Τα Δευτερότριτα. Θεσμός των τελευταίων χρόνων, της πληθωριστικής αύξησης των εν Αθήναις παραστάσεων. Παραστάσεις μεγαλύτερων ή μικρότερων θιάσων, πολυπρόσωπων ή ολιγοπρόσωπων έργων, μονόλογοι ή πλήρη θεατρικά κείμενα, φωτίζουν τα μέχρι πριν λίγα χρόνια κλειστά θεάτρα τις Δευτέρες και τις Τρίτες, δημιουργώντας, μόνο οι παραστάσεις των Δευτερότριτων, άλλη μία πλήρη σεζόν σε αριθμό.
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, διαδοχικά, είδα δύο από παραστάσεις «Δευτερότριτες». Στο θέατρο «Αλμα», «Η Γερτρούδη Στάιν και η συνοδός της» του Win Wells, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη και στο θέατρο «Βεάκη» ο «Αίας» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.
Κι αν το έργο του Σοφοκλή το έχουμε δεί (παρότι δεν παίζεται συχνά), την ιστορική παράσταση του «Αμόρε», τη σεζόν 1992-93, με την ίδια σκηνοθέτιδα και τις ίδιες ηθοποιούς (Μαρία Κατσιαδάκη, Λυδία Φωτοπούλου) δεν έτυχε να τη δω, ούτε το 2005, οπότε ξανανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου. Ενα έργο εμπνευσμένο από δύο γυναίκες που άφησαν έντονο το χνάρι τους τον περασμένο αιώνα. Γνωρίστηκαν το 1907 και δεν χωρίστηκαν παρά μόνο με το θάνατο της Γερτρούδης Στάιν (το 1946), δύο γυναίκες που το σαλόνι τους, στο νούμερο 27 της οδού Φλερύ στο Παρίσι, έγινε τόπος συνάντησης όλης της γαλλικής διανόησης. Δυο γυναίκες τολμηρές, έξυπνες, ξεχωριστές, που δεν δίστασαν να υπερασπιστούν τις επιλογές και να ζήσουν ως ζευγάρι για 39 ολόκληρα χρόνια. Στο έργο του Wells, συναντούμε την Αλις Μπ. Τόκλας, τη σύντροφο της Γερτρούδης, που έχει μόλις επιστρέψει από την κηδεία της. Βρισκόμασε σ’ έναν χώρο όπου ασφαλώς κατοικεί η τέχνη (σκηνική σύλληψη, κοστούμια Γιώργος Πάτσας, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη η παράσταση): καβαλέτα και πίνακες, βιβλία, καλόγουστα έπιπλα, διακριτικός φωτισμός. Η Αλις είναι απελπισμένη και μόνη έπειτα από πολλά χρόνια και ξαφνικά εμφανίζεται η… Γερτρούδη για να κάνουν ξανά, με τον δικό τους τρόπο, με τον τρόπο της ψυχής τους, τις κουβέντες που πάντα έκαναν, τη διαδρομή τους. Με χιούμορ, με τρυφερότητα, με λαχτάρα, με νοιάξιμο, σ’ αυτό το έργο φωτίζονται, σ’ αυτό το περίεργο ημίφως της ανάμνησης και της βαθιάς αγάπης, οι χαρακτήρες των δύο γυναικών, οι προσωπικότητές τους, και πολλά άλλα. «Συναντάμε» πολλές προσωπικότητες της τέχνης, πιο συχνά απ’ όλους τον Ερνεστ Χεμινγουέι, τον αγαπημένο της Γερτρούδης, αλλά και τον Πικάσσο, που είχε φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της Γερτρούδης Στάιν («Η Αλις έγινε Η μοναδική. Ο Πάμπλο, ο Πάμπλο Πικάσσο, τη συμπαθούσε…», λέει κάποια στιγμή η Γερτρούδη), και άλλους. Συναντάμε τη σχέση των ανθρώπων με την τέχνη, την έπαρση, την ανασφάλεια ή τη μικρότητα των ανθρώπων του πνεύματος, τη σχέση της τέχνης με το χρήμα και, κυρίως, συναντιόμαστε, μέσα από το συναρπαστικά ευαίσθητο και ευφυές κείμενο του Wells, μια μοναδική και διαφορετική ιστορία απόλυτης αφοσίωσης, κατανόησης, αγάπης. Μια συνάντηση που δεν οφείλεται μόνο στο κείμενο του Wells ασφαλώς, αλλά σε καθένα από τα στοιχεία αυτής της παράστασης. Και πρωτίστως στις δύο ηθοποιούς που κεντούσαν πραγματικά. Προσπαθούσα να σκεφτώ πώς θα ήταν οι δυο τους πριν 27 χρόνια. Δεν ξέρω· ξέρω μόνο ότι στην τωρινή παράσταση, στην ωριμότητά τους, μετέδωσαν πιο ταιριαστά, πιο μεστά, πιο άμεσα, πιο βαθιά και πιο αληθινά και την ιστορία του Wells και την ιστορία της Γερτρούδης Στάιν και της συνοδού της.
Μια εβδομάδα αργότερα βρέθηκα στη σκηνή -ναι, στη σκηνή- του θεάτρου «Βεάκη». Εκεί, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, με την πλάτη στην πλατεία (ή αλωνίζοντας την πλατεία, τον εξώστη και όλο το θέατρο) και με το πρόσωπο στραμμένο στους θεατές που κάθονται επί σκηνής, είναι δύο μόλις άνθρωποι: ο ηθοποιός Μιχάλης Σαράντης και ο ζωγράφος Απόστολος Χαντζαράς και μερικά πορτρέτα, που μπροστά μας φιλοτεχνεί ο Απ. Χαντζαράς. Πορτρέτα που μπαίνουν στα καβαλέτα και γίνονται οι υπόλοιποι ρόλοι της τραγωδίας του Σοφοκλή, του Αίαντα, του ανθρώπου που θεώρησε τον εαυτό του αδικημένο από τους συμπολεμιστές του στον πόλεμο της Τροίας, που ρίχτηκε, που παραφρόνησε, και πριν δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του, διαπιστώνει όσα δεν μπορούσε να αντιληφθεί στη διάρκεια της παράνοιάς του. Ολους τους ρόλους τους υποδύεται ο Μιχάλης Σαράντης και πάντα αυτή η διαδικασία της θέασης μιας παράστασης από τη σκηνή, από τόσο μικρή απόσταση δηλαδή με τα τεκταινόμενα, δημιουργεί ασφαλώς διαφορετικά συναισθήματα. Ιδίως όταν ο ηθοποιός που βρίσκεται απέναντί μας μπορεί να δώσει τις αποχρώσεις τόσων πολλών και διαφορετικών χαρακτήρων και καταστάσεων: του συντετριμμένου και απελπισμένου Αίαντα, της Τέκμησσας, της θλιμμένης και τρυφερής γυναίκας του, του ετεροθαλή αδελφού του Τεύκρου, του αλαζόνα Αγαμέμνονα και του προκλητικού Μενέλαου, του συμβιβαστικού αλλά δαιμόνιου Οδυσσέα και φυσικά της θεάς Αθηνάς. Μια τραγωδία που καταπιάνεται με την τιμή και την αδικία, με την παράκρουση του ανθρώπου που την υφίσταται, με τα θλιβερά αποτελέσματα των βίαιων πράξεων, με τη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου, με την εκδίκηση, με την τήρηση των τιμών και των παραδόσεων που αρμόζουν στους νεκρούς (προσφιλές θέμα του Σοφοκλή), με την αποδοχή των θετικών στοιχείων του «εχθρού»: «Εναν γενναίο άνδρα, δεν είναι δίκαιο να μην τον θάψεις», λέει ο Οδυσσέας. Ολη την τραγωδία παρακολουθούμε, στη θαυμάσια μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου και στην ευφυή σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη, που κι αυτή τη φορά «έπαιξε» με τους φακούς του. Ολοι οι ήρωες αναδείχθηκαν καθαρά. Το μόνο που θα μπορώ να παρατηρήσω ως αρνητικό είναι η υπερβολική κίνηση του Αιάντα-Μιχάλη Σαράντη σε όλος το μήκος και το πλάτος του θεάτρου Βεάκη, για να δείξει την παράκρουση, την απελπισία, την οδύνη, το καταλάγιασμα της οδύνης και την απόφασή του να δώσει τέλος στη ζωή του νιώθοντας ντροπιασμένος. Σε κάποια σημεία έγινε κάπως πολύ. Ομως δεν επηρέασε στην τελική αίσθηση της παράστασης, μιας από τις πιο επιτυχημένες παρουσιάσεις αρχαίας τραγωδίας σε κλειστό χώρο.