Τον είδα για πρώτη φορά πριν από τρία-τέσσερα χρόνια στο Κύτταρο. Έπαιζε καθιστός και πατούσε τα πλήκτρα γλυκά, με παράδοξη ηρεμία για ροκάς. Σε κάποια φάση του live, έπαιξε ένα σόλο. Ο Πουλικάκος στάθηκε πίσω του όρθιος, του έπιασε τους ώμους, στηρίχθηκε πάνω του, παρέμεινε εκεί καμιά εικοσαριά δευτερόλεπτα και φεύγοντας τον φίλησε στο κεφάλι. Αυτή η εικόνα μου καρφώθηκε στο μυαλό.
Είναι ο ψιλόλιγνος τύπος που θυμίζει έντονα Jarvis Cocker στην τελευταία σκηνή των «Κουρελιών» του Νικολαΐδη. Είναι ο μουσικός που παίζει το θεϊκό πιανάκι στα τελευταία δευτερόλεπτα του «Εν Κατακλείδι» του Σιδηρόπουλου. Είναι, τέλος, ο άνθρωπος που βίωσε στο πετσί του όλη την ελληνική ροκ σκηνή, από τα κλαμπ των 60’s μέχρι την αυτοεξορία στη Χούντα, τη χρυσή εποχή των ύστερων 70’s, τη μετέπειτα παρακμή, το «κρατιόμαστε ακόμα».
Πράος, χαμογελαστός, με μια κοσμοπολίτικη αύρα, παράξενα νεανικός και πατώντας ελαφρά στο έδαφος, μας υποδέχτηκε στο σπίτι του στο Μαρούσι. Ανάμεσα σε εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως κιτρινισμένα βιβλία, παλιά κασετόφωνα, μπόλικα cd που μαρτυρούν πως δεν έμεινε κολλημένος στη βελόνα και δύο πιάνα, μας μίλησε με ζωντάνια για το παρελθόν, σα να ξαναζούσε τις στιγμές. Πολύτιμος συνεργάτης και φίλος του Πουλικάκου εδώ και δεκαετίες, ο Πολύτιμος κλείνει φέτος 49 χρόνια on the road και μαζί με τον Θείο Νώντα, που κλείνει 47, είπαν να το γιορτάσουν, αγνοώντας το μη στρογγυλό των αριθμών, με εκλεκτούς καλεσμένους σε ένα διήμερο πάρτι στο Gagarin. Το ονόμασαν «Παραμύθι χωρίς όνομα».
Παρ’ ότι συνομήλικος με τους δύο μεγάλους πιανίστες του rock’n’roll, τον Little Richard και τον Jerry Lee Lewis, ο Πολύτιμος παραμένει το παιδί που βρήκε κάποτε στη μουσική αυτή ένα ξεχωριστό νόημα το οποίο, όπως αποδείχτηκε αργότερα, τελικά δεν αφορούσε μόνο τους νέους. Από το τρίπτυχο «sex, drugs & rock’n’roll», ο ίδιος κρατάει πια μόνο το τελευταίο – και του είναι αρκετό.
O,τι θυμάμαι, θα στο πω.
Γεννήθηκα στη Σύρο το ’33, αλλά σχεδόν αμέσως οι γονείς μου ήρθαν στην Αθήνα. Εδώ μεγάλωσα. Την Κατοχή τη θυμάμαι, μερικές σκηνές τουλάχιστον. Θυμάμαι ας πούμε ότι στην πλατεία Πλαστήρα, το ’44, είχα δει κόσμο μαζεμένο. Πλησιάζω και βλέπω έναν Γερμανό, βγάζει το κράνος και αντιλαμβάνομαι ότι κλαίει. Ρωτάω τους γύρω μου τι έπαθε. Μου εξηγούν ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν σε μια ειδική μονάδα των Ες Ες και του είχαν πάρει το όπλο, οπότε η ποινή σε αυτή την περίπτωση είναι ο θάνατος. Μου έκανε τεράστια εντύπωση αυτό… Μια άλλη φορά, στα Ιλίσια, πιτσιρικάς πάλι, είδα το κρέμασμα τριών ανθρώπων. Θυμάμαι επίσης γυναίκα να κρατάει στα χέρια το μωρό της και να πέφτει κάτω από την πείνα, στο δρόμο για το νοσοκομείο της Συγγρού.
Τα πρώτα μου ακούσματα ήρθαν απ’ την κλασική μουσική. Ο πατέρας μου στον ελεύθερό του χρόνο έπαιζε βιολί και η μητέρα μου πιάνο. Κάθε Κυριακή, όπως άλλοι πάνε τα παιδιά τους να κοινωνήσουν, εμάς με την αδερφή μου μας βάζανε να ακούμε μουσική. Θέλαμε να βγούμε έξω να παίξουμε βέβαια, αλλά τελικά καλό μας έκανε. Άρχισα μαθήματα πιάνου. Κυρίως άκουγα τζαζ, από ένα σταθμό που λεγόταν «Ρυθμική Λέσχη» αν δεν κάνω λάθος, αλλά και μέσω φίλων που έφερναν δίσκους από την Αμερική. Υπήρχε τότε το τζαζ κλαμπ της Ελληνοαμερικανικής Ενώσεως, όπου γνώρισα τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Θυμάμαι και τον Πλέσσα να παίζει εκεί.
Στο μεταξύ πέρασα στο Φυσικό, αλλά ένα χρόνο πριν το πτυχίο τα παράτησα. Δεν με ενδιέφερε να γίνω επιστήμονας. Πολλοί φίλοι μου τελειώνανε τη σχολή και τους έβρισκα μετά δάσκαλους στη Βόρειο Ελλάδα. Κάπου με τρόμαξε αυτό και προτίμησα τη μουσική. Κυρίως, για να είμαι ειλικρινής, επειδή με τη μουσική μπορούσα και έκανα ταξίδια.
Το ’64 με βρίσκει πιανίστα στο «Κουκουβάγια jazz club». Εγώ τότε έκανα ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά, φυσική-χημεία-μαθηματικά και κυκλοφορούσα με αυτοκίνητο για να τους προλαβαίνω. Ένα βράδυ λοιπόν, μετά το μάθημα, με έβγαλε ο δρόμος στην Πλάκα και ακούω να ξεπηδάει από κάπου μουσική τζαζ. Μπήκα, κάθισα και τους γνώρισα – ήταν κάτι ξένοι μουσικοί. Έπαιξα μαζί τους μερικές φορές, ώσπου ένα βράδυ πάω και δεν βλέπω κανένα τους. Με πιάνει ο ιδιοκτήτης και μου λέει «Δημήτρη, αυτούς τους συλλάβανε, γιατί δεν είχαν ούτε άδεια παραμονής, ούτε άδεια εργασίας. Φτιάξε ένα σχήμα εσύ». Βρήκα λοιπόν μουσικούς, αλλά επειδή είχαμε πάλι κάποιους ξένους, βάλαμε έναν στην πόρτα να κρατάει τσίλιες.
Στην «Κουκουβάγια» ήρθαν και μας βρήκαν οι πρώτοι MGC, οι οποίοι έπαιζαν τότε στις «Εννέα Μούσες». Ο ντράμερ τους, που ήταν ο Άλκης Παναγιωτίδης ο ηθοποιός, τσακώθηκε με τον πιανίστα και φύγανε. Οπότε ήρθαν οι υπόλοιποι στην «Κουκουβάγια», για να καλύψουν το κενό τους. Εμείς παίρναμε καλούτσικα λεφτά τότε, αλλά μας πίεσαν, δεχτήκαμε και πήγαμε όλοι μαζί στις «Εννέα Μούσες», όπου έγινε κυριολεκτικά ο χαμός. Παίζαμε διασκευές Stones, Dylan, Cream, Hendrix, τέτοια. Δεν τραγουδούσαμε καθόλου ελληνικά ή ιταλικά, όπως άλλοι, γι’ αυτό και τα βιβλία μας γράφουν ως το πρώτο αμιγώς ροκ συγκρότημα στην Ελλάδα.
Στην επόμενη σελίδα: το support στους Rolling Stones και ο εγκλεισμός στη φυλακή
Page: 1 2