Γιατί ο καπιταλισμός θριαμβεύει στη Δύση και αποτυγχάνει οπουδήποτε αλλού; Αυτό είναι το ερώτημα των 9 τρισεκατομμυρίων δολλαρίων, καθώς εκεί περίπου υπολογίζει ο Hernando de Soto την αξία της περιουσίας των φτωχών του πλανήτη. Από την Αίγυπτο ως τις πρώην Σοβιετικές χώρες και την Λατινική Αμερική ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού ζει από «έκνομες» δραστηριότητες, καθώς η αδιανόητα πολύπλοκη γραφειοκρατία το αποκλείει από την νομιμότητα. Οι επίσημες αρχές αδιαφορούν για αυτή την δραστηριότητα, αφού δεν έχουν τα εργαλεία για να την κατανοήσουν και να την αξιοποιήσουν. Έτσι, το 20 ή το 50 ή και το 80% της οικονομικής δραστηριότητας αυτών των χωρών χαρακτηρίζεται ως «έκνομη» και δεν αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία!
Ο de Soto (ο οποίος κατάγεται από το Περού, μια κατ’εξοχήν τριτοκοσμική χώρα) και η ομάδα του αποφάσισαν να μάθουν γιατί ένα τόσο μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας πραγματοποιείται σε τέτοιες συνθήκες και πώς μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο η κατάσταση. Η έρευνα τους έγινε σε πολλές χώρες και ακολούθησε άλλες μεθόδους από τις επίσημες που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι: πήγαν στις χώρες αυτές και ρώτησαν τον απλό κόσμο, τους μικροεπιχειρηματίες, τα υποθηκοφυλάκεια, τα κτηματολόγια. Έπειτα συνέκριναν τη σημερινή κατάσταση των χωρών αυτών με την κατάσταση που επικρατούσε στη Δύση (ΗΠΑ, Βρετανία, κλπ) πριν από δύο αιώνες και βρήκαν μεγάλες ομοιότητες.
Το συμπέρασμά τους είναι ότι το κεφάλαιο δεν δημιουργείται από το χρήμα. Δημιουργείται από ανθρώπους τους οποίους τα περιουσιακά συστήματα βοηθούν να συνεργάζονται και να σκέφτονται πώς μπορούν να κάνουν την περιουσία που έχουν συσσωρεύσει να παράγει περισσότερα. Η σημαντική αύξηση του κεφαλαίου στη Δύση κατά τους δύο τελευταίους αιώνες αποτελεί συνέπεια της σταδιακής βελτίωσης των ιδιοκτησιακών καθεστώτων, τα οποία επέτρεψαν στους οικονομικούς φορείς να ανακαλύψουν και να ενεργοποιήσουν τις δυνατότητες των πόρων τους. Κατ’αυτό τον τρόπο είναι σε θέση να παράγουν μη πληθωριστικό χρήμα με το οποιο χρηματοδοτούν και δημιουργούν πρόσθετη παραγωγή.
Από την Αίγυπτο ως τις πρώην Σοβιετικές χώρες και την Λατινική Αμερική ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού ζει από «έκνομες» δραστηριότητες, καθώς η αδιανόητα πολύπλοκη γραφειοκρατία το αποκλείει από την νομιμότητα.
Το πρόβλημα του Τρίτου Κόσμου και των πρώην Σοβιετικών χωρών δεν είναι ότι δεν είναι αρκετά καπιταλιστές ούτε ότι δεν εφάρμοσαν τις συμβουλές που τους δόθηκαν σωστά: κι αυτοί προσπαθούν να ισοσκελίζουν τους προϋπολογισμούς τους, περικόπτουν τις επιδοτήσεις, καλωσορίζουν τις ξένες επενδύσεις και μειώνουν τους δασμούς. Κι αυτοί προσπαθούν να έχουν σταθερό νόμισμα, ανοιχτές αγορές και ιδιωτικές επιχειρήσεις, δηλαδή τους στόχους των αποκαλούμενων «μεταρρυθμίσεων μακροοικονοομικής και δομικής προσαρμογής». Όμως, απλά δεν δουλεύει το πράγμα στις χώρες τους.
Η αιτία είναι ότι στις χώρες αυτές είναι τρομερά δύσκολο να αποκτήσει κανείς νόμιμη περιουσία και να ασκήσει νόμιμη δραστηριότητα, εξαιτίας της γραφειοκρατίας: απαιτούνται έως και 20 χρόνια για να αποκτήσεις νόμιμα ένα σπίτι και 10 χρόνια για να ανοίξεις μια νόμιμη επιχείρηση! Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι ο κόσμος που πρακτικά δεν μπορεί να ενταχθεί στη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, δραστηριοποιείται έκνομα. Δεν είναι ότι δεν θέλει να πληρώσει φόρους ή προτιμάει να πληρώνει μίζες στην τοπική αστυνομία και τους κατά τόπους ελεγκτές. Είναι ότι δεν του επιτρέπεται να γίνει νόμιμος, γιατί η καθιερωμένη νομική ελίτ δεν θέλει να αλλάξει η κατάσταση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές τους (οι τράπεζες δεν τον δανείζουν χωρίς εχέγγυα, δεν μπορεί να διαφημιστεί χωρίς κίνδυνο, δεν μπορεί να έχει μεγάλες εγκαταστάσεις γιατί κρύβεται από τους ελέγχους της εφορίας, κλπ) και ο κύκλος εργασιών του να παραμένει αναγκαστικά μικρός (οικογενειακός, στη γειτονιά, στην περιφέρεια). Έτσι, δεν μπορεί καν να διανοηθεί πώς θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την περιουσία του με άλλους τρόπους, πιο «καπιταλιστικούς».
Ο de Soto πιστεύει ότι ο καπιταλισμός είναι «ο μόνος εφικτός τρόπος λογικής οργάνωσης μιας σύγχρονης οικονομίας» και «αυτή τη στιγμή της ιστορίας (το 2000) δεν υπάρχει άλλη επιλογή για τα υπεύθυνα κράτη». Αλλά πρέπει να αφεθούν οι δυνάμεις του να λειτουργήσουν. Πιστεύει ότι ο Τρίτος κόσμος και οι πρώην κομμουνιστικές χώρες βιώνουν σχεδόν την ίδια βιομηχανική επανάσταση με αυτή που έλαβε χώρα στη Δύση πριν από δύο αιώνες περίπου. Η διαφορά είναι ότι αυτή η νέα επανάσταση προχωρά πολύ πιο γρήγορα και μεταμορφώνει τις ζωές πολύ περισσότερων ανθρώπων. Η Βρετανία είχε να θρέψει μόνο 8 εκατομμύρια ανθρώπους όταν ξεκίνησε η πορεία των 250 χρόνων που θα την έφερνε από το αγρόκτημα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η Ινδονησία κάνει το ίδιο ταξίδι εδώ και τέσσερις δεκαετίες μόνο και κουβαλάει έναν πληθυσμό μεγαλύτερο των 200 εκατομμυρίων ανθρώπων. Οπότε, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι θεσμοί της προσαρμόζονται τόσο αργά. Όμως πρέπει να προσαρμοστούν.
Ένα μεγάλο κύμα ανθρώπων εγκατέλειψε τις απομονωμένες κοινότητες και τα απομονωμένα νοικοκυριά προκειμένου να συμμετάσχει στους ολοένα διευρυνόμενους κύκλους των οικονομικών και πολιτισμικών ανταλλαγών. Αυτό το κύμα είναι που μεταμόρφωσε την Τζακάρτα, το Μέξικο Σίτι, το Σάο Πάολο, το Ναϊρόμπι, τη Βομβάη, τη Σανγκάη και τη Μανίλα σε μεγαλουπόλεις 10, 20 και 30 εκατομμυρίων ανθρώπων και κατέπνιξιαν τους πολιτικούς και νομικούς θεσμούς τους.
Ο τρόπος για να λύσουν το πρόβλημά τα κράτη αυτά είναι ο νόμος να «ακούσει τον λαό» και όχι να του επιβάλλεται. Ο de Soto πιστεύει ότι ο νόμος γίνεται αποδεκτός όταν έχει νόημα και ανταποκρίνεται στις ανάγκες που θέλει να καλύψει. Αυτό θα γίνει όταν οι νομοθέτες αφουγκραστούν την πραγματικότητα των «έκνομων» και βασιστούν στους «νόμους» που αυτοί χρησιμοποιούν στις δικές τους κλειστές κοινωνίες.