Τον Δημήτρη Μυστακίδη, τον συνάντησα σ’ ένα δροσερό στούντιο ένα μεσημέρι που η Αθήνα έλιωνε στον πρώτο καύσωνα του καλοκαιριού. Με το άνοιγμα της πόρτας, ακουγόταν η φωνή της Βιτάλη να χαϊδεύει τους καινούργιους του στίχους. Σαν σε πραγματικό deja vu, βεβαιωθήκαμε ότι είχαμε συναντηθεί ακριβώς έναν χρόνο πριν, όταν και πάλι ετοιμαζόταν να ανέβει τη σκηνή της Τεχνόπολης, με ενδιάμεσες στάσεις καραντίνας, εγκλεισμού και αποκλεισμού.
«Στην πρώτη καραντίνα, σαν συλλογικότητα, οι μουσικοί προσπαθήσαμε να βρούμε τα πατήματα μας. Πολλοί απ’ τους συναδέλφους μου ζορίστηκαν αφάνταστα. Εγώ, λόγω της ενασχόλησης μου με το Πανεπιστήμιο δεν αντιμετώπισα ζήτημα επιβίωσης, ένιωσα όμως ότι ηθικά δεν μπορώ να απέχω απ’ αυτήν τη βαρβαρότητα. Υπήρχαν 93 οικογένειες μουσικών που ζούσαν με συσσίτια στη Θεσσαλονίκη, δεν ξέρω αν είναι εύκολο να το αντιληφθείς. Όταν μας «άνοιξαν» το προηγούμενο καλοκαίρι προλάβαμε να παίξουμε για λίγο, όμως πάλι προς τα τέλη του Αυγούστου και χωρίς ξεκάθαρες κυβερνητικές αποφάσεις που θα μας κάλυπταν οικονομικά, άρχισαν να ακυρώνονται όλα. Η πανδημία φούντωνε ξανά κι εμείς δεν είχαμε κανένα δικαίωμα αποζημίωσης, μιας και οι συναυλίες μας ακυρωνόντουσαν χωρίς επίσημη εντολή από το κράτος. Εκεί, καταλάβαμε ότι έχουμε μπροστά μας μια δεύτερη πολύ δύσκολη περίοδο, όπως και έγινε. Όλος ο χειμώνας που πέρασε είχε σαν άξονα μια πολιτική πείνας με εξευτελιστικά -για όσους δικαιούνταν- επιδόματα.
Δεν ασχολούνται με τον πολιτισμό, γιατί ποτέ δεν τους ενδιαφέραμε σαν εκλογικό σώμα. Ευτυχώς για εμάς, ο πραγματικός πολιτισμός δεν έχει ανάγκη κανένα Υπουργείο. Ποιος και με ποιον τρόπο θα σταματήσει τη μουσική ή το θέατρο; Το μόνο που κατάφεραν, είναι να μας αποδείξουν για ακόμη μια φορά ότι το κράτους αδιαφορεί για τους ανθρώπους του. Δεν έχει σημασία το επάγγελμα, αν είμαστε μουσικοί ή οτιδήποτε άλλο. Είμαστε άνθρωποι με ανάγκες όπως όλοι».Θυμάμαι την τελευταία μας κουβέντα, στεκόμασταν ψηλά και κοιτούσαμε τον συναυλιακό χώρο στο Γκάζι. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι που γνωριζόμασταν χωρίς χαμόγελα, δεν δίναμε τα χέρια, δεν χορεύαμε αγκαλιασμένοι. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι και είναι πλέον το δεύτερο. «Πέρυσι, όταν παίξαμε στην Τεχνόπολη, η μάσκα ήταν υποχρεωτική μόνο μπαίνοντας και βγαίνοντας απ’ τον χώρο. Η συναυλία ήταν καταπληκτική, μιας και στα δικά μου live ο κόσμος συνήθως κάθεται. Έπειτα, το μέτρο άλλαξε και βρεθήκαμε να παίζουμε στην Καβάλα με τον κόσμο να είναι αναγκασμένος να φοράει μάσκα καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Αυτό στα αλήθεια δεν παλευόταν, ήταν απ’ τις πιο δύσκολες νύχτες της ζωής μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό που κάνω αγγίζει τους ανθρώπους που βρίσκονταν από κάτω.
Επίσης, στην καραντίνα επέλεξα να κάνω μόνο ένα live streaming, αυτό με τον Θανάση. Για εμένα, το πιο ουσιώδες είναι πάντα αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή, οπότε δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα το ότι δεν υπήρχε κοινό. Έτσι και αλλιώς, όποτε είσαι με τον Θανάση αυτό που σχεδιάζεις στην πρόβα δεν βγαίνει ποτέ στη σκηνή. Πάντα κάτι άλλο συμβαίνει, οπότε είσαι μόνιμα με μια έκπληξη. Ήμασταν όμως σίγουροι ότι να μας ακούνε πολλοί και αυτό ήταν υπέροχο. Είναι γεγονός όμως ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το δια ζώσης. Το μέλλον του live streaming, είναι να έχει πρόσβαση στις συναυλίες μας όποιος δεν μπορεί να είναι εκεί, τίποτα περισσότερο».
Ανάμεσα σε έναν οίστρο δημιουργίας και ενθουσιασμού, εσωκλείεται ο προβληματισμός. «Το διάστημα αυτό, κύλησε πολύ δημιουργικά για εμένα, μιας και μου δόθηκε ο χρόνος να κάνω πράγματα που είχα πάντα στο μυαλό μου και ποτέ δεν προλάβαινα να τα πραγματοποιήσω. Παράλληλα, συνειδητοποίησα πόσο δύσκολοι άνθρωποι είμαστε οι μουσικοί. Άπαξ και το μυαλό μας “κλειδώσει” σε μια δουλειά, δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό. Δυστυχώς, το πόσο μονοδιάστατος έγινα, το αντιλήφθηκα αρκετά μετά και έτσι παρά το καλό αποτέλεσμα, ένιωσα στεναχώρια για τη λιγοστή επαφή που θα μπορούσα να έχω με τους ανθρώπους μου και που δεν τη “χώρεσα” στο πρόγραμμα μου. Απορροφήθηκα τόσο απ’ τα όσα έκανα, που δεν πρόλαβα ούτε καν να φοβηθώ, ούτε καν να αγχωθώ για όσα γινόντουσαν.
Την περίοδο αυτή, ξεκίνησα μια νέα εργασία, στήνοντας μια ψηφιακή πλατφόρμα με εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Ένα ιδιαίτερο και πολύ μεγάλο project, που έτρεχε και τρέχει παράλληλα από τη δημιουργία νέων τραγουδιών, που γράφτηκαν από εμένα αποκλειστικά, τόσο σε στίχους, όσο και σε μουσική.
Η ψηφιακή αυτή πλατφόρμα αφορά τη λαϊκή μουσική, το ρεμπέτικο. Ξεκίνησα με έναν συνθέτη που αγαπώ και εκτιμώ πολύ, μια μεγάλη μορφή για τους κιθαρίστες, τον Κώστα Σκαρβέλη. Μέσω αυτής της πλατφόρμας, θα μπορεί κάποιος είτε να ακούει το τραγούδι που τον ενδιαφέρει σε επανεκτέλεση, είτε, αν θέλει να μπει στην εκπαιδευτική διαδικασία, θα του δίνεται η δυνατότητα να βλέπει ό,τι θέλει απ’ αυτό το κομμάτι, να ακούει το συγκεκριμένο όργανο που θέλει, καθώς και να βλέπει το επεξηγηματικό βίντεο με όλα όσα συμβαίνουν σε αυτό το τραγούδι, διαβάζοντας ταυτόχρονα την παρτιτούρα του. Στην πλατφόρμα αυτή, θα έχουν πρόσβαση όλοι και θα είναι δωρεάν για τους φοιτητές των μουσικών Πανεπιστημίων και τους μαθητές των μουσικών σχολείων. Για όσους βρίσκονται εκτός αυτών των χώρων, θα υπάρχει μια χρέωση ώστε το εγχείρημα να μπορέσει να αυτοχρηματοδοτηθεί και να επεκταθεί».
Η κουβέντα φτάνει στο ρεμπέτικο, γιατί μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς. «Το ρεμπέτικο σήμερα, είναι στα καλύτερα του. Έχει αποκτήσει πλέον πολλούς συνειδητούς ακροατές, που το ακούν επειδή κατανοούν την αξία του και όχι για όλα αυτά που υποτίθεται ότι κουβαλάει ή συμβολίζει. Πριν λίγα χρόνια, το ρεμπέτικο έπαιζε πολλούς ρόλους, με ανθρώπους να εταιροπροσδιορίζονται μέσα απ’ αυτό, το φόραγαν κουστουμάκι. Τώρα πια, αυτοί που το ακούν ξέρουν γιατί το κάνουν και έτσι δεν νομίζω ότι θα χρειαστεί να μιλήσουμε ξανά για αναβίωση του ρεμπέτικου».
Τον προηγούμενο Μάρτη, ο Δημήτρης Μυστακίδης έγραψε το «Μίλα», το πρώτο δικό του σε στίχους κομμάτι. «Το τραγούδι αυτό, προέκυψε από μια κουβέντα που είχα με τα παιδιά μου, ηλικίας 15 και 17 χρονών, όπου και συνειδητοποίησα ότι δεν ξέρουν βασικά πράγματα που έχουν συμβεί στην κοινωνία μας. Σε εκείνη την κουβέντα λοιπόν, μου είπαν ότι η μουσική που μπορούν να ακούσουν είναι το hip hop. Έτσι, σκέφτηκα πως για να με ακούσουν θα έπρεπε να γράψω ένα τραγούδι με όσα θα ήθελα να ξέρουν, με έναν διαφορετικό και ξένο προς εμένα τρόπο. Μέχρι εκείνην τη στιγμή δεν τολμούσα να πάρω προσωπικές σκέψεις και να γράψω στίχους δικούς μου. Στην καραντίνα λοιπόν, προσπάθησα κάθε σκέψη να την κάνω τραγούδι. Έτσι, υπάρχει τραγούδι που μιλάει για την έμφυλη βία, για τα ζόρια του μυαλού μας, για το προσφυγικό και όλα όσα με απασχολούν».
Στέκομαι στο κομμάτι του για την έμφυλη βία. «Εντυπωσιάστηκα από το μέγεθος των καταγγελιών στο ελληνικό #metoo. Όλοι γνωρίζαμε, αλλά δεν φανταζόμουν ότι έχουμε φτάσει σε αυτό σημείο. Για πρώτη φορά μπήκε και στο δικό μου προσκήνιο το τι είναι τελικά η πατριαρχία και έπειτα από προσωπικές αναζητήσεις, συνειδητοποίησα ότι πολλές φορές έχω λειτουργήσει και εγώ με τον τρόπο αυτό. Έτσι, άρχισα να σκέφτομαι τις συμπεριφορές μου και νομίζω ότι έχω βελτιωθεί πάρα πολύ. Θέλω να πιστεύω ότι θα τα πάμε καλύτερα, μετά τη βρωμιά που βγήκε στην επιφάνεια. Με την παρέα μου συζητάμε πλέον πώς θα βελτιωθούμε σε σχέση με το πατριαρχικό πρότυπο και αυτό νομίζω πως είναι μεγάλο βήμα για εμάς.
Έχω δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Αυτό που προσπάθησα να κάνω μετά απ’ όσα έγιναν, ήταν να μιλήσω με την κόρη μου, να της πω να μην ανεχτεί ποτέ τίποτα που δεν θέλει. Επίσης, συνειδητοποίησα πόσο διαφορετικά φερόμαστε οι γονείς στα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια. Δεν πρέπει να λέμε απλά στις κόρες μας να προσέχουν, αλλά στους γιους μας να μη γίνονται κακοποιητές. Προσπαθώ να βρω και εγώ την ισορροπία, δεν θέλω να αντιμετωπίζω την κόρη μου σαν πιο ευάλωτη, όμως ξέρω ότι κινδυνεύει περισσότερο».
Τα λόγια αυτά του Δημήτρη, μοιάζουν το πραγματικό κέρδος απ’ όλο αυτό τον κύκλο πόνου και οργής, που δεν λέει να κλείσει. Είναι η ανακούφιση της κίνησης απέναντι στην ακινησία των όσων έχουμε μάθει και που ήρθε καιρός να αλλάξουμε, είναι το καλοκαίρι που πάντα καίει τον χειμώνα, ακόμη και μέσα στους ήχους της πόλης. «Φέτος, οι συναυλίες μας θα έχουν συγκεκριμένη θεματική, μιας και συμπληρώνονται 15 χρόνια από τότε που βγήκε ο πρώτος μου δίσκος με ρεμπέτικα και κιθάρες. Ήταν η αφετηρία μιας μαγικής περιόδου για εμένα. Έτσι, θα είναι αφιερωματικά lives για εκείνον τον δίσκο που επανεκδόθηκε στις αρχές καλοκαιριού, σε διπλό επετειακό βινύλιο».