Ήταν οκτώμισι το βράδυ όταν τα μέτρησε για τρίτη φορά. Στη πραγματικότητα, ο Γιώργος Παλιός – έμπορος ανδρικών ενδυμάτων – δεν χρειαζόταν καμιά. Ήξερε πολύ πριν κλείσει το μαγαζί ότι μέσα στην ταμειακή υπήρχαν πεντακόσια τριάντα έξι, ζεστά κι ολόφρεσκα ευρουλάκια, συν κάτι ψιλά. Το ήξερε και παρ΄ όλα αυτά εξακολουθούσε να τα μετράει απαλά, με μια ηδονή, σαν να χάιδευε σφιχτό κορμί γυναίκας λίγο πριν συμπληρώσει τα τριάντα. Άρχισε να κάνει τους λογαριασμούς του. Ογδόντα ευρώ στην άκρη για το ενοίκιο της μέρας, και εκατόν εβδομήντα οχτώ για τη πληρωμή του εμπορεύματος που είχε πουλήσει σήμερα. Μετά ξεκίνησε στο κομπιουτεράκι έναν πολύπλοκο υπολογισμό, με μια εξίσωση δικής του εφεύρεσης, που στο πολύ απλοποιημένο του ήταν ένα ποσό επιχειρηματικού ρίσκου, που περιλάμβανε στοιχεία ηλικίας, οικογενειακής και προσωπικής κατάστασης, οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα και σε παγκόσμιο επίπεδο και μερικά ακόμη που τα κρατούσε εφτασφράγιστο μυστικό. Έβγαλε στην άκρη άλλα πενήντα πέντε ευρώ σύνολο τριακόσια δεκατρία. Τα έβαλε στη μυστική του κρύπτη, έριξε μερικά τιμολόγια και λογαριασμούς στο χρηματοκιβώτιο κι έβαλε τα υπόλοιπα διακόσια είκοσι στην τσέπη του. Τα τρία μεταλλικά και μερικά ακόμα ψιλά τα άφησε στην ταμειακή. Καθόλου άσχημο μεροκάματο για ένα μικρό μαγαζί ρούχων εν μέσω του κυκλώνα της οικονομικής κρίσης, σκέφτηκε όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο άγνωστος.
Μόλις τον αντίκρισε ένοιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά και την τσέπη του. Έμοιαζε με αλλοδαπό και ήταν σε άθλια κατάσταση. Κάτι απροσδιόριστο στο παραπονεμένο βλέμμα του, τον έκανε να ηρεμήσει κάπως, σίγουρα δεν έμοιαζε με εγκληματία. Αμέσως σκέφτηκε όλες τις δικαιολογίες που είχε πρόχειρες για να αποφύγει την ελεημοσύνη και να τον διώξει. Ο άγνωστος φορούσε ένα σκούρο μπουφάν, που η λίγδα το έκανε να αντανακλά στο φως λες και ήταν λαμέ. Πλησίασε κι όλα πάνω του μύριζαν εγκατάλειψη. Άρχισε να μιλάει γρήγορα, σε μια προσπάθεια να πει αυτά που έχει να πει, πριν τον διώξουν.
– Σε παρακαλώ, άκουσέ με, δεν ήρθα για να ζητιανέψω. Με λένε Ντεμίρ και είμαι Κούρδος. Είμαι πάνω από έξι χρόνια στην Ελλάδα. Στην αρχή είχα δουλειά και τα έβγαζα πέρα. Εδώ και μερικούς μήνες κάνω ένα δυο μεροκάματα τη βδομάδα κι αν. Τώρα τελευταία κανένα. Έχω απόλυτη ανάγκη από δουλειά. Οποιαδήποτε δουλειά. Εδώ, στο σπίτι σου, στα χωράφια σου. Δεν θέλω λεφτά. Μόνο μια μερίδα φαγητό. Για όσο καιρό θέλεις. Είμαι στα όριά μου. Κοιμάμαι σε ένα παλιό παρατημένο φορτηγό. Έχω να φάω δυο μέρες. Δεν έχω ούτε ένα ευρώ πάνω μου. Μετά από δω θα πάω να κλέψω για να με βάλουν φυλακή κι έτσι να μπορέσω να σωθώ για λίγες μέρες. Σωτηρία με ημερομηνία λήξης. Γατί μετά θα με απελάσουν και η αυτοκτονία θα με περιμένει στα μπουντρούμια της πατρίδας μου.
Η ωμότητα της εξομολόγησης συντάραξε τον Παλιό. Είχε μπροστά του ένα παλληκάρι, που ενώ μπορούσε να λυγίσει σίδερα και να στύψει πέτρες, ξεπουλούσε την εργατική του δύναμη για μια μερίδα φαγητό. Πού έχουμε καταντήσει, είπε μέσα του κι ανατρίχιασε ολόκληρος. Σοβαρά προβληματισμένος, άρχισε να εξετάζει την κατάσταση. Δουλειά δεν είχε να του προσφέρει. Το μαγαζάκι του, που μπορεί σήμερα να έκανε την υπέρβαση όσον αφορά τις εισπράξεις, ίσα που του επέτρεπε να συντηρεί την οικογένειά του και να σπουδάζει τα δυο παιδιά του. Στο σπίτι η γυναίκα του έφτανε και περίσσευε. Ένα μικρό τριαράκι, που το αγόρασε μετά από είκοσι χρόνια γάμου και ατελείωτης δουλειάς. Χωράφια δεν είχε. Αλλά δεν μπορούσε και να τον αφήσει έτσι. Θα τον έστελνε αύριο σε ένα γνωστό του που είχε ανάγκη από έναν εργάτη. Του το είπε κι αυτός γεμάτος ευγνωμοσύνη, επιχείρησε να του φιλήσει τα χέρια. Τον απέτρεψε ενοχλημένος ενώ μια προκλητική ιδέα άστραψε σαν φλας στο μυαλό του.
– Και δεν μου λες Ντεμίρ, είπες ότι πεινάς;
– Σαν λύκος. Χτες το βράδυ έφαγα για τελευταία φορά ένα πορτοκάλι με τα φλούδια του.
– Καλά μη νομίζεις κι εγώ ένα μήλο έφαγα χωρίς τα φλούδια του. Λοιπόν θα σου κάνω το τραπέζι και δεν σηκώνω κουβέντα. Υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι με τα ρούχα σου, αλλά είμαστε στο κατάλληλο μέρος για να το λύσουμε.
Του διάλεξε ένα καλό μπουφάν, ένα βαμβακερό πουκάμισο κι ένα τζιν παντελόνι. Τον έβαλε να ντυθεί με το ζόρι και τον υποχρέωσε να πετάξει τα κουρέλια.
Πάνε εξήντα τέσσερα ευρώ κεφάλαιο, τον τσίγκλησε ο εμποράκος μέσα του. Σκάσε τσιφούτη, δεν είναι τα πάντα στη ζωή λεφτά, του ανταπάντησε μια φωνή που ερχόταν από ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Μια φωνή που τον εξέπληξε μιας και ήταν απολύτως σίγουρος ότι δεν υπήρχε πια. Ο εμποράκος, ζαλισμένος κι αυτός από το πρωτοφανές ξέσπασμα, λούφαξε χωρίς να βγάλει κιχ.
Τηλεφώνησε στη γυναίκα του, της είπε ότι θα πάει για καφέ με έναν προμηθευτή και θα αργήσει. Έτσι κι αλλιώς το βράδυ έτρωγε ένα μήλο και αυτό ξινό ή κανένα γιαούρτι με μηδέν λιπαρά, έτσι για ποικιλία. Μπήκαν στο αμάξι του και πήγαν προς το κέντρο. Στον δρόμο ήταν κι οι δυο σιωπηλοί, χαμένοι στις σκέψεις τους. Ο Παλιός ένοιωθε μια ανεξήγητη έξαψη και δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Αισθανόταν έντονη την επιθυμία να ξεφύγει από όλα αυτά που τον κυνηγούσαν με μανία μια ζωή. Να κάνει κάτι το ανατρεπτικό, κάτι που του φαινόταν αδιανόητο με τα μέχρι τώρα δεδομένα του. Η δουλειά τον είχε μετατρέψει σε αυτό που η νιότη του χλεύαζε. Το είχε όμως αποδεχτεί κι είχε συμβιβαστεί με την εξέλιξη χρόνια τώρα. Πώς διάολο αυτό ξαναβγήκε στην επιφάνεια; Πόσα χρόνια σου μένουν ακόμα γέρο μου για να τα σπαταλάς σε μια τρύπα; αναρωτήθηκε κι απάντηση δεν πήρε. Ξέχασες ότι πριν από τέσσερα χρόνια είδες το ραδίκι ανάποδα; Τώρα θα σε είχαν ξεχάσει ακόμα και οι πέτρες, συνέχισε τον εξάψαλμο.
Η αλήθεια είναι ότι μετά το έμφραγμα, η ζωή του είχε αλλάξει άρδην. Έκοψε το τσιγάρο μαχαίρι, περιόρισε τα ποτά στο απολύτως ελάχιστο αι άλλαξε δια παντός την διατροφή του. Αποχαιρέτησε τα τηγανητά, τα κρέατα πλην του κοτόπουλου, τα τυριά και τα αλλαντικά και γενικά ό,τι του άρεσε. Περιορίστηκε, θέλοντας και μη, σε νερόβραστα λαχανικά, σε όσπρια και ρύζια, σε φρούτα και σαλάτες. Βουνά από σαλάτες κάθε είδους. Και τώρα η καταθλιπτική ιστορία του Ντεμίρ έκανε το μάτι του να γυαλίζει επικίνδυνα. Σταμάτησε έξω από το Πέτρινο, το καλύτερο εστιατόριο της πόλης κι έδωσε τα κλειδιά στον παρκαδόρο απορώντας με τον εαυτό του. Το συγκεκριμένο εστιατόριο είχε τη φήμη πολύ ακριβού μαγαζιού. Ο Παλιός ποτέ του δεν είχε πάει και θυμήθηκε με ένα ελαφρό μειδίαμα, ότι τη μια και μοναδική φορά που η γυναίκα του πρότεινε να πάνε εκεί, αυτός της είχε απαντήσει ότι βγήκαν για να φάνε τα ψαράκια τους και όχι για να κάνουν επίδειξη. Πάνε τα διακόσια ευρουλάκια, κλάφτηκε ο εμποράκος μέσα του. Εσύ μούγκα, τον αποστόμωσε και διάλεξε ένα τραπέζι σε μια ήσυχη γωνιά κοντά στο τζάκι. Ο σερβιτόρος πεντακάθαρος, καλοντυμένος και με ένα ευγενικό χαμόγελο, πλησίασε με δυο καταλόγους στα χέρια.
– Δεν θέλουμε καταλόγους, του είπε ο Παλιός. Φαγητό για δύο. Το αφήνω πάνω σου. Βάλε τα δυνατά σου και εντυπωσίασέ μας.
– Μάλιστα κύριε. Τι προτίμηση έχετε, ψάρι ή κρέας;
– Κρέας, για να μας κρατήσει λίγο.
Ο εμποράκος έβαλε τα μεγάλα μέσα. Είδε κι απόειδε ότι με τις παραινέσεις και τις κλάψες δεν βγαίνει τίποτα και του έδωσε ένα ντιρέκτ κάτω από τη μέση. Φίλε καρδιακέ με μέτρο, σκέψου τη χοληστερίνη σου. Άντε γαμήσου και συ και η χοληστερίνη. Και πάρε και την πίεση μαζί να κάνετε παρτούζα! Με ύφος θριαμβευτικό, αλλά κι έκπληκτο για αυτό που μόλις είχε ξεστομίσει μέσα του, ήπιε ένα ποτήρι μεταλλικό νερό.
Το μενού περιλάμβανε για πρώτο πιάτο κρέπα Πάρμας με ζαμπόν Πάρμας, παρμεζάνα, έμμενταλ και άρωμα μοσχοκάρυδου. Συνοδευόταν από σως παρμεζάνας με πολύχρωμες πιπεριές κι ένα κλωναράκι φρέσκο μαϊντανό. Ένα ξεχωριστό πιάτο με ποικιλία τυριών. Στη μέση του ένα στρογγυλό κομμάτι από γνήσιο ροκφόρ Γαλλίας και γύρω του τριγωνικά κομμάτια από γραβιέρα Νάξου, λαδοτύρι Μυτιλήνης, γαλλικό κομπτέ και ιταλικό προβολόνε. Η σαλάτα με κινέζικο μαρούλι, ρόκα, φινόκιο, καρυδόψιχα ολόκληρη, τυρί μοτσαρέλα και σως από ελαιόλαδο, μπαλσάμικο ξύδι, μέλι, μουστάρδα ντιζόν και κόκκους ροδιού.
Ο σερβιτόρος άνοιξε ένα μπουκάλι λευκό κρασί από Αθήρι βουνοπλαγιάς Ρόδου κι έβαλε μέσα στα κρυστάλλινα ποτήρια τους ενώ παρέμεινε όρθιος από πάνω τους με το μπουκάλι στο χέρι. Ο Παλιός του έκανε νόημα να το αφήσει και να αποχωρήσει. Έμειναν για λίγο ακίνητοι, ανήμποροι να ορθώσουν λέξη, μαγεμένοι με αυτό που έβλεπαν. Ο Παλιός με χέρια που έτρεμαν από συγκίνηση έκανε τη πρώτη κίνηση και χτύπησε μια γερή δόση κρέπας. Ακολούθησε ο Ντεμίρ που μόλις κατέβασε τη πρώτη μπουκιά άρχισε να εισπνέει μεγάλη ποσότητα αέρα με ένα παρατεταμένο ιιιι θαυμασμού που μόλις έφτανε στο λάρυγγα μάγκωνε και στριμωχνόταν αφήνοντας πίσω του ένα ήχο που θύμιζε γδαρμένο ρο. Μπουκιά και λαρυγγισμός.
– Πιες λίγο κρασί να μαλακώσει ο ουρανίσκος, του είπε ο Παλιός.
Τσούγκρισαν τα ποτήρια κι ευχήθηκαν υγεία πάνω από όλα. Το κρασί ήταν διαυγές και είχε χρώμα κιτρινωπό που όταν το χτύπαγε το φως σε συνδυασμό με το λευκό τραπεζομάντηλο φλέρταρε με το πράσινο. Στο στόμα άφηνε ένα διακριτικό άρωμα εσπεριδοειδών και λευκόσαρκων φρούτων μετατρέποντας την όλη διαδικασία σε μια αξέχαστη εμπειρία χαράς και φρουτώδους ευεξίας.
Ακολούθησε το κυρίως πιάτο: Μενταγιόν από χοιρινό φιλέτο σχάρας με σως τριών πιπεριών, συνοδευόμενο από τρίχρωμο πουρέ λαχανικών με πατάτα, καρότο και σπανάκι. Το κρασί αυτή τη φορά ήταν Vinsanto από το κτήμα Αργυρού με είκοσι χρόνια παλαίωση.
Ο Παλιός ένοιωσε εκείνη την ταραχή που τον περιτύλιγε πιτσιρικά, κάθε φορά που αντίκριζε την γειτόνισσα από το διπλανό μπαλκόνι που μόλις είχε ξυπνήσει και τέντωνε τα χέρια της ενώ τα βυζιά της πήγαιναν πέρα δώθε λες και τον χαιρετούσαν. Μόνο που αυτή τη φορά, για πρώτη φορά, την είχε εδώ μπροστά του, ξαπλωμένη στο τραπέζι, αφράτη, λαχταριστή και μοσχοβολούσα. Δοκίμασε κι έκλεισε τα μάτια. Η μπουκιά, αφού παρέλυσε τη γλώσσα, άρχισε να κατεβαίνει σκορπίζοντας στο διάβα της ρίγη συγκίνησης κι ανατριχίλας. Μόλις στρογγυλοκάθισε στον πάτο του στερημένου στομαχιού, περίμενε με ανυπομονησία τη γουλιά του κρασιού. Αυτό, πορτοκαλοκίτρινο με χρυσές ανταύγειες, και προκλητικά αρωματικό, υπεροπτικό, με τον αέρα των είκοσι χρόνων της παλαίωσής του, άρχισε να κυλάει αβίαστα και μελωδικά προς τα κάτω. Συνάντησε τη μπουκιά και χωρίς συστάσεις δημιούργησε μια χημική ένωση που απελευθέρωσε έναν αρχέγονο λυγμό που έψαχνε μανιωδώς τον τρόπο να απελευθερωθεί μέσα από το μόνο δρόμο που γνώριζε και μπορούσε, τα μάτια.
Έντρομος, προσπάθησε να συγκρατηθεί και κοίταξε τον Ντεμίρ. Αυτός έτρωγε και έκλαιγε χωρίς ντροπή, χωρίς καμιά προσπάθεια να κρυφτεί, αμίλητος, ήρεμος, ευτυχισμένος.
Ολοκλήρωσαν μέσα σε ένα κρεσέντο απόλαυσης και θαυμασμού. Κάπου όμως στο πολύ βάθος, σε ένα μικρό και ανεξερεύνητο κοίλωμα του στομαχιού υπήρχε ένα κενό. Ο Παλιός φώναξε το σερβιτόρο.
– Μήπως είναι εύκολο στο σεφ να μας φτιάξει μια ομελετίτσα;
– Είσαστε στο κατάλληλο μέρος.
– Όμορφα! Πες του να χτυπήσει καμιά δεκαριά αυγά και να βάλει μέσα διάφορα, ότι νομίζει αυτός.
Η ομελέτα έφτασε μετά από λίγο, κατακίτρινη, φουσκωτή και περήφανη, γεμάτη τυριά και αλλαντικά, κάνοντας οποιαδήποτε πίτσα την αντίκριζε να μαραζώσει από ντροπή.
Έχοντας πια μια πληρότητα άκρως ικανοποιητική, απέρριψαν τα φρούτα και περιορίστηκαν στην αμυγδαλόπιττα με αληθινή σοκολάτα πάνω της και βανίλια παγωτό.
Το δείπνο είχε ολοκληρωθεί. Ο Παλιός παράγγειλε από ένα δωδεκάρι Glenfiddich για να καθαρίσουν οι πτυχές της γλώσσας και να ξελαμπικάρει το μυαλό. Πλήρωσε τα εκατόν ενενήντα ευρώ κι έδωσε τα τελευταία τριάντα στον Ντεμίρ. Αυτός σε πλήρη ευθυμία τραγουδούσε ένα σκοπό της πατρίδας του. Τον ρώτησε τι λέει το τραγούδι. Του απάντησε ότι ήταν ένα αντάρτικο, πασίγνωστο στον κουρδικό λαό και ήταν αφιερωμένο στον Οτσαλάν. Οι στίχοι υπόσχεση:
“Θα πάμε μαζί σου πάντα μπροστά
το Κουρδιστάν θα γίνει και πάλι δικό μας
ανεξάρτητο.”
Χωρίστηκαν με χειραψία και υπόσχεση να ξαναβρεθούνε. Ο Παλιός μπήκε στο αμάξι του κι έβαλε μπροστά. Οι δώδεκα χτύποι που ακούστηκαν από το ρολόι της εκκλησίας σήμαιναν το οριστικό τέλος μιας μέρας, που καθώς έκανε τον απολογισμό της διαπίστωνε ότι το αρνητικό πρόσημο που είχε στα οικονομικά του με τίποτα δεν μπορούσε να υποσκελίσει το θετικό πρόσημο που είχε στη διάθεσή του. Και τότε ακριβώς πήρε τη μεγάλη απόφαση:
Η μέρα θα ολοκληρωθεί με κραιπάλη, θα κάνει έρωτα με τη γυναίκα του. Όσο το σκέφτεται, τόσο του αρέσει η ιδέα πως θα ξεχρεώσει τόσο νωρίς την άνοιξη. Προσπαθεί να θυμηθεί πότε το έκαναν για τελευταία φορά. Μετράει τους μήνες: Ένας … δυο … τρεις … τέσσερις …
Φτου! Χρωστάω ακόμα το χειμώνα, διαπιστώνει έκπληκτος.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να του χαλάσει το κέφι.
Γουστάρω δικέ μου. Και η άνοιξη καβάντζα!
Ο Δημήτρης Γιατρέλλης γεννήθηκε το 1959 στον Πολυχνίτο Λέσβου. Μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Από το 1989 ζει με την οικογένειά του στη Μυτιλήνη. Έχει εκδώσει το 2011 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το μυθιστόρημα: Το τραγούδι του κούκου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανίδα το μυθιστόρημα: Είμαστε ακόμα εδώ.