι του, που χωρίς τους στίχους να συμπληρώνουν τον ορυμαγδό του, δεν πρόκειται να νιώσει τη σωστή επήρεια του συνόλου. Να σημειωθεί, ότι πίσω από τα ντραμς πλέον βρίσκεται ο Carl-Michael Eide, μια σημαντική φιγούρα του συγκεκριμένου ήχου. Γιατί τον αναφέρουμε; Η απάντηση αμέσως μετά.
Τα χρόνια περνούν και ο επόμενος δίσκος παραμένει άφαντος. Και τότε ένα κρούσμα ατυχών περιστατικών χτυπά την μπάντα. Ο Aldrahn και η εξωπραγματική του φωνή εγκαταλείπουν το κατάστρωμα, αφήνοντάς τους να ψάχνουν για νέο τραγουδιστή. Αλλά ποιος θα καταφέρει να αντικαταστήσει, έστω και προσωρινά τον άνθρωπο του οποίου η φωνή έγινε ταυτόσημη με το συγκρότημα; Έννοια μας, όμως, ο Matthew McNerney aka Kvohst (επίσης ιθύνων νους των Hexvessel και Beastmilk/Grave Pleasures και τραγουδιστής στους δύο πρώτους δίσκους των <Code>) είναι κάτι παραπάνω από άξιος α κοσμήσει με την ελεγειακή του φωνή το μικρόφωνο. Αλλά ο Carl-Michael δείχνει να μην είναι στα καλά του και αποπειράται να αυτοκτονήσει (ή όχι; Δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ), βουτώντας στο κενό από τον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας του. Επιβιώνει, αλλά δεν μπορεί να παιξει ντραμς πλέον. Δε φτουράει, ωστόσο, θα προγραμματίσει ένα drum machine με τέτοιο τρόπο ώστε να ακούγεται ολοζώντανο. Και τελικά το δεύτερο μεγάλο κομβικό σημείο διχασμού, το Supervillain Outcast, θα κυκλοφορήσει το 2007.
Θα θαφτεί από τη μεγαλύτερη μερίδα των οπαδών τους. γιατί; Γιατί πλέον οι DHG (όπως αναγράφονται έκτοτε) θα γράψουν πιο δομημένα κομμάτια, με ρεφραίν, αρχή, μέση και τέλος. Πιασάρικα κιόλας σε αρκετές περιπτώσεις. Και γιατί σε πολλούς στάθηκε βαριά η έλλειψη του Aldrahn. Όσοι τα ξεπεράσαμε αυτά, είδαμε το διάστημα να αντικαθίσταται με μια μεταποκαλυπτική πραγματικότητα γκροτέσκων θεαμάτων, σατανικών υπερηρώων, νοσηρών στίχων και ακόμα και σήμερα ψάχνουμε να βρούμε ποια πραγματικά είναι η κορυφαία στιγμή του δίσκου. Το κλείσιμο του The Snuff The Dreams Are Made Of με τις πανέμορφες γραμμές του Kvohst; Το τσιφτετελάτο πέρασμα και η συμμετοχή του Aldrahn στο Ghostforce Soul Constrictor; Οι ηλεκτρονικοί Ved Buens Ende του All Is Not Self; Τα ρεφραίν του Foe X Foe, Apocalypticism και τα πλήκτρα του 21st Century Devil; Ο μπουκοφσκικός στίχος «And All The Monsters Will Break Your Heart/ The Future Gave Up, Emotionally Bankrupt» του Horrorizon; Το παραμορφωμένο ινδικό sample του Vile Delinquents;Τα πολυφωνικά ιντερλούδια των Secret Identity, Chrome Balaclava και Cellar Door; Θυμάμαι να το αγοράζω πρώτη μέρα κυκλοφορίας και για ένα τρίμηνο περίπου να μην ακούω τίποτα άλλο, προσπαθώντας να εντρυφήσω όσο το δυνατόν περισσότερο σ’ αυτόν.
Δύο αποχωρήσεις του Kvohst και δύο ζωντανές εμφανίσεις εν Ελλάδι αργότερα (στη δεύτερη ζήσαμε και τη βουρκωμένη μυσταγωγία της διασκευής του Remembrance Of Things Past των Ved Buens Ende) o Aldrahn αποφάσισε να επιστρέψει στις τάξεις του σχήματος. Μπορεί μόνο αυτός και ο Vicotnik να έχουν απομείνει από την παλιά στρατιά, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να ξανακυκλοφορήσουν έναν ποιοτικότατο δίσκο όπως το φετινό A Umbra Omega, ούτε να στρέψουν για μια ακόμα φορά τα πυρά των οπαδών εναντίον τους, καθώς τους παραβρήκαν εμπορικούς και ανέμπνευστους αυτή τη φορά. Τους έκαναν να μιλάνε για άχρωμες λογοκλοπές από ακουστικά περάσματα των Opeth, για βαρετές και αποπροσανατολισμένες συνθέσεις που δεν έχουν κανέναν αντίκτυπο στο θεατή. Μπορεί, επιτέλους, κανείς να μείνει ικανοποιημένος με την πορεία τους; να χαρει τη μουσική τους και έναν Aldrahn που για πρώτη φορά μοιάζει να καθοδηγεί τη μπάντα αντί απλά να τη συμπληρώνει; Να εκτιμήσει τα ποικίλα περάσματα του Unlocking και του Blue Moon Duel; Να δει πόσο όμορφα (ίσως και Ulverικά δένει το σαξόφωνο στο Aphelion Void; Να αφεθεί για μια ακόμα φορά στη θολούρα του ονόματος που κάποτε κυκλοφόρησε το 666 International και να σταματήσει να περιμένει είτε μια απ’ τα ίδια είτε να είναι τόσο αόριστος στο τι προσμένει που να κατηγορεί εφ’ όλης της ύλης μια κυκλοφορία, κράζοντας αυτούς που τότε δεν εκτίμησαν το 666 λόγω παρωπίδων και άθελά του να ταυτίζεται μαζί τους; Θέλει χρόνο να αφομοιωθεί και να φανεί η αλύγιστη καλλιτεχνική του αξιοπρέπεια.
Αυτή ήταν, εν ολίγοις η ιστορία μιας καθόλα σημαντικής μπάντας της ιστορίας του ακραίου ήχου. Με όσα περισσότερα trivia μπόρεσαν να χωρέσουν και όση περισσότερη τεκμηρίωση μπορεί να λάβει χώρα χωρίς την ακρόαση της μουσικής τους. Και εκεί είναι που φαίνεται η αξία τους, όταν οι λέξεις ωχριούν να περιγράψουν το μουσικό τους ντελίριο. Περιμένουμε μια αυτοκρατορική εμφάνιση την ερχόμενη Παρασκευή. Visual contact: Planet B8—-18.