Εμπνευσμένη από την Νέα Υόρκη, την θετή τους πατρίδα τα τελευταία τρία χρόνια, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία των Lola Bessis και Ruben Amar είναι ένα ερωτικό γράμμα στην πόλη που ενέπνευσε σκηνοθέτες όπως ο John Cassavetes κι ο Spike Lee. Μια δροσερή, χαλαρή και οικεία αισθηματική κομεντί ενηλικίωσης, που χρωστά τόσα στους μεγάλους μαέστρους της ανεξάρτητης νεοϋορκέζικης σκηνής των ‘70s, όσα και στους συνεχιστές της απ’ το κίνημα του mumblecore προ δεκαετίας, αλλά και τους πιο απελευθερωμένους σήμερα απογόνους αυτού του κινήματος των δραμάτων γκαρσονιέρας.

Βασισμένο στις προσωπικές τους εμπειρίες απ’ τις ιστορίες που έζησαν σε μια καλλιτεχνική σκηνή που καλύπτει όλο το φάσμα απ’ τον ακραίο ριζοσπαστισμό μέχρι τον φοβισμένο συντηρητισμό, το Κολύμπα Μικρό μου Ψαράκι, Κολύμπα, ήρθε σαν αποχαιρετιστήριο άσμα από δυο σκηνοθέτες που πέρασαν χρόνια δοκιμάζοντας τα σκηνικά του Μανχάταν, για τις πολυταξιδεμένες τους μικρού μήκους ταινίες. Κι ο δροσερός, αναπολογητικός της συναισθηματισμός, μαζί με την γοητεία της φινιρισμένης γρετζάδας της no-budget παραγωγής της, ήταν μάλλον ο συνδυασμός που βοήθησε την ταινία όχι απλώς να κάνει το παγκόσμιο ντεμπούτο της στη Μέκκα των ανεξάρτητων κομεντί, το φεστιβάλ του South by Southwest στο Τέξας, αλλά να περάσει και στην από ‘δω μεριά του Ατλαντικού τον περασμένο Φλεβάρη, για ευρωπαϊκά αποκαλυπτήρια στο φεστιβάλ του Rotterdam, πριν ξεκινήσει φεστιβαλική πορεία με πάνω από 30 σταθμούς ανά την υφήλιο ήδη, και το ταξίδι ακόμη εν εξελίξει.

Με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες, το σκηνοθετικό ντουέτο επισκέφθηκε την Αθήνα, και μίλησε στην Popaganda.

Λοιπόν, γιατί να κάνουν δυο Γάλλοι μια ταινία για τη Νέα Υόρκη;

Ruben Amar: Ξεκίνησε πολύ οργανικά. Ήμασταν στη Νέα Υόρκη και μας ενδιέφερε πάρα πολύ η νέα ανεξάρτητη αμερικανική σκηνή που βλέπαμε σ’ όλα αυτά τα φεστιβάλ που γίνονται στη Νέα Υόρκη. Και μας εξέπληξε αυτό το νέο είδος ταινιών, που γίνονται με σχεδόν καθόλου λεφτά, οπότε αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε κι εμείς να κάνουμε κάτι τέτοιο. Δεν ήταν ακριβώς κάτι που είχαμε σχεδιάσει. Κι έτσι κι αλλιώς ανέκαθεν αντλούσαμε έμπνευση κι από σκηνοθέτες όπως ο John Cassavetes κι ο Spike Lee… Ξέρεις, νεοϋορκέζικες ταινίες του ‘70 και του ‘80.

Lola Bessis: Ναι, στην πραγματικότητα αυτό που μας ενέπνευσε, ήταν τα όσα παρατηρούσαμε ενώ ζούσαμε εκεί, κι είχαμε το συνήθειο να τραβάμε τα πάντα σε βίντεο με τα τηλέφωνά μας. Ξέρεις, τυχαίες σκηνές από την καθημερινότητα, που βρίσκαμε πολύ συναρπαστικές. Ουσιαστικά ήμασταν συνέχεια μ’ ένα τηλέφωνο στο χέρι να τραβάμε βίντεο. Και σε κάποιο σημείο, είχαμε δει τόσες πολλές σπουδαίες ταινίες με μηδενικό προϋπολογισμό, που αποφασίσαμε ότι θα μπορούσαμε κι εμείς να κάνουμε μια τέτοια ταινία εκεί. Κι είχαμε και θέματα με τη βίζα μας που έληγε, όπως κι η ηρωίδα στην ταινία, οπότε ξέραμε ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να γυρίσουμε πίσω στη Γαλλία –είχαμε μόνο 5 μήνες ακόμη που θα μπορούσαμε να μείνουμε εκεί. Κι έτσι αποφασίσαμε να στήσουμε μια πολύ μικρή, απλή ιστορία, την οποία θα χτίζαμε γύρω απ’ τους ηθοποιούς, για να προλάβουμε σ’ αυτό το διάστημα να ετοιμάσουμε την παραγωγή, να γράψουμε το σενάριο, να βρούμε τους ηθοποιούς και να κάνουμε και τα γυρίσματα.

Η ταινία σας μοιάζει πολύ σαν μια πιο ανοιχτή, γαλλική εκδοχή του mumblecore, με ήρωες πνιγμένους στα μικρά τους διαμερίσματα και τις μικρές ζωές τους…

L.B.: Δεν ήταν κάποια συνειδητή επιλογή αυτό, θέλω να πω δεν ξέραμε καν ότι υπήρχε κάποιο όνομα γι’ αυτού του είδους τις ταινίες. Απλά μας είχε ενθουσιάσει αυτό το νέο είδος σινεμά, και κυρίως ταινίες πιο πρόσφατες απ’ το πρώτο κύμα του mumblecore, που είναι λίγο διαφορετικές. Η ταινίες του mumblecore συνήθως ήταν για ένα μάτσο χαρακτήρες σ’ ένα μόνο χώρο γυρισμάτων, να μιλάνε πολύ και να ψυχαναλύονται, ας πούμε. Η δική μας ταινία, αντίθετα, μπορεί να περιστρέφεται πάρα πολύ γύρω απ’ τους χαρακτήρες της, αλλά ωστόσο έχει μια πολύ υπαρκτή και πολύ συγκεκριμένη πλοκή, έστω κι αν είναι μικρή σε κλίμακα. Επίσης, έχουμε αρκετά locations, και παρ’ ότι δεν είχαμε καθόλου χρήματα, ήμασταν πολύ προσεκτικοί σε ό,τι αφορούσε την ποιότητα του ήχου και της εικόνας, των σκηνικών, των κοστουμιών κι όλων αυτών που συνήθως δεν παίζουν ρόλο στις ταινίες του mumblecore. Μας ενδιέφερε δηλαδή να φτιάξουμε μια ταινία χωρίς λεφτά, αλλά που να μπορεί να μοιάζει με κανονική ταινία. Και νομίζω ότι γι’ αυτό κι η ταινία έχει βρει διανομή κι εδώ στην Ελλάδα, όπως και στη Γαλλία και στην Αμερική και στη Βραζιλία: έχει την εικόνα μιας ταινίας απ’ αυτές που ο κόσμος έχει συνηθίσει να βλέπει. Αντίθετα τις ταινίες του mumblecore, παρ’ ότι πολύ συχνά είναι πάρα πολύ καλές, είναι δύσκολο για τον κόσμο να τις παρακολουθήσει.

Υπάρχει και θεματική ομοιότητα με το κίνημα, μια κι η ταινία σας είναι στην καρδιά της μια ιστορία για την συναισθηματική ενηλικίωση και τη δυσκολία του να κάνεις το επόμενο βήμα στη ζωή σου.

R.A.: Η αλήθεια είναι ότι για εμάς η ιστορία αυτή ήταν απλώς η ιστορία που ήταν πιο κοντινή σ’ αυτό που νιώθαμε εκείνη την περίοδο, γιατί εκείνη την περίοδο διερωτόμασταν κι οι ίδιοι τι έχουμε σκοπό να κάνουμε, πώς θα κάνουμε αυτή τη δουλειά που θέλουμε να κάνουμε, κι όλα αυτά… Ξέρεις, αυτά τα σχετικά με τη δουλειά του σκηνοθέτη, γιατί είναι αρκετά δύσκολη δουλειά, είναι δουλειά που πρέπει να ισορροπήσεις τον οικονομικό παράγοντα με την καλλιτεχνική ελευθερία.

L.B.: Ναι, τι είδους καριέρα θες ως καλλιτέχνης και τι είδους ζωή θέλεις αυτή η καριέρα να σου παρέχει. Ήμασταν σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής μας που είσαι ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, τις ευθύνες κι όλα αυτά. Αλλά για να κάνεις ταινίες, και τέχνη γενικότερα, νομίζω ότι πρέπει να είσαι και λίγο σαν μεγάλο παιδί. Είναι σαν να παίζεις ένα παιχνίδι όπου εφευρίσκεις ψεύτικες λέξεις για παράδειγμα, κι αυτό το συναίσθημα θέλαμε να το περάσουμε και στους χαρακτήρες μας. Γι’ αυτό κι εκτός απ’ το μικρό κοριτσάκι που μπορεί να είναι και ο πιο ενήλικος χαρακτήρας της ταινίας, όλοι οι υπόλοιποι είναι σαν μικρά παιδιά σε ενήλικα σώματα. Αλλά ως το τέλος της ταινίας, όλοι έχουμε μεγαλώσει λίγο κι έχουμε κάνει ένα βήμα μπροστά.

Μια κοπέλα στην ταινία αφηγείται ένα όνειρο όπου βρίσκεται σε μια έρημο και βλέπει μια πόρτα, πίσω απ’ την οποία κρύβεται μια άλλη έρημος, ακριβώς ίδια. Η κοπέλα θέλει απελπισμένα να περάσει την πόρτα και να πάει στην άλλη πλευρά, παρ’ ότι ξέρει ότι δεν θα είναι διαφορετική. Υπάρχει ματαιοδοξία στην επιθυμία του ανθρώπου να αλλάξει;

L.B.: Είναι σαν το γνωμικό που λέει ότι το γρασίδι του γείτονα είναι πάντα πιο πράσινο. Νομίζω ότι το δίδαγμα αυτού του ονείρου, είναι ότι πρέπει να μπορείς να είσαι χαρούμενος μ’ αυτά που ήδη έχεις. Στην ταινία, δηλαδή, πιστεύω η κοπέλα που αφηγείται αυτό το όνειρο είναι πιο σοφή απ’ την κεντρική ηρωίδα, γιατί η ηρωίδα μας δεν το έχει καταλάβει ακόμη αυτό, είναι κάτι που ανακαλύπτει στο τέλος της ταινίας. Δεν νομίζω ότι είναι θέμα ματαιοδοξίας, απλώς σημαίνει πως ακόμη κι όταν είσαι σε ζόρικο σημείο στη ζωή σου, ακόμη κι εκεί υπάρχουν θετικά, όπως υπάρχουν και πράγματα που μπορούν να βελτιωθούν και να δυναμώσουν. Αρκεί να προσπαθήσεις να τα βελτιώσεις, αντί να το βάλεις στα πόδια, ή να προσπαθήσεις να κρυφτείς. Κι είναι κι αυτό ένα βήμα προς τα μπρος. Δεν χρειάζεται να φύγεις απ’ τη χώρα δηλαδή, για να μπορέσεις να αποτινάξεις την καταπίεση των γονιών σου. Μπορείς να το καταφέρεις και στο ίδιο σπίτι αν μένετε, αλλά πρέπει να το παλέψεις. Με άλλα λόγια, μπορείς να αλλάξεις ακόμη και στο δικό σου γρασίδι.

Το ότι καταφέρατε να τελειώσετε την ταινία και να την προβάλετε ήδη σ’ ένα σωρό φεστιβάλ σ’ όλον τον κόσμο, σας έχει βοηθήσει να νιώσετε ότι έχετε κάνει το βήμα εμπρός, ότι είστε πιο έτοιμοι για την ενήλικη ζωή, πιο ασφαλείς;

L.B.: Ασφαλής δεν νιώθεις ποτέ νομίζω…

R.A.: Πιο ασφαλείς νομίζω νιώθουμε για το πώς να κάνουμε μια ταινία πια, γιατί ήτανε πραγματικά σαν σχολείο. Πέντε μήνες γεμάτοι διδακτικές εμπειρίες και τριβή με πολύ περίπλοκα ζητήματα, τα οποία νομίζω μας έχουν βοηθήσει να νιώθουμε πλέον μεγαλύτερη άνεση με τις ιστορίες μας για παράδειγμα, το τι θέλουμε να πούμε, πώς να το κάνουμε κι όλα αυτά.

L.B.: Ναι, πράγματι μάθαμε πολλά. Είναι αυτό που λένε ότι το να κάνεις μια ταινία είναι το καλύτερο κινηματογραφικό μάθημα που θα κάνεις ποτέ, γιατί μαθαίνεις πάρα πολλά που δεν πρόκειται να μπορέσει κανείς να σου τα διδάξει σε καμία κινηματογραφική σχολή. Κι εγώ στην σχολή στη Νέα Υόρκη, στην αρχή έμαθα πολλά σπουδαία πράγματα, αλλά από κάποιο σημείο κι έπειτα, αυτά που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία, τα μαθαίνεις μόνο κάνοντας την ταινία. Απ’ το πώς να στήσεις τη σκηνή, και να την εξηγήσεις στον ηθοποιό, μέχρι το πώς να στήσεις την παραγωγή, να βρεις χρηματοδότηση και βέβαια πώς να κινηθείς μετά στα φεστιβάλ.

Πόσο εύκολο είναι να βρει ζωή μια τέτοια μικρή ταινία έξω απ’ τα φεστιβάλ;

R.Α.: Γι’ αυτό ακριβώς είναι απαραίτητα τα ίδια τα φεστιβάλ. Είναι εξαιρετικές πλατφόρμες για να έρθει μια ταινία σε επαφή με το κοινό και να μαζέψεις εντυπώσεις κατ’ αρχήν, κι ήταν πολύ ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον τομέα το να ταξιδέψουμε με την ταινία σ’ όλο τον κόσμο, αλλά είναι χρήσιμα και για να βρεις την εκπροσώπηση που χρειάζεσαι για να πουλήσεις την ταινία.

L.B.: Ακριβώς! Στο Ρότερνταμ για παράδειγμα κλείσαμε τον Βραζιλιάνο διανομέα μας, ενώ στο market του Βερολίνο βρήκαμε διανομή στην Ελλάδα και κλείσαμε και μια συμφωνία για την ταινία στο HBO. Οπότε νομίζω είναι αλληλένδετα τα φεστιβάλ με την ίδια την εξωφεστιβαλική αγορά για τέτοιου είδους ταινίες.

Υπήρχαν διαφορετικές αντιδράσεις στην ταινία στις διάφορετικές χώρες που προβλήθηκε; Οι Ευρωπαίοι φεστιβαλιστικές για παράδειγμα, είναι πιο απαιτητικοί απ’ τους Αμερικανούς;

R.A.: Εντελώς διαφορετικές, ναι. Οι Αμερικανοί είναι πολύ πιο έντονοι στις αντιδράσεις τους, ό,τι κι αν γίνεται στην οθόνη…

L.B.: …ναι, γελάνε συνέχεια, ακόμη κι όταν δεν γίνεται κάτι αστείο….

R.A.: …ναι, το οποίο είναι ωραίο για εμάς, όταν είμαστε μέσα στην αίθουσα κι έχουμε αγωνία, αλλά στο τέλος δεν μπορείς να καταλάβεις στ’ αλήθεια αν τους άρεσε η όχι.

L.B.: Ενώ αντίθετα στο Ρότερνταμ και στη Βόρεια Ευρώπη γενικότερα, ο κόσμος δεν κάνει τίποτα, ούτε γελάει, ούτε μιλάει, ούτε τίποτα. Το οποίο επίσης δεν σημαίνει τίποτα, γιατί όταν βγαίνουν απ’ την αίθουσα στο τέλος, τους ακούς που λένε “τι ωραία” και “πόσο συγκινήθηκα” κλπ, αλλά στην αίθουσα δεν έχεις διαισθανθεί τίποτε!

R.A.: Οι Τούρκοι την πήραν πολύ στραβά, θυμάσαι;

L.B.: Ναι, στην Κωνσταντινούπολη. Δεν είχαμε πάει, αλλά είδαμε τις αντιδράσεις στο internet και τις μεταφράσαμε στο Google και κάποιες απ’ αυτές ήταν πολύ, πολύ σκληρές, είχαν θυμώσει πάρα πολύ.

R.A.: Ενώ μόλις την προηγούμενη μέρα είχαμε πολύ θετική αντίδραση απ’ την Ιταλία που έπαιζε η ταινία, και μας στείλανε μηνύματα ενθουσιώδη κλπ. Αλλά η Τουρκία ήταν το χειρότερο μέρος που έχει παίξει η ταινία. Δεν ξέρω τι έγινε, είναι περίεργο. Ανυπομονούσα να δω πώς θα το πάρουν οι Έλληνες, αλλά τώρα έχω τρομάξει λίγο, είστε και γείτονες…

*Η ταινία Κολύμπα Ψαράκι μου, Κολύμπα, σε σενάριο και σκηνοθεσία Lola Bessis και Ruben Almar, με τους Lola Bessis, Dustin Guy Deffa, Brooke Bloom και Anne Consigny, προβάλλεται από την Πέμπτη 26/6 στις αίθουσες Αθηναία (Χάρητος 50, Κολωνάκι) και Μικρόκοσμος (Λ. Συγγρου 106, Φιξ) σε διανομή της Mikrokosmos.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης