Δημήτρης Νόλλας – Το ταξίδι στην Ελλάδα

– Δημήτρης Νόλλας –

Το ταξίδι στην Ελλάδα


στην οδό Καλού

Όταν βρέθηκε στο σταθμό της Θεσσαλονίκης με τη Χρυσάνθη να του το ’χει σκάσει χωρίς να το πάρει είδηση, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ο Καραμάνογλου. Αναρωτήθηκε αν είχε συμβεί κάτι που ’χε αποσπάσει την προσοχή του, ενώ δεν την είχε αφήσει απ’ τα μάτια του σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, και παραδέχτηκε πως ίσως έφταιγε το αίσθημα ασφάλειας που ένιωσε όταν είχαν περάσει τα σύνορα. Όταν είσαι στο σπίτι σου, είν’ όλοι τους γνωστοί σου, πρέπει να είχε σκεφτεί. Και τους εμπιστεύομαι όλους; ακολούθησε η επόμενη σκέψη του, που ανέτρεψε αυτομάτως την αρχική βεβαιότητα και επιδείνωσε το αίσθημα ασφυξίας που νιώθει κανείς όταν ανοίγει μια πόρτα και κάνει το πρώτο βήμα στο κατασκότεινο άγνωστο. Κι επανήλθε το αρχικό, σημαντικότερο ερώτημα, μήπως ήταν πραγματικά τρελή και τι ευθύνη μπορεί να έχω εγώ για μιαν ανισόρροπη; Και το δεύτερο, που πρέπει να σχετιζόταν με το φευγιό της, τη θυμήθηκε να λέει κάποια στιγμή πως, «Όταν αφήνεις πίσω σου πράγματα που δεν τα τακτοποίησες στον καιρό τους, έρχεται η ώρα, πάντα έρχεται η ώρα, όσο και ν’ αργήσει, να τα φροντίσεις, να τα μπαλώσεις ή να τα κάψεις, να μην πιάνουν τόπο και σου μαυρίζουν την ψυχή. Δεν φελάει να κάθεσαι μακριά τους και να νομίζεις πως η απόσταση τα γλυκαίνει, τα εξαφανίζει. Μαζί σου τα κουβαλάς, βάρος ασήκωτο, και προσπαθείς πάντα να τα ξεφορτωθείς, κάπου να τ’ ακουμπήσεις. Κι αυτό έχω σκοπό να κάνω», είχε υπογραμμίσει, «να πάω πρώτα απ’ όλα στον τάφο των γονιών μου να προσκυνήσω». Ήταν ολοφάνερο πως κάτι ήθελε να ξεκαθαρίσει από τα χρόνια τα παλιά και βιαζόταν να το κάνει. Είχε σταυρώσει το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο κι οι νάυλον κάλτσες της με το μελένιο χρώμα έτριξαν, θυμίζοντάς του πως δεν είχε σταματήσει να ρίχνει κλεφτές ματιές στις γάμπες της.

Περίμενε σαν χαμένος, μέσα στην αίθουσα, κάποιον που θα ’χε έρθει να την υποδεχτεί, και μόλις το συνειδητοποίησε ένιωσε πόσο παράλογο ήταν αυτό, αφού όποιος και να ’χε έρθει θα ήταν αδύνατο να ήταν εκεί για να υποδεχτεί εκείνον, έναν άγνωστο. Η αναφορά ήταν η Χρυσάνθη, εκείνη γνώριζαν, εκείνη περίμεναν, όποιοι την περίμεναν, κι εκείνη θα πλησίαζαν. Ήταν έτοιμος να παρατήσει τη βαλίτσα της στα «Απολεσθέντα», όταν είδε μια γυναίκα, ολόιδια η Χρυσάνθη, να εξετάζει κάθε επιβάτη που έβγαινε. Την πλησίασε και της έδωσε γνωριμία. Τη ρώτησε αν ήταν δίδυμες. «Όχι», είπε εκείνη, «είμαι μικρότερη και είμαστε ετεροθαλείς αδερφές… μη στεναχωριέστε, όμως», συνέχισε σαν να ήταν προετοιμασμένη για την εξαφάνιση της Χρυσάνθης, όταν άκουσε πως δεν βρισκόταν στο τρένο που μόλις είχε φτάσει. «Έτσι είχε κάνει κι όταν έφυγε πριν είκοσι χρόνια. Είχε βάλει το φαΐ στο φούρνο, κι όταν γυρίσαμε το βρήκαμε κάρβουνο κι αυτήν φευγάτη. Μετά μάθαμε πως ήτανε στη Γερμανία. Κι εμένα με λένε Βασιλική».


Ο Αρίστος ένιωσε σαν να τον είχαν μπλέξει κάπου όπου δεν είχε σκοπό να μπλεχτεί, και ένιωσε πως εδώ και λίγη ώρα έκανε επί τόπου σημειωτόν μέσα σ’ εκείνο το κατασκότεινο κι ερμητικά κλειστό δωμάτιο. Θέλησε να ξεφωνήσει γαμώ το κεφάλι μου, όταν εκείνη η γυναίκα, στη μέση αυτής της αίθουσας του σιδηροδρομικού σταθμού, συνέχιζε την εξιστόρησή της, ενώ εκείνος τής έτεινε τη βαλίτσα. «Αλήθεια, δεν πρέπει να στεναχωριέστε, έτσι κι αλλιώς δύσκολα θα γυρνούσε σπίτι η Χρυσάνθη. Το ’χα καταλάβει από ένα παλιό της γράμμα, το μοναδικό. Ήθελε να τα παρατήσει όλα και ν’ αφοσιωθεί σε κάτι εντελώς άλλο, μου ’χε γράψει. Στην Παναγία, μου ’χε γράψει».

Κι εγώ, σκέφτηκε ο Αρίστος νευριασμένος, που αποδείχτηκα ανάξιος της εμπιστοσύνης του Καραμάνογλου, με κάποιο μαγικό τρόπο θα ’θελα να βρισκόμουν τώρα πίσω στη Λιζλ, ούτε βόλτες στην παραλία, ούτε καφενεία της εφηβείας, ούτε ν’ ακούω αυτές τις παρλαπίπες. Μα, τι θα πει αυτό;… Μπορεί κάποιος να τρελαθεί για την Παναγία; Γίνονται αυτά τα πράγματα σήμερα; Κι αν γίνονται, πόσο με αφορούν; Κι αν αυτή το ’βαλε στα πόδια με σκοπό ν’ αυτοκτονήσει ή να σκοτώσει; Να βρεθεί κάπου αλλού για να απομακρυνθεί από πιέσεις και προβλήματα άλλης φύσεως, ίσως πιο ουσιαστικά από την ανέχεια και τις στερήσεις, που ’χαν σημαδέψει τη ζωή της; Είπε σ’ αυτό το αντίγραφο της Χρυσάνθης, που στεκότανε μπροστά του, πως θα την έψαχνε την αδερφή της, είχε τον τρόπο να κάνει κάποια έρευνα, ήταν υποχρέωσή του, υπογράμμισε, και συμφώνησαν να ξαναβρεθούν.

Κουβαλώντας τη μικρή του βαλίτσα αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το μαγαζί του αδερφού του, να σκεφτεί τι θα γράψει στον Καραμάνογλου – ίσως να του στείλει ένα τηλεγράφημα; Δεν είδε το επείγον του πράγματος, γι’ αυτό και συνέχισε να ανηφορίζει τη Μιχαήλ Καλού και βγήκε στην Αγίου Δημητρίου, όταν αίφνης, παρόλο που έμοιαζε σαν να το ’χε κάποιος από καιρό προβλέψει, ήρθαν καταπάνω του αυτά τα τρία χρόνια μακριά απ’ τη γενέθλια πόλη κι αισθάνθηκε το βάρος τους να πέφτει πάνω του όπως ασήκωτοι αιώνες.


Όταν προσπέρασε την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, είχε τόσο πολύ τεντωθεί εντός του ο καιρός της απουσίας, που ένιωσε μια ζαλάδα. Το βλέμμα του πλανήθηκε κι ακούμπησε χαμένο σ’ ένα οικόπεδο, από την απέναντι πλευρά, εκεί όπου ένα συνεργείο οικοδόμων καλούπωναν θεμέλια και άλλαζαν την όψη του δρόμου, όταν άκουσε τους χτύπους της καρδιάς του. Το κενό, σαν πληγή ανάμεσα στα πλαϊνά σπίτια που αντιστέκονταν, έχασκε όπως ξεδοντιασμένο στόμα. Το ήξερε αυτό το σημείο, το γνώριζε πολύ καλά το σπίτι του παππού, τον οποίο δεν είχε προλάβει να γνωρίσει. Η ανάμνηση του σπιτιού που κάποτε εδώ υπήρξε, και που τώρα στη θέση του είχε σκαφτεί ένας πελώριος κρατήρας που έφτανε σχεδόν μέχρι πάνω, στην Κασσάνδρου, έκανε την καρδιά του να χτυπήσει σαν σκεβρωμένη πόρτα που αρνιότανε ν’ ανοίξει. Το κενό είχε δημιουργηθεί εκεί που κάποτε υψωνόταν ένα δίπατο σπίτι με ημιυπόγειο, χτισμένο πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια. Το θυμόταν πολύ καλά ο Αρίστος καθώς δύο γεγονότα σε σχέση μ’ αυτό είχαν αφήσει το σημάδι τους στην παιδική ψυχή του. Είχε μικρά χτιστά μπαλκόνια με ψηλές μπαλκονόπορτες και φεγγίτες αυτό το σπίτι του Ντυράν, του παππού απ’ τη μεριά της μάνας του, τον οποίο δεν είχε προλάβει να γνωρίσει, χτισμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’20 στα σχέδια συμπατριώτη του αρχιτέκτονα, αντίγραφο ενός αρχοντικού της Προύσας των αρχών του αιώνα. Οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν με μαρμαροκονία σε λωρίδες γκρι και ροζ, ενώ το γωνιακό δωμάτιο με τον νοτιοανατολικό προσανατολισμό και γι’ αυτό αφόρητα ζεστό τα καλοκαίρια, προεξείχε δημιουργώντας ένα έρκερ με έξι παράθυρα που κατέληγαν σε ανατολίτικους φεγγίτες. Τώρα θα ήταν έτοιμος να το χαρακτηρίσει ένα τουρκομπαρόκ παστίτσιο, ενώ μικρός μαγευόταν να παίζει κρυφτό πίσω από τις δρύινες πόρτες με τα πολλά στολίδια, στις μισοφωτισμένες κάμαρες με τα ψηλά ταβάνια και τους ζωγραφιστούς τοίχους που τους κοσμούσαν μπορντούρες και φτερά παγωνιού, σε χρώματα χακί, μπλε και χρυσαφί. Κι εκείνη η φιλόδοξη είσοδος με τη μεγάλη σιδερένια εξώπορτα και τη φαρδιά μαρμάρινη σκάλα, και τώρα τίποτα.

Στη θέση της ένας εργολάβος παίζει το κομπολόι του και το συνεργείο των οικοδόμων συνεχίζει την εκσυγχρονιστική ανοικοδόμηση που ταρακουνούσε συθέμελα όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας απ’ τα μέσα του ’50 και δεν έλεγε ακόμη να χορτάσει. Ερχόταν κι αυτό το κενό να προστεθεί σε μια πόλη σπαρμένη χάσματα. Και για μια στιγμή τρόμαξε, γιατί σκέφτηκε πως αν μέσα στα τρία χρόνια της απουσίας μου δημιουργήθηκαν όλες αυτές οι τρύπες, αν έλειπα δεκατρία ή είκοσι τρία χρόνια, αναρωτήθηκε, τι θα έβρισκα στην επιστροφή μου, ένα βαθύ και άπατο όρυγμα; Ένα πηγάδι μέχρι το κέντρο της γης;

Κι όμως ήταν αυτό το κενό, αυτή η απουσία, που είχαν πυροδοτήσει όλες τις αναμνήσεις του, επιτρέποντάς τους να ξαναζωντανέψουν μια ζωή περασμένη που την έβλεπε τώρα να απλώνεται μπροστά του ολοζώντανη, όπως εικόνες μιας κινηματογραφικής ταινίας με οικογενειακά στιγμιότυπα. Γιατί, ενώ στο παρελθόν, όσο το σπίτι ακόμα έστεκε στα πόδια του, όποτε τύχαινε να περάσει μπροστά του, όπως τώρα, και το αντίκριζε, γι’ αυτόν ήταν το σπίτι του παππού και τίποτα περισσότερο. Τώρα όμως η απουσία του σπιτιού γινόταν αφορμή να αναδυθούν τόσες αναμνήσεις κι αναρωτήθηκε πώς γίνεται από το τίποτα να ξεπηδάνε τόσα πράγματα, ή μήπως ήταν η νοσταλγία της παιδικής ζωής που τίποτα δεν θα μπορούσε να την επαναφέρει που τον πονούσε; Μπορεί η ίδια η απουσία ενός προσώπου ή ενός γεγονότος συνδεδεμένου μαζί του, να το επαναφέρει στη ζωντανή μνήμη; Και πότε είναι πιο αληθινό; Τότε που ήταν ζωντανό στο παρελθόν ή τώρα που σαν ανάμνηση επανέρχεται στο παρόν; Και γιατί σήμερα που το θυμήθηκε πάλλεται και σφύζει από ζωή, ενώ παρέμενε αδιάφορο όσο ακόμη στηριζόταν στα θεμέλιά του; Κάθε βήμα πρόσθετε κι ένα καινούργιο ερώτημα στα προηγούμενα κι αναρωτήθηκε αν επιταχύνοντας το βηματισμό του θα μπορούσε να τα βγάλει από μπροστά του, όταν σκόνταψε σε μια σπασμένη πλάκα του πεζοδρομίου και κατάλαβε πως είχε προσθέσει άλλο ένα στον κατάλογο.


«Φαίνεται πως είμαστε όλοι μας φτιαγμένοι από υλικά που χάθηκαν καθ’ οδόν», μου είχε τονίσει μελοδραματικά ο ίδιος, όταν έτυχε να διασταυρωθούμε στις αρχές της επόμενης χρονιάς, μπροστά από το «τσάο τσάο», ένα απ’ τα καφενεία του Σβάμπινγκ, όπου σύχναζε παλιότερα η παρέα του. Ήταν μαζί με τη Λιζλ κι όταν τον ρώτησα πως είχε περάσει στην πατρίδα, αντί να μου απαντήσει, είπε, συμπληρώνοντας την προηγούμενη σκέψη του, «σαν να μην μπορεί ο άνθρωπος ν’ αντέξει αυτό το πλήθος των υλικών, σαν να πνίγεται μέσα σ’ αυτό τον όγκο και τη σύνθεσή τους και διψάει για το κενό: τρύπες μνήμης και τρύπες ζωής χτίζουν τα πρόσωπά μας. Θα ’λεγε κανείς πως είμαστε πλασμένοι από σταλαγματιές απουσίας και κενού». Ετοίμαζε την έκδοση μιας ποιητικής συλλογής και υποσχέθηκε να μου τη χαρίσει, όταν θα έφταναν στα χέρια του τα αντίτυπα που θα του έστελνε ο αδερφός του.

Σ’ αυτό το σπίτι των Ντυράν, που τώρα μόνο η ανάμνησή του έδινε σχήμα στην απουσία του, και σ’ ένα δωμάτιο με δική του ξεχωριστή είσοδο απ’ τη μεριά του πίσω κήπου, ο Αρίστος, μικρό παιδί, είχε πάει να βρει τον Βάιο που κρυβόταν, όταν οι αντάρτες του Μάρκου είχαν κανονιοβολήσει την πόλη. Κρυβόταν σ’ αυτό το έρημο σπίτι του πατέρα της μάνας τους, αφότου εκείνος το είχε εγκαταλείψει άρον άρον το φθινόπωρο του 1939, παρατώντας το σπίτι και την κόρη του στα χέρια του γαμπρού του, ενώ οι γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες ξεχύνονταν στις πολωνικές πεδιάδες και οι Γάλλοι κήρυτταν τον πόλεμο στη Γερμανία. Ο Αρίστος, ακόμη και σήμερα, συγκρατούσε στη μνήμη του τη μοναδική φορά που το είχε επισκεφτεί με ένα αξεδιάλυτο αίσθημα ενοχής, γιατί, ενώ αυτό που έκανε ήταν καλό για τον αδερφό του, φοβόταν ταυτοχρόνως πως κάτι δεν ήταν σωστό – είναι ο πιο σίγουρος τρόπος να τον ειδοποιήσουμε, είχε πει ο πατέρας, κανείς δεν θα υποπτευθεί ένα μικρό παιδί που πηγαίνει στο σπίτι του παππού του κρατώντας τον «Μιχαήλ Στρογκώφ» υπό μάλης και λίγες σοκολάτες Φλόκα, που είχε ζητήσει ο Βάιος. Κρυβόταν επειδή οι κομμουνιστές ζητούσαν να τον επιστρατεύσουν κι οι κυβερνητικοί να τον συλλάβουν. Τώρα ο πατέρας τον ειδοποιούσε πως έπρεπε ν’ αλλάξει κρυψώνα κι ο μικρός αδερφός είχε αναλάβει να μεταφέρει το μήνυμα.

Την πρώτη φορά όμως που είχε αντικρίσει το μυθικό σπίτι του γάλλου παππού ήταν λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν ο πατέρας τον είχε πάρει μαζί του, για να εποπτεύσει τη μεταφορά της επίπλωσης του σπιτιού, το φθινόπωρο του ’44, λίγο πριν την αποχώρηση των Γερμανών. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε και δεν μπορούσε να ανακαλέσει την εξήγηση που του ’χε δώσει ο πατέρας για εκείνη τη μετακόμιση, αν του είχε δώσει κάποια. Καρέκλες βιεννέζικες, σεκρετέρ, ροτόντες, σκρίνια και μπουφέδες στοιβάχτηκαν σε δυο κάρα κι έφυγαν, ακολουθώντας τον άνθρωπο που είχε το πρόσταγμα της ανάληψης των επίπλων, μια εφιαλτική μορφή των παιδικών του χρόνων, που έσερνε αιωνίως τα πόδια του.

Και να ’τος τώρα, ολοζώντανο αυτό το απολίθωμα, ο Γιάννης ο Πίζας, ένα βδελυρό κουφάρι, που βαδίζει μπροστά του και σέρνει όπως πάντα τα βήματά του μ’ εκείνη την κλίση προς το αριστερό πλευρό σαν σκάλα ακουμπισμένη σε ντουβάρι. Βάδιζε μπροστά απ’ το Διοικητήριο, όπως τρόφιμος ψυχιατρείου στον καθημερινό του περίπατο, κι ο Αρίστος πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο μην τυχόν και σταματήσει ξαφνικά ο Πίζας κι αναγκαστεί να πέσει πάνω του ή να χρειαστεί να βαδίσουν πλάι πλάι, πριν καλά καλά πατήσει το πόδι του στην πόλη. Τον άφησε να προπορευτεί και δεν ήταν μακριά απ’ το φωτογραφείο, όταν ενοχλημένος τον είδε να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει στο μαγαζί του αδερφού του. Δεν θα ήταν η καλύτερη παρέα αυτός ο τύπος, για να συναντήσει τον Βάιο μετά από τόσο καιρό. Κάθισε σ’ ένα καφενείο και παρακολουθούσε την είσοδο, περιμένοντας να τον δει να φεύγει. Μα, τι θέλει με τον αδερφό του πρωινιάτικα αυτό το ανάπηρο σκουλήκι, αλλά κι αυτός ο ίδιος τι υπερβολική αντίδραση έχει; Γιατί κάνει έτσι; Τι πειράζει που ο Πίζας μπήκε να πει μια καλημέρα στον αδερφό του; Τι θα πάθει το μαγαζί, θα δηλητηριαστεί; Κι όμως, όταν λίγα χρόνια αργότερα συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μετακόμιση αυτό που τα παιδικά του μάτια είχαν παρακολουθήσει, αλλά κάποια άνομη συναλλαγή, τότε κατάλαβε πως ο Πίζας ανήκε στο κατάπτυστο γένος των τοκογλύφων που όλα τα μαγαρίζουν, που, ναι, όλα τα δηλητηριάζουν και ανακαλώντας το φούντωσε η οργή του. Σαν να είχαν όλα μαζευτεί στον ίδιο λογαριασμό, ο ίλιγγος απ’ την εξαφάνιση της Χρυσάνθης και η αναγούλα απ’ την εμφάνιση του Πίζα, το όρυγμα που αντίκρισε στη θέση του σπιτιού, η κρυψώνα του Βάιου και ο αδερφός του να χάνεται μέσα στη νύχτα. Πρέπει να παραδεχτούμε πως για πρώτο πιάτο, του ’χε πέσει βαρύ αυτό το καλωσόρισμα, μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο που ’χε αρχίσει να γυροφέρνει, προσπαθώντας να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα έβρισκε την έξοδο.


Για το έργο:

Τι συμβαίνει όταν ξεκινάς να συναντήσεις αυτό που αναγνωρίζεις σαν οικείο και καθ’οδόν το χάνεις; Αλλά και τι μπορεί να συμβεί, όταν στη θέση του βρίσκεις ένα άλλο, διαφορετικό και εξίσου γοητευτικό;

Ποιοι κρατάνε τον τόπο στη θέση του, στη θέση που βρισκόταν πριν, τώρα, και πάντα; Πιο σωστά: ποιοι διαιωνίζουν το αφόρητο, τις νοοτροπίες που παραμένουν πεισματικά βραχωμένες, αλλά και τα άλματα προς το καινούργιο και το άγνωστο, όλα αυτά που συνιστούν την ελληνική ιδιοπροσωπία, εκείνη που αναδεικνύεται μέσα από τα σταθερά, τα λίγα μεν, αλλά διαχρονικά χαρακτηριστικά; Η μόνη απάντηση που θα διακινδύνευε κανείς, παίρνοντας  σαν δεδομένη την υπόθεση της ερώτησης, φαίνεται πως είναι: ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ.

Κι ο Αρίστος κι η Βασιλική, κι ο Τρύφωνας και η Χρυσάνθη, κι ο Αποστόλης και ο Βιρτζίλης κι ο Λοχαγός, και ο Πασχάλης. Και κανένας από μόνος του, κανένας, καθώς όλοι μας αντλούμε από το ίδιο πηγάδι, από εκείνο το υπόγειο και ανεξάντλητο ορυχείο.

Μια ιστορία εις μνήμην της ανήσυχης νιότης, εκείνων που διψούν και αναζητούν αυτό που αενάως επιστρέφει, παραμένοντας το ίδιο πάντα. Γι’ αυτούς που έρχονται από πολύ παλιά, γι’ αυτούς που ήτανε και είναι όλοι τους παιδιά μας.  

Για τον συγγραφέα:

Ο Δημήτρης Α. Νόλλας γεννήθηκε το 1940 στην Αδριανή Δράμας από γονείς Ηπειρώτες. Η οικογένεια του εκτοπίστηκε από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στην Αθήνα και την Φρανκφούρτη νομικά και κοινωνιολογία, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του καθώς η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης, απ’ την οποία αντλούσε το εισόδημά του, τον υποχρέωσε να οδηγηθεί αρκετά νωρίς στην βιοπάλη. Έκτοτε έζησε και εργάστηκε για μεγάλα διαστήματα στην πάλαι ποτέ Δ. Ευρώπη (1962-1975). Έγραψε και ραδιοσκηνοθέτησε παιδικές εκπομπές για το ραδιόφωνο και σκηνοθέτησε για την κρατική τηλεόραση ενημερωτικές εκπομπές (1975-97). Δίδαξε τεχνική σεναρίου στο τμήμα επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου (1993-95). Στην δεκαετία του ’80 συνεργάστηκε σε σενάρια κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών με τους σκηνοθέτες Χατζή, Παναγιωτόπουλο, Αγγελόπουλο, Σμαραγδή, Λαμπρινό και Βούλγαρη. Μεταξύ 2004-2007 διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΙΚΑΡΟΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: 188 ΤΙΜΗ: € 14,00

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA