Ο Δημήτρης Μυστακίδης μερικές φορές νιώθει σαν μονοκοτυλήδονο

O κιθαρίστας Δημήτρης Μυστακίδης θα εμφανιστεί για ακόμα μια φορά στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, οπότε πρέπει για μία ακόμη φορά να αφήσει για λίγο την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Θσσαλονίκη και να έρθει στην Αθήνα. Τον συναντώ, τελικά, στο καφέ Η Ωραία Ελλάς επί της Μητροπόλεως, ελαφρώς ζαλισμένο από το ταξίδι που έκανε με το τρένο (αν και πρωινός τύπος, δεν ξύπνησε εγκαίρως και έχασε το αεροπλάνο, όπως μου λέει), στο οποίο μια ηλικιωμένη κυρία δίπλα του «μιλούσε κάθε τρεις και λίγο στο τηλέφωνο με τις φίλες της για τις στάσεις του τρένου», μην αφήνοντάς τον να κοιμηθεί.

Με το «κοντέρ» του να γράφει πια 46 χρόνια, ο Δημήτρης Μυστακίδης (που ναι, φέρνει στον Clooney) από μικρό παιδί δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με τη μουσική, ενώ συνεχίζει να δρα σιωπηλά, μακριά από τα πολλά φώτα, τα οποία, ενίοτε, τον συναντούν από μόνα τους, λόγω της εντυπωσιακής του δεξιοτεχνίας, αλλά και των αξιόλογων συνεργασιών του. Η κουβέντα του με την Popaganda μετατοπίζεται συνεχώς από τη ζωή του στη μουσική και από το παρελθόν στο παρόν και το μέλλον.

Έγινα για πρώτη φορά πατέρας στα 23 μου. Δεν έγινε κατά λάθος, το ήθελα. Η ζωή μου συμμαζεύτηκε κάπως, είχα και πιο πολλή ησυχία στη μελέτη μου. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως δεν υπήρχε σοβαρή οργάνωση και σχεδιασμός για τίποτα που αφορούσε στο μέλλον. Το μόνο που ήξερα είναι ότι μου αρέσει να παίζω. Όλα έγιναν για τη μουσική, με έναν τρόπο.

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσα εκεί, πήγα σχολείο εκεί. Στα χρόνια εκείνα, η Θεσσαλονίκη πολιτιστικά ήταν πολύ μπροστά. Μόνο να σκεφτείς πόσα συγκροτήματα και καλλιτέχνες μάς βγήκαν τότε…

Η μουσική μου πορεία έχει σχέση με τα ακούσματα των γονιών μου. Οι επιλογές στο μέρος που μεγάλωσα δεν ήταν πάρα πολλές, η μουσική ήταν μια πραγματική διέξοδος, για όποιον ήθελε να κάνει κάτι. Όπου έβρισκες φως, χτύπαγες και έμπαινες. Οι άνθρωποι, ιδίως οι νέοι, χωρισμένοι σε ομάδες το πάλευαν, άλλοι με το θέατρο, άλλοι με τη μουσική. Για να πάμε σε ωδεία και σε σχολές, έπρεπε να πάμε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που εμάς μας φαινόταν αδιανόητο, πολύ μακριά. Έτσι, μαθαίναμε μουσική παίζοντας. Και ακούγοντας, βέβαια.

Αν μπορούσα να χαρακτηρίσω επιρροή τα πρώτα groups με τα οποία ήρθα σε επαφή, θα έλεγα ότι ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι τι είναι αυτό που θέλω να κάνω, χάρη σε όλα εκείνα τα παιδιά που μαζεύονταν και έπαιζαν καλά και με ψυχή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Κάποια στιγμή στα εικοσικάτι μου σκέφτηκα σοβαρά το ενδεχόμενο να κατέβω στην Αθήνα. Ευτυχώς, όμως, μου πέρασε.  Δεν σπούδασα τίποτα. Ξεκίνησα, πάντως, φέτος να σπουδάζω Ελληνικό Πολιτισμό στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, κάτι που ήθελα πολύ και με ενδιέφερε.

Και σε σκυλάδικα, πάντως, έχω δουλέψει και όπου μπορείς να φανταστείς. Στα νιάτα μου, έπαιζα πάντα το όργανο που χρειαζόταν η ορχήστρα και δεν βρισκόταν άλλος να το παίξει. Γιατί με ενδιέφερε απλώς να παίζω μουσική. Έχω παίξει σε σκυλάδικα, μπουάτ, ταβέρνες, όπου να ‘ναι.  Χαρτούρα δεν πέτυχα ποτέ, γιατί, όχι, σε πανηγύρι δεν έχω παίξει. Εκεί τη συναντούσε κανείς την περίφημη χαρτούρα, αυτά τα πολλά χιλιάρικα που σκορπιόντουσαν στην επαρχία κάποτε. Ίσως ακόμη και τώρα.

Επί εικοσιπενταετίας δούλευα σχεδόν επταήμερο. Και να σου πω κάτι; Δεν μελέτησα ποτέ. Η μελέτη μου ήταν πολύ συγκεκριμένη και είχε πάντα να κάνει με αυτό που είχα να παίξω. Τελικά, όμως, φαίνεται πως μαζεύτηκαν πολλά.

Η πρώτη μεγάλη συνεργασία που έκανα ήταν με το Νίκο Παπάζογλου. Γύρισα από το στρατό, δούλεψα δυο χρονιές σε κάτι μπουάτ και την τρίτη χρονιά με πήρε ο Νίκος μαζί του. Έμεινα μαζί του 12 χρόνια και κάναμε πάρα πολλές συναυλίες. Έπαιζε μόνο τα καλοκαίρια, κυρίως γιατί δεν μπορούσε να μαζέψει την ορχήστρα τον χειμώνα μιας και όλοι δουλεύαμε σε μαγαζιά. Έτσι μια χρονιά μας έκανε πρόταση ιστορική. Μας πλήρωνε για να μην δουλεύουμε! Με την συμφωνία βέβαια ότι θα παίζαμε μαζί δυο φορές τον μήνα. Τελικά παίξαμε δυο φορές όλο το χρόνο.

Εδώ και δώδεκα χρόνια συνεργάζομαι με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Είναι πολύ ξεροκέφαλος και συγχρόνως δοτικός και ανοιχτός στους μουσικούς του. Εγώ, προσωπικά, πρώτη φορά που ένιωσα ότι έχω χώρο να παίξω, ήταν στις συναυλίες με τον Θανάση. Αλλά, μαζί με την απόλυτη ελευθερία, ο Θανάσης επιμένει και στην απόλυτη πειθαρχία, είναι κάτι το διπολικό αυτό το πράγμα. Για το τελικό αποτέλεσμα, τον λόγο τον έχει πάντοτε αυτός.

Εκτός από το να παίζω μουσική, τη διδάσκω κιόλας και είναι κάτι που αγαπώ πολύ. Αν με έβαζες να διαλέξω, θα διάλεγα το παίξιμο, τις συναυλίες, τα στούντιο. Αλλά και η διδασκαλία είναι ένα βασικό κομμάτι της δουλειάς και της ζωής μου. Όταν μου ζήτησαν να διδάξω στο ΤΕΙ της Άρτας (Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής ΤΕΙ Ηπείρου) είχα κάνει ήδη δισκογραφία και έπαιζα χρόνια. Αλλά μόνο όταν ξεκίνησα να διδάσκω, μπήκα στη διαδικασία της ανάλυσης, κατάλαβα τι παίζω ακριβώς.

Δεν έχω συνθέσει ακόμα τίποτα. Οι διασκευές είναι σίγουρα μια δημιουργική διαδικασία, αλλά δεν έχουν σχέση με τη σύνθεση. Έχω κάτι στο συρτάρι, αλλά ακόμα δεν ξέρω τίποτα. Άσε που, επειδή έχω παίξει με όλους αυτούς τους σημαντικούς συνθέτες, ό, τι και να πάω να γράψω μου θυμίζει κάτι από αυτούς, κάτι το οποίο με ενοχλεί. Θέλω αυτό που θα κάνω να έχει δική του προσωπικότητα, δεν θέλω να γράψω πέντε τραγούδια που να μοιάζουν με άλλα. Θέλω, επίσης, κάποια στιγμή να κάνω μουσική για το θέατρο. Μια φίλη μου το ζήτησε πρόσφατα και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Υπάρχει, επίσης, κάτι όμορφο που ετοιμάζω και δεν ξέρω αν πρέπει ή αν θέλω να το πω, γιατί κρίνω πως είναι νωρίς. Φαντάσου τρεις κιθάρες από διαφορετικά στιλ που θα βρουν έναν κοινό δρόμο συνεργασίας, μετά από ομαδική δουλειά, φυσικά.

«Δεν είμαι κατά των συνεντεύξεων. Και σε ένα πρωινάδικο θα έλεγα αυτά που έχω να πω και ας επικοινωνούσαν μόνο σε έναν από τους δέκα χιλιάδες τηλεθεατές. Το ίδιο ισχύει και για τους χώρους. Μπορώ να βρίσκομαι σε ένα μικρό μαγαζάκι ή σε έναν συναυλιακό χώρο και για εμένα να επικρατεί η ίδια ένταση συναισθήματος όσο παίζω» 

Με ενδιαφέρει, γενικώς, ό,τι κάνω να μπορώ να το μοιραστώ με τον κόσμο. Θα ήθελα, αργότερα ενδεχομένως, να κάνω ένα δίσκο για τον Σκαρβέλη, που με ενδιαφέρει πολύ ως συνθέτης και που οδήγησε ψηλά τη λαϊκή κιθάρα. Θέλω, όμως, να γίνει σωστά και να καταγραφεί όπως πρέπει, μέσα από τη δουλειά αυτή, το έργο του.

Εκτός από το να παίζω, μου αρέσει και να ακούω μουσική, φυσικά. Απλώς, όταν εντοπίζω κάτι που μου αρέσει, το ακούω με προσοχή και από πολλές εκτελέσεις. Ας πούμε, το τελευταίο διάστημα έχω κολλήσει με τον Johnny Cash.

Τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μου τα αντιλαμβάνομαι σαν αφορμές για να πάρω ένα δρόμο κάθε φορά. Δηλαδή, έχω κάτι εγώ στο μυαλό μου κι ύστερα, αναζητώ μουσικές που θα με οδηγήσουν στον πυρήνα αυτού που θέλω να φτιάξω.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Μέχρι τα 23 είχα πετύχει το όνειρό μου, είχα γίνει μουσικός. Δηλαδή έκανα κάποιες εμφανίσεις, συμμετείχα σε διάφορες δουλειές, έπαιζα μέρα νύχτα… Από κει και ύστερα, όλα ήταν και συνεχίζουν να είναι κέρδος, κάτι επιπλέον δηλαδή.

Δε φτάνει μόνο να είσαι καλός μουσικός. Ας πούμε, δεν συνεργάστηκα τόσα πολλά χρόνια με το Νίκο Παπάζογλου και, πια, με τον Θανάση, απλώς επειδή έπαιζα καλά. Μπορεί η τύχη να βοηθήσει και να  μπεις  μέσα σε ένα χώρο, το θέμα είναι πώς παραμένεις. Χρειάζεται ισορροπία, να θέτεις εσύ τα όριά σου και, κάποτε, και τους όρους σου. Έχω φύγει αρκετές φορές από χώρους και σχήματα, αλλά δεν μου έχει πει ποτέ κανείς «φύγε».

Έχω φίλους από τον χώρο της μουσικής. Ίσως όχι ανθρώπους που θα τους πάρεις να τους πεις τον πόνο σου, ας πούμε, αλλά σίγουρα ανθρώπους που διατηρείς ένα καλό επίπεδο επικοινωνίας και αλληλοσεβασμού. Εκτιμώ πολλούς συναδέλφους. Ένας από αυτούς, που θεωρώ πως είναι κορυφαίος μουσικός είναι ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, που έπαιζε και με τις Τρύπες. Το μυαλό του είναι πολύ μπροστά. Μου αρέσει πολύ και ο Δημήτρης Λάππας. Γενικώς, μου αρέσουν οι μουσικοί που κάνουν κάτι αναγνωρίσιμο, με την έννοια της ταυτότητας.

Πιστεύω ότι η όποια δική μου αναγνωρισιμότητα οφείλεται στις ώρες δουλειάς που έχω ρίξει. Επίσης, οι δουλειές μου είναι λίγο πιο εύκολα προσβάσιμες σε πολύ κόσμο. Τα cd, που έχω κάνει μπορούν να παιχτούν παντού: σε ένα μεζεδοπωλείο, σε ένα μπαράκι… Του Μπάμπη, ας πούμε, οι μουσικές δεν μπορούν να παιχτούν παντού.

Θεωρώ, πάντως, βλακώδες και λάθος να συγκρίνει κανείς μουσικούς. Είναι σα να συγκρίνεις τη μπανάνα με το μήλο και να λες ποιο είναι καλύτερο φρούτο από τα δύο. Κάποιοι μουσικοί είναι κορυφαίοι στα πάλκα, άλλοι λειτουργούν καλύτερα όταν ηχογραφούν. Όλοι μου αρέσουν. Και βέβαια, υπάρχουν ένα σωρό πιτσιρικάδες που παίζουν καταπληκτικά, έχει τύχει να ακούσω πολύ ωραίες κιθάρες τον τελευταίο καιρό.

Ένα άλλο λάθος που κάνει ο κόσμος, καμιά φορά, είναι να συνδέει τους μουσικούς με τους τραγουδιστές. Το ότι έχει παίξει, ας πούμε, ο Καραντίνης με τον Ρέμο, δε λέει τίποτα ούτε για τον Καραντίνη, ούτε για τον Ρέμο. Αν διατηρείς το προσωπικό σου στιλ, όπου και να βρεθείς, παραμένεις αυτός που είσαι. Έτσι πιστεύω.

Όταν θες να κάνεις ένα πράγμα καλά, δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς πολύ και με άλλα. Γι’ αυτό, ας πούμε, εγώ δεν μπήκα ποτέ παικτικά στα λημέρια της ροκ και της τζαζ. Ασχολήθηκα με τη λαϊκή κιθάρα. Υπάρχουν πολλές ώρες και μέρες και χρόνια δουλειάς πίσω από κάθε συναυλία ή εμφάνιση.

Ο κόσμος έχει μάθει να «προσέχει» το μπουζούκι, καθώς αυτό είναι το κατ’ εξοχήν όργανο του λαϊκού τραγουδιού. Εγώ, τα τελευταία χρόνια, προσπαθώ με τις δουλειές μου να αναδείξω και την κιθάρα, να της δοθεί η σημασία που της αξίζει πάνω στο λαϊκό πάλκο. Νομίζω, ότι έχει ήδη αρχίσει μια καλή πορεία ως προς αυτό το θέμα. Ο κόσμος, πια, τη γουστάρει και την αναγνωρίζει. Βέβαια, η λαϊκή κιθάρα δεν έχει βρει ακόμα στη θέση που της πρέπει στον χώρο της εκπαίδευσης. Ναι στο μπουζούκι, αλλά γιατί να λείπει από τα ωδεία και η λαϊκή κιθάρα;  Αυτό το όργανο ήταν πάντοτε εδώ, στην Ελλάδα. Σε όλες τις εποχές  και τα είδη του τραγουδιού. Απλά, δεν είχε ρόλο πρωταγωνιστικό, εκτός την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά που απαγορεύτηκε το μπουζούκι, ήρθε η διέξοδος μέσω της κιθάρας. Οι άνθρωποι προσαρμόστηκαν και συνέχισαν να γράφουν λαϊκή μουσική, με προεξάρχουσα, όμως τώρα, την κιθάρα. Η κιθάρα, τέλος πάντων, είναι οικουμενική, ένα όργανο που αναγνωρίζει ο κόσμος σε όλον τον πλανήτη.

Δεν είμαι κατά των εμφανίσεων σε εκπομπές, ούτε κατά των συνεντεύξεων. Και σε ένα πρωινάδικο, ας πούμε, εγώ θα έλεγα αυτά που έχω να πω και ας επικοινωνούσαν μόνο σε έναν από τους δέκα χιλιάδες τηλεθεατές. Το ίδιο ισχύει και για τους χώρους. Μπορώ να βρίσκομαι σε ένα μικρό μαγαζάκι ή σε έναν συναυλιακό χώρο και για εμένα να επικρατεί η ίδια ένταση συναισθήματος όσο παίζω. Εννοείται πως είμαι επιλεκτικός με τους χώρους και για μένα μετράει πολύ και η στάση του επιχειρηματία, αλλά και το τι κόσμος έρχεται. Ελέγχω, πια, τις συνθήκες λίγο παραπάνω. Δεν έχει να κάνει με το μέγεθος του χώρου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Όταν ανεβαίνεις στο πάλκο κι ετοιμάζεσαι να παίξεις μπροστά σε κόσμο, πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα. Συχνό το φαινόμενο της ασέβειας απέναντι στους μουσικούς από μεριάς κόσμου, που μιλάει δυνατά και δεν ακούει τη μουσική επί της ουσίας. Χρειάζεται, λοιπόν, εσύ ως μουσικός να μιλήσεις στη γλώσσα τους, να βρεις μια βάση συνεννόησης. Και λίγο λίγο θα χτίσεις το κλίμα. Εννοείται πως αρκετές είναι οι φορές που ούτε αυτό πιάνει κι εκεί είναι θέμα δικό σου το πώς θα φερθείς. Κάποιοι σηκώνονται και φεύγουν, άλλοι συνεχίζουν αμέριμνοι να κάνουν τη δουλειά τους. Θυμάμαι, πάντως, μια φορά στην Πορτογαλία, σε ένα μαγαζί όπου έπαιζαν φάντος, τη δικιά τους, δηλαδή, λαϊκή μουσική. Εκεί επικρατούσε το εξής σύστημα: ο κόσμος έτρωγε, έπινε, φασαρία και λοιπά, μέχρι που έβγαινε η ορχήστρα φωτισμένη για λίγα τραγούδια. Απόλυτη ησυχία ο κόσμος. Μετά από μερικά τραγούδια παύση η ορχήστρα και πάλι φαγητό και κουβέντα. Κάπως έτσι κύλησε η βραδιά. Στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από κανένα μαγαζάτορα αυτή η διαδικασία, πίστεψέ με, γιατί θα σου πει πως αν δεν παίζεις συνεχόμενα, δεν παίζεις. Πιστεύω, όμως, πως πρέπει να βρούμε έναν  τρόπο να δοθεί χρόνος και στους μουσικούς και στους ανθρώπους που βγήκαν για να διασκεδάσουν και να μιλήσουν.

Δεν με ενοχλεί το internet, ως προς το πώς διακινείται εκεί μέσα η μουσική. Αλλά, η αξία ενός δίσκου είναι ασύγκριτη. Σίγουρα, κανείς δεν περιμένει να βγάλει χρήματα από τη δισκογραφία, πια. Αλλά, πιστεύω πως το φυσικό προϊόν, το χειροπιαστό, δεν θα σταματήσει ποτέ να υπάρχει. Το Εσπεράντο πήγε πάρα πολύ καλά. Ο κόσμος στήριξε, το αγόρασαν πολλοί άνθρωποι. Δεν το φανταζόμουν ποτέ αυτό το πράγμα, έτσι, σε τέτοιο βαθμό. Πλέον, πρέπει, βλέπεις, να μπαίνει στη συζήτηση και η διαδικασία της προώθησης της δουλειάς σου. Εγώ δεν είχα, ούτε έχω ιδέα από αυτά τα πράγματα, τα οποία επιμελείται με οργάνωση και επιτυχία η σύντροφός μου. Δεν γίνεται, άλλωστε, να τα κάνεις και όλα μόνος σου!

Mέχρι και πριν από πέντε χρόνια, δεν έκανα τίποτα άλλο εκτός από δουλειά. Η δουλειά μου είναι βασικό κομμάτι της ζωής μου, για να μην πω ένα με αυτή. Αυτό που μου αρέσει είναι ότι δεν είμαι αναγκασμένος να ζώ υπακούοντας σε συγκεκριμένα ωράρια. Διακοπές έκανα σπάνια. Κάθε φορά που πήγαινα σε πόλεις, νησιά, χωριά, εντός και εκτός Ελλάδας, το έκανα για δουλειά. Πάντως, μπορώ να πω ότι κάθε φορά που φεύγω εξωτερικό, λέω «πότε θα γυρίσω». Εννοείται πως μου έχουν αρέσει ορισμένα μέρη που έχω δει, όπως ας πούμε η Βαρκελώνη, η Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο. Αλλά σαν την Ελλάδα και τον τρόπο ζωής που έχω βρει εγώ εδώ πέρα, πουθενά, κατά την άποψή μου. Δεν θα μπορούσα να ζήσω στο εξωτερικό.

Δεν προγραμματίζω τα πράγματα σε κανένα επίπεδο. Μόνο το τώρα, άντε και το αύριο κοιτάζω. Το αύριο κυριολεκτικά. Το «σε μια βδομάδα» και «σε ένα μήνα» είναι πολύ μακριά. Μετά από μια πολύ δύσκολη και μακροχρόνια φάση που πέρασα στα νοσοκομεία, είδα πάρα πολύ κόσμο να καταρρέει δίπλα μου. Εκεί, λοιπόν, λες: «κάτσε μάγκα, δεν πάει έτσι, πάρ’το αλλιώς!» και νιώθεις πόσο πολύ πρέπει να εκτιμάς αυτό που έχεις και αυτό που κάνεις τώρα, αυτή τη στιγμή.

Δεν έχω χρόνο να κάνω άλλα πράγματα, πέραν της μουσικής. Θέλω πάντα να διαβάσω ένα βιβλίο, να δω μια ταινία, έρχονται έτσι, όμως, οι μέρες  που δεν προλαβαίνω. Και οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε ένα πράγμα και έχουν φτάσει σε ένα επίπεδο έχουν χάσει πολλά. Εμένα μου θυμίζουν τα μονοκοτυλήδονα. Όλα δυστυχώς έχουν ένα κόστος.


Ο Δημήτρης Μυστακίδης θα εμφανιστεί μια τελευταία φορά στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο (Κεντρική Σκηνή), την Παρασκευή 1 Απριλίου, 22:30, όπου θα ερμηνεύσει κορυφαία ρεμπέτικα τραγούδια από όλο το φάσμα της ιστορίας του ρεμπέτικου, με κύριο κορμό τα κομμάτια που υπάρχουν στους δύο «κιθαριστικούς», προσωπικούς του δίσκους: τα 16 Ρεμπέτικα Με Κιθάρα και το πρόσφατο Εσπεράντο. Στη βραδιά θα συμμετέχουν: Δήμητρα Γαλάνη, Ματούλα Ζαμάνη, Χρήστος Θηβαίος, Γιώτα Νέγκα, Ελένη Τσαλιγοπούλου.
Γεωργία Δρακάκη