Διονύσης Μαρίνος: Τα βιβλία της ζωής μου

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας βιβλίο όταν μεγαλώνατε; Αν και μεγάλωσα κάπως απότομα, λες και άνοιξα μια λάθος πόρτα, μπήκα μέσα κι ύστερα δεν μπορούσα να γυρίσω, δεν μπορώ να ξεχάσω τον πλοίαρχο Νέμο από τις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα». Το βιβλίο το διάβασα απνευστί στο νοσοκομείο όπου είχα μπει για μια ελαφριά επέμβαση. Το μόνο που ήθελα, το ελάχιστο που προσδοκούσα, ήταν να μετασχηματιστώ σε λεύγα: να γίνω 20.001η της ιστορίας. Κι εκεί, στα πέρα βάθη του ωκεανού να μείνω απρόσβλητος από αναίτιους πόνους και ταλαιπωρίες. Με την ελπίδα ότι σπάω και λίγο το κατεστημένο που θέλει τον συγγραφέα να είναι ένας άνθρωπος καταδικασμένος από τα μικρά του να διαβάζει «σοβαρά» βιβλία, έχω μια χαρά μνήμες από «Αγόρι» και «Μπλεκ». Αναπολώ, δε, την προσμονή της ανάγνωσης εκείνων των περιοδικών κάθε εβδομάδα. Ίσως διότι την βρίσκω ολοένα και λιγότερο πλέον στα τωρινά μου διαβάσματα.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε και ξαναδιαβάσατε; Τον «Θάνατο στη Βενετία» του Τόμαν Μαν. Το συνδύαζα πάντα με την ταινία του Βισκόντι. Όσες φορές έχω πέσει με τα μούτρα στην ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου, άλλες τόσες έχω δει και την ταινία. Κατά διαστήματα ανατρέχω σε αρκετές σελίδες βιβλίων που έχω διαβάσει. Ολόκληρα κεφάλαια, παραγράφους, προτάσεις που νόμιζα πως θυμόμουν, αλλά η μνήμη είναι πάντα ένα παμπόνηρο ζώο. Τι έγραφε ο Μπόουλς στη σελίδα 178 στο «Τσάι στη Σαχάρα»; Γιατί δεν μπορώ να επαναφέρω στο μυαλό μου το τέλος του Catch 22; Κι εκείνο το αστείο που σκόρπισε ο Βόνεγκατ την ώρα που βομβαρδιζόταν η Δρέσδη στο «Σφαγείο Νούμερο Πέντε»; Ο Τζον Φάντε ή ο γιος του, Νταν, έγραψε ένα διήγημα με κάποιον ταξιτζή που κάνει νυχτερινή βάρδια στο Λος Άντζελες; Μπορείς να θυμηθείς πώς είναι η όψη του Χάμπερτ Χάμπερτ; Για όλα αυτά τα ερωτήματα –και πλήθος άλλων- ανατρέχω συνεχώς στη βιβλιοθήκη μου για απαντήσεις. Μόνο που οι ερωτήσεις κερδίζουν πάντα και αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.

Σας ώθησε ποτέ βιβλίο να κάνετε κάτι ανόητο; Ναι, και μπορεί να το έκανα κιόλας. Έχω ψάξει για τη δική μου «Κυρία Κούλα». Ενδέχεται να την βρήκα, αλλά ήμουν έφηβος τότε και οι παρανοήσεις σ’ εκείνη την ηλικία ήταν πάντα στην ημερήσια διάταξη. Έχω αποπειραθεί να πιώ όσο ο Μπουκόφσκι• το στομάχι μου, που ακόμη μου στέλνει σουβλιές, μπορεί να το πιστοποιήσει. Θα ήθελα να μονομαχήσω με ξίφος όπως στα ρώσικα μυθιστορήματα ή να βρω τον αντίστοιχο εαυτό μου σαν τον Γκολιάτκιν του Ντοστογιέφσκι. Επίσης, δεν το κρύβω, για μια εβδομάδα δήλωνα ότι το όνομά του είναι Κρονόπιο. Τι κρίμα να μην το μάθει ποτέ ο Κορτάσαρ. Όχι, Φάμα δεν έγινα ποτέ.

Σας ενέπνευσε κάποιο βιβλίο να γίνετε κάτι άλλο εκτός από συγγραφέας; Δεν με ενέπνευσαν τα βιβλία για να γίνω συγγραφέας. Προέκυψε ως ανάγκη, ενώ η ανάγνωση είναι χαρά και όχι εξαναγκασμός. Ακόμη και σήμερα εξακολουθώ να διαβάζω μανιωδώς με τον ζήλο ενός αναγνώστη που δεν ξέρει τίποτα και θέλει να μάθει τη λειτουργία της ζωής μέσα από τις σελίδες. Επομένως, ναι, μέσα από τα βιβλία έχω υποδυθεί ρόλους, έχω κάνει διάφορες εργασίες• factotum κανονικό. Αν και δεν τρώω ψάρια θα μπορούσα να ψαρεύω σολομούς με τον Χέμινγουεϊ ή να ψάχνω για πετρέλαιο στο «Θα χυθεί αίμα» του Σίνκλερ. Επίσης , έχω γίνει ο γραφιάς της θείας Χούλιας, ένας αντικριστός καθρέφτης στον δαίδαλο του Μπόρχες, ο κομιστής του μυστήριου Κιβώτιου του Αλεξάνδρου και χίλια δύο άλλα metier που αν μπορούσα να τα μεταφέρω στην πραγματική ζωή δεν θα είχα ποτέ άγχος για την επαγγελματική μου αποκατάσταση. Αυτή τη στιγμή που σας γράφω είμαι στη Βυρητό και σκοπεύω να ανεβάσω μια θεατρική παράσταση εν μέσω πολέμου. Ναι, διαβάζω τον «Τέταρτο Τοίχο» του Σαλαντόν.

Ποιο βιβλίο εύχεστε να είχατε γράψει; Κάποιο από τα ελάσσονα των συγγραφέων. Δεν τρέχω φιλοδοξίες για μεγαλεία και δόξες. Θα ήθελα να έχω γράψει ένα από τα μικρά διηγήματα του Τσέχοφ ή του Κάρβερ. Ένα ποίημα του Ε.Ε. Κάμινγκς, κάτι λίγο από Κάρσον ΜακΚάλλερς και από τα μπονζάι του Γκαλεάνο, τον «Τρελό Λαγό» του Σαχτούρη, τον Μπιντέ του Χάκκα, μια ιδέα από Γονατά και Βαρβέρη. Τέτοια πράγματα, αλλά μάλλον με πρόλαβαν άλλοι.

Το μυθιστόρημα του Διονύσου Μαρίνου «Ουρανός κάτω» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πάπυρος.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου