Αυτός δεν είναι ένας δίσκος. Και σίγουρα δεν είναι ένας prog δίσκος από τα βάθη των 70s όπως άνετα θα ξεγελούσε το εξώφυλλο και ο τίτλος του. Είναι ένα ταξίδι από τη spiritual μέχρι την cosmic jazz με όχημα έναν πύραυλο και την ορμή ενός κομήτη (pun intended). Κυβερνήτης ο ευφυέστατος Shabaka Hutchings (του δώσαμε τα ρέστα μας πέρυσι με τους Sons of Kemet και το Your Queen Is A Reptile). Δεν είναι όμως αυτή μια ψυχρή sci-fi εκτόξευση κι αν ήταν ταινία του είδους μάλλον θα ήταν το Solaris του Ταρκόφσκυ γυρισμένο στην έρημο. Ακριβώς όπως υποδηλώνει ο τίτλος του πρώτου δίσκου του σχήματος σε αμιγώς jazz label, δεν ψάχνει (μόνο) να βρει απαντήσεις σε συμπαντικά ερωτήματα, αλλά υπογραμμίζει προβληματισμούς γύρω από το σύγχρονο ανθρώπινο παράδοξο -αρκεί να ακούσετε την Kate Tempest στο “Blood of the Past” και τη μοναδική χρήση ανθρώπινης φωνής εδώ. Κρατώντας την ομορφιά του απολλώνιου αλλά παραδομένο πλήρως στη δίνη του διονυσιακού, το κάλεσμα εδώ γίνεται από τη φρενήρη επαναληπτικότητα του σαξοφώνου τυλιγμένου από synths. Μαζί θα γεννήσουν ένα φουτουριστικό fusion ήχο που γνωρίζει το παρελθόν του αλλά επιλέγει να μην κοιτά πίσω. Αυτός δεν είναι ένας δίσκος, είναι όμως για την ώρα ο δίσκος της χρονιάς. 8.5/10
Αυτό που είναι ωραίο στην Λονδρέζα Nilüfer και το ντεμπούτο της είναι ότι όχι μόνο δεν υποτάσσεται σε μια στενή και συγκεκριμένη κατεύθυνση του εναλλακτικού ποπ/ροκ ήχου, αλλά και ότι πραγματικά δεν φαίνεται να την νοιάζει και κάτι τέτοιο κιόλας. Ευτυχώς έχει καλά μουσικά αντανακλαστικά ώστε οι στίχοι της που φλερτάρουν με την ασφυκτική παράνοια να δίνουν την εντύπωση πως είναι απλά έντονα αγωνιώδεις ενώ χρησιμοποιεί εύστοχα τα μουσικά εργαλεία που επιλέγει. Αρκετά lo-fi και μίνιμαλ ώστε να μην είναι παραφορτωμένο, αλλά και αρκετά διευρυμένο ώστε να αποφύγει τη μονοτονία από την οποία κινδυνεύουν οι δύο παραπάνω όροι. Διευρυμένο με τρόπο που παντρεύει δυνητικά εμπορικές μελωδίες με μέχρι και shoegaze κιθαρίτσες (“Heat Rises”), με guest εμφανίσεις από σαξόφωνο (“Paradise”) αλλά και soul υπαινιγμούς. Όμως σταρ εδώ είναι η φωνή της. Όχι λόγω κάποιων εντυπωσιακών δυνατοτήτων, αλλά λόγω αυτού του άλτο αντι-συναισθηματισμού που βγάζει το φλατ τραγούδι της και θα μπορούσε έτσι πράγματι να υποστηρίξει τον τίτλο του δίσκου της στον πλανήτη όπου η ακατέργαστη αλλά όχι ασχημάτιστη αυθεντικότητα θα θεωρούταν η ύψιστη αρετή. Αν είχε λίγο καλύτερο φίλτρο κι αντιλαμβανόταν ποια κομμάτια έπρεπε να αφήσει έξω από τον δίσκο, θα μιλάγαμε για ένα εύκολο 8. Για την ώρα και λόγω των 5-6 περιττών κομματιών που έχει ο δίσκος, θα αρκεστούμε στο…7.5/10
Αφού ο Saul Adamczewski πούλησε ρετρό 60s όνειρα με τους Insecure Men και αφού η αδυναμία τους στην ηρωίνη κλόνισε το μέλλον της μπάντας, οι Fat White Family επέστρεψαν με τον πιο απροσδόκητα ενδιαφέρον δίσκο της καριέρας τους. Αυτόν δηλαδή στον οποίο παραμένουν αιχμηροί αλλά συγχρόνως «μαλακώνουν» με ένα εντονότερο ποπ ένστικτο τη lo-fi στόφα τους. Αυτόν στον οποίο γράφουν tracks που θα μπορούσαν να έχουν ξεπηδήσει από δίσκο του Ariel Pink (“Vagina Dentata”) αλλά και ο Lias Saudi γίνεται ένας σύγχρονος crooner (“Tastes Good With The Money” και “When I Leave” για πιο υπνωτικά surf riffs) -και καθόλου εντύπωση δεν μας κάνει που ακούμε και τον Baxter Dury στο “Tastes Good With The Money”. Αυτόν στον οποίο οι ιδέες τους είναι αρκετά ενδιαφέρουσες για να χαρακτηριστούν art αλλά πολύ απροσποίητες για να αποδεκτούν έναν τέτοιο όρο. Αυτόν στον οποίο ανοίγουν την ομπρέλα τους περισσότερο από ποτέ και γίνονται πιο προσβάσιμοι χωρίς να ρίχνουν νερό στο κρασί τους -αρκεί να δείτε το βίντεο του “Feet” που επισκέπτονται και πάλι τις εμμονές τους. Εμείς βέβαια προτιμούμε αυτό που σκηνοθέτησε η Róisín Murphy. 7.5/10
“I’m Jay-Z on a bad day, Shakespeare on my worst days” (“Offence”) λέει σε μια από τις πολλές έξυπνες ρίμες της αυτή η μικρή Missy Elliott από το Λονδίνο στην τρίτη της δουλειά η οποία είναι και η πιο εξωστρεφής και δυναμική της ως τώρα. Μάλλον εξακολουθεί να μένει αρκετά εσωστρεφής, μπορεί όμως πλέον να δίνει έξτρα πόντους στα φλογερά λεγόμενά της με ποικιλία στις αναφορές της και ένα groove στο μπάσο που δεν παραδίδει ποτέ τα όπλα. Έτσι πίσω από τη γκρίζα mid-tempo μουντάδα καμουφλάρονται soul και funk διαθέσεις (“Boss”), r’n’b κολλητικές μελωδίες που φωνάζουν 00s (“Selfish”, μαζί με την Cleo Sol), reggae περάσματα (“Wounds”, με τον Chronixx), trip hop παιχνιδιάρικα beats (“101 FM”) και αμβλυμένες αιχμές με συμμετοχές όπως αυτή του Michael Kiwanuka (“Flowers”). Το σημαντικό βέβαια είναι πως πλέον μπορεί να είναι μια πιο συγκροτημένη αφηγητρία, ακόμη και χωρίς να επιστρατεύεται concepts (όπως στην προηγούμενη δουλειά της, Stillness In Wonderland, 2016) και να κάνει ένα πιο δυναμικό βήμα όντας συγχρόνως πιο απολαυστική. “Book smart with the bars but I never learnt that from school” (“101 FM”) λέει. Της το δίνουμε. Άλλωστε μόνη της θα καταλήξει στο ασφαλές συμπέρασμα “Some people read The Alchemist and still never amount to shit” (“Therapy”). 7.5./10
Η ιδιαιτερότητά της είναι ότι μπορεί να ξεχωρίσει χωρίς να είναι τρομερά ιδιαίτερη. Αυτή η γκονταρική φατσούλα (ακόμη κι αν στο βίντεο του “Old Man” «παίζει» -και- με τον Τρυφώ) γράφει απλές indie μελωδίες και με ένα πρώτο φευγαλέο άκουσμα μπορεί να λογιστεί για «άλλη μια» συμπαθητική παρουσία για τους αναγνώστες του Pitchfork. Όχι ότι δεν είναι (και) τέτοια. Απλώς ξέρει να παίζει στιχουργικά στη λεπτή γραμμή μεταξύ πικρίας και καυστικής ειρωνείας, σαν μια πιο θηλυκή εκδοχή της Courtney Barnett. Απολαυστικά σηκώνει το μεσαίο δάχτυλο σε κάθε Γουαινστάιν από το πρώτο track (“Old Man”), κάπως αναμενόμενα στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα “Boys Will Be Boys” (εδώ θα φανεί περισσότερο η τρίλια-στολιδάκι που συνηθίζει τελειώνοντας τις φράσεις όταν τραγουδάει). Την προτιμούμε όταν χρησιμοποιεί ακομπλεξάριστη το δονητή της (“I use my vibrator wishing it was you”, “Mosquito”), όταν παρουσιάζει διπλωματικά τη ανικανότητα της να μείνει σε μια σχέση ως…αυτοάνοση αλλεργία (“Allergies” και μην κλέβεις το γύρισμα του “Let It Be” κλέφτρα…) κι όταν εξακολουθεί να χρησιμοποιεί σωματικά συμπτώματα χαρακτηρίζονται «πονόκοιλο» το αφεντικό της -και κάνοντας όλους τους φαν της σελίδας «Η Ζωή στο Γραφείο» να γελάμε πονηρά (“You Owe Me”). Beware of the Australian. 7/10
Αν ρώταγε κάποιος εν έτη 1999 τους American Football πώς θα ήθελαν να ακούγονταν ιδανικά, τότε αυτοί θα έπρεπε να μεταφερθούν στο χρόνο για να απαντήσουν σαν το American Football (LP3) του 2019. Στην λιγότερο συναισθηματικά τεταμένη και υπολογιστική στιγμή τους, ακούμε συγχρόνως τους American Football στα καλύτερά τους. Ένα συνεχές μινιμαλιστικό αρπέζ που δίνει τη σκυτάλη από το ένα κομμάτι στο άλλο δημιουργεί την αίσθηση ότι κινεί τα νήματα του δίσκου που η μπάντα ήλπιζε εδώ και 20 χρόνια να φτιάξει και τελικά τα κατάφερε. Η (μετ)εφηβική μουντίλα των δύο προκάτοχων υποχωρεί και στη θέση της έρχεται μια πιο νηφάλια μελαγχολική τραγουδοποιία. Ή αλλιώς, μουσική για τους emo που ωρίμασαν. Οι υπόλοιποι δικαίως στεκόμαστε μετέωροι στη διαπίστωση του «Να δεις που αυτοί μέχρι και emo θα μας κάνουν να γίνουμε». 7/10