«Είναι δύσκολο να πιστέψω ότι το πράγμα είχε αγαπηθεί τόσο πολύ, κυρία, αλλά πολλοί έκλαψαν γι’ αυτόν». Η λογοτεχνία είναι μόνο λέξεις, τυπωμένες σε χαρτί, ανίσχυρες όσο και το βιβλίο που βρίσκεται στο ράφι. Οι ήρωές της όμως υπάρχουν στη φαντασία μας, πολλές φορές και πιο ζωντανά από τους ανθρώπους: κάποιοι έχουν ακόμα και λήμμα στις εγκυκλοπαίδειες, καθώς εκπροσωπούν την εποχή τους ως τα καλύτερα απομεινάρια της. Τι θα γινόταν όμως αν ένας λογοτεχνικός ήρωας ζωντάνευε; Αν έπαιρνε μορφή, αν γινόταν ένας… άνθρωπος; Τότε, σίγουρα, η ζωή θα γινόταν κάπως παράξενη, ας πούμε λογοτεχνική. Έχει αυτή τη δύναμη η λογοτεχνία;
Ο Κρίστοφερ Τσαμπ είναι αποτυχημένος ποιητής που θέλει να αποκαλύψει το σαθρό στερέωμα των λογοτεχνικών κύκλων της Μελβούρνης της δεκαετίας του 1940. Δημιουργεί τον ποιητή Μπομπ Μακόρκλ, ποιητή που έφυγε από τη ζωή νωρίς και άφησε πίσω του ποιήματα που δεν έχουν δει το φως. Τα στέλνει στον άσπονδο φίλο του, εκδότη σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού. Εκείνος εντυπωσιάζεται από τη δύναμη των ποιημάτων και τα δημοσιεύει, προς μεγάλη ικανοποίηση του Τσαμπ: το κόλπο του έπιασε. Όμως, το άσεμνο περιεχόμενό των ποιημάτων θα οδηγήσει τον εκδότη στα δικαστήρια, όπου καταδικάζεται. Η ζωή του και η φήμη του έχουν καταστραφεί ανεπίστρεπτα. Παραδόξως, δεν μετανιώνει, γιατί έχει ανακαλύψει έναν μεγάλο ποιητή, το υπέρτατο όνειρο κάθε εκδότη λογοτεχνικού περιοδικού.
Η πλοκή αλλάζει, όταν στο δικαστήριο εμφανίζεται κάποιος που μοιάζει στη φωτογραφία του ποιητή (που ήταν δημιούργημα κολάζ του Τσάμπ) και ισχυρίζεται ότι είναι ο Μακόρκλ και τα ποιήματα είναι δικά του! Ο Τσαμπ βρίσκεται έτσι αντιμέτωπος με το μοχθηρό πλάσμα που δημιούργησε: ο παράφρων (;) θα στοιχειώσει τη ζωή του, απαγάγοντας το παιδί που μεγάλωνε και αναγκάζοντάς τον να τον κυνηγήσει στις ζούγκλες της Ασίας. Θα καταλήξει ο ίδιος ένας παράφρων (;) που πιέζει μια Αγγλίδα εκδότη λογοτεχνικού περιοδικού να ακούσει την σκοτεινή περιπέτειά του για να δικαιωθεί επιτέλους ως μεγάλος ποιητής.
H ιστορία είναι βασισμένη σε ένα διάσημο περιστατικό: οι στίχοι του Μακόρκλ ανήκουν στον Ερλ Μάλεϊ και την «Αμαυρωμένη Ελειπτικότητά» του, δημιούργημα των Χάρολντ Στιούαρτ και Τζέιμς Μακόλει, οι οποίοι αναστάτωσαν τη λογοτεχνική ζωή της Αυστραλίας το 1944, διαπομπεύοντας το περιοδικό Angry Penguins.
Ο πολυβραβευμένος Πήτερ Κάρεϊ (δύο βραβεία Booker, σενάριο για το «Until The End Of The World» του Wim Wenders) με τον «Πλαστογράφο» μπλέκει ακόμα περισσότερο την λογοτεχνία με την πραγματικότητα, προχωρόντας ένα βήμα πιο πέρα: δίνει στον πρωταγωνιστή Τσάμπ στοιχεία από την προσωπική του ζωή (δούλεψε στη διαφήμιση, κλπ) ενώ με τον Μακόρκλ επιδιώκει να δημιουργήσει ένα πλάσμα εξίσου μοναδικό με τον Φρανκεστάιν (με ευθεία αναφορά στο κείμενο της Σέλλεϋ).
Μέσα από τη «μαγική πραγματικότητα» της πλαστογραφίας που φτάνει στο απόγειο της αληθοφάνειας, ο Κάρεϊ θέτει και τα κατεξοχήν λογοτεχνικά ερωτήματα: τι σημασία έχει από ποιον γράφτηκε η μεγάλη ποίηση; Δεν είναι οι ίδιες οι λέξεις πολύτιμες; Υπάρχει κάτι άλλο πέρα από τις λέξεις; «Πόσο θα κοστολογούσα τον Ντον, τον Κόλεριτζ, τον Γιετς; Για έναν πολιτισμένο άνθρωπο η μεγάλη ποίηση αξίζει περισσότερο κι από τα διαμάντια».