Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

«Το ρεμπέτικο επιβιώνει μέσα από τους νέους δημιουργούς, είναι μπροστά μας μέχρι σήμερα»

Μόνο με μια σύντομη βόλτα στο λιμάνι της, ένας επισκέπτης της Σύρου μπορεί αμέσως να αντιληφθεί την αρχοντική ομορφιά της, να συναντήσει το αρχιτεκτονικό παρελθόν της που με τόση προσοχή έχει διατηρήσει όπως και οι περισσότερες στάσεις που μπορεί κανείς να κάνει προκειμένου να γνωρίσει τις Κυκλάδες.

Εκτός από το γνωστή της ναυτιλιακή παράδοση, η πρωτεύουσα του νησιωτικού συμπλέγματος έχει συνδέσει το όνομά της με μια ακόμα εγχώρια κληρονομιά, πιο καθολική, και αυτή δεν είναι άλλη από τη μουσική.  Η Σύρος θυμίζει τον Μάρκο Βαμβακάρη που την έχει τραγουδήσει, ο «Μάρκος», όπως τον αποκαλούν οι ειδικοί του είδους, υπήρξε ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Ξετυλίγοντας το νήμα της ιστορίας της ελληνικής μουσικής, η μηνιαία σειρά εκδηλώσεων «Διάλογοι» του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) πραγματοποίησε το πρώτο ταξίδι της εκτός Αθήνας, το σήκωνε άλλωστε η θεματική.  Πλήθος φίλων της εκδήλωσης, η οποία είναι πάντα ανοιχτή και ελεύθερη προς όλους, συντροφεύσαν τους Διαλόγους του ΙΣΝ στην πρώτη εκτός έδρας απόδραση και ταξίδεψαν στη Σύρο, γενέτειρα του Μάρκου Βαμβακάρη. Και κάπως έτσι, ένα σύντομο αυθημερόν ταξίδι στη Σύρο μας ταξίδεψε και στο παρελθόν ενός σημαντικού κομματιού της μουσικής μας παράδοσης, στην ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Στην εκδήλωση, φιλοξενήθηκε στον γεμάτο ιστορία χώρο των Κλωστουφαντοϋργείων Σύρου Γ. Ζησιμάτος, σε ένα χώρο που δεν επιλέχθηκε τυχαία αφού έμμεσα συνδέεται με την ιστορία ρεμπέτικου, γιατί, ο Μάρκος, ανήλικος ακόμα εργάστηκε για την Κλωστουφαντοϋργεία του νησιού πλάι στη μητέρα του.

«Ο Μάρκος δεν έκρυψε τίποτα από τη ζωή του, μια ζωή που έμοιαζε με εκατομμυρίων ανθρώπων». Στον Διάλογο που παρακολουθήσαμε, οι ομιλητές μοιράστηκαν τις πλούσιες γνώσεις τους για τις ρίζες και την επιρροή που άσκησε το ρεμπέτικο στην παγκόσμια μουσική σκηνή, την κοινωνιολογική του αξία, την αργοπορημένη απενεχοποίησή του, καθώς και τα πολιτισμικά στοιχεία που μετέφερε από άκρη σ’ άκρη του πλανήτη.

Από αριστερά προς τα δεξιά, Άννα-Κύνθια Μπουσδούκου, Κάρολος Τσακιριάν, Τάνυα-Βεάνους Τσακιριάν, Γιώργος Κοκκώνης, Δημήτρης Μυστακίδης

Η παραπάνω αναφορά στο ταλέντο και το έργο του Μάρκου Βαμβακάρη ανήκει στον Παναγιώτη Κουνάδη, στον ακάματο ερευνητή του ρεμπέτικου που εμφανίστηκε μέσω ενός βίντεο στην εκδήλωση. Ο ίδιος το τελευταίο διάστημα, με την υποστήριξη του ΙΣΝ, εργάζεται πάνω στην ανάπτυξη Εικονικού Μουσείου για το ρεμπέτικο. Το έργο υλοποιείται με την ερευνητική υποστήριξη του Πανεπιστημίου Αιγαίου, το οποίο συμμετέχει με το Τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων που εδρεύει στη Σύρο.

Το Αρχείο Κουνάδη είναι ένα από τα καλύτερα οργανωμένα αρχεία αστικής λαϊκής μουσικής της περιόδου 1900-1960. Ιδρύθηκε το 2007 και περιλαμβάνει μία από τις πλουσιότερες συλλογές ρεμπέτικων μουσικών ηχογραφήσεων και χειρογράφων, συγκεντρώνει μαρτυρίες των δημιουργών, όργανα και περίπου τους μισούς από τους 20 χιλιάδες δίσκους της περιόδου αποτυπώνοντας τη ραγδαία εξέλιξη της δημιουργικής μουσικής σύνθεσης της εποχής, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Τι σημαίνει λοιπόν ρεμπέτικο κατά τον ίδιο; «Είναι τραγούδια αυτών που μπορεί να γυρίζουν ασκόπως, που ονειρεύονται η ρέμβονται. Είναι πολύ ωραία τραγούδια γραμμένα από νέους…Το ρεμπέτικο είναι ένα δημιούργημα ελληνικών πληθυσμών των μεγάλων πόλεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, εκεί όπου οι πληθυσμοί αυτοί σε συνεργασία και σε συμβίωση με τους υπόλοιπους λαούς των πόλεων δημιουργούν το είδος».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για τις αρχές του 20ου αιώνα, το ρεμπέτικο φαίνεται πώς υπήρξε κάτι το εντελώς πρωτοποριακό.  Όσο για τη συνέχεια του «το ρεμπέτικο μπήκε μέσα στον Χατζιδάκι, στον Θεοδωράκη, επιβιώνει μέσα από τους νέους δημιουργούς, το ρεμπέτικο σήμερα είναι μπροστά μας» κατά τον Παναγιώτη Κουνάδη.

Οι «Διάλογοι» γύρω από το ρεμπέτικο έγιναν με τη συμμετοχή του Δημήτρη Μυστακίδη, μουσικού και Ε.ΔΙ.Π Σχολής Μουσικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, του Γιώργου Κοκκώνη, αναπληρωτή καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, του Κάρολου και Τάνυα-Βεανούς Τσακιριάν που είναι οργανοποιοί.

Κατά τον Γιώργο Κοκκώνη, «μιλάμε για μια μουσική, υπονομευμένη, απαγορευμένη. Είναι μια μουσική που δεν μελετήθηκε ποτέ, συζητήθηκε πολύ αργότερα, όταν οι πρωταγωνιστές είχαν πεθάνει πλέον. Είναι δύσκολο να πούμε πότε γεννιέται το ρεμπέτικο και για μένα είναι πολύ δύσκολο να ορίσουμε τι ακριβώς,  όπως είναι πολύ δύσκολο σήμερα να πούμε τι είναι η τζαζ, έχει πολλές περιόδους με εξελίξεις και διαφορετικές εκφράσεις».

Μιλώντας για τα ρεύματα μουσικών που εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Δημήτρης Μυστακίδης αφηγείται, περιγράφει το ρεμπέτικο ως «το μόνο πράγμα που τους ένωνε και τους έδινε μια ταυτότητα εκεί που κινδύνευαν να χάσουν τα πάντα. Φεύγοντας από εδώ κουβάλησαν τις μουσικές που είχαν σαν προφορική παράδοση, βρήκαν εκεί ένα πανέτοιμο αγοραστικό κοινό που ήταν οι Έλληνες μετανάστες, βρήκαν εταιρείες παραγωγής δίσκων οπότε με όποιο άρχισαν να ηχογραφούν προκειμένου να πουλήσουν μουσική. Γι’ αυτό υπάρχουν πάρα πολλά κομμάτια που στη συνέχεια ηχογραφήθηκαν στην Ελλάδα με άλλη μορφή, κομμάτια που τα έχουμε εισάγει από την Αμερική, υπάρχει ένας κύκλος ουσιαστικά αντιδανείων από τη μία εποχή στην άλλη που πυροδότησε και την έναρξη του ρεμπέτικου όπως το ξέρουμε σήμερα». 

Εντός…

και εκτός των Κλωστουφαντοϋργείων Σύρου Γ. Ζησιμάτος, στο μέρος που μας ταξίδεψαν οι ΔΙΑΛΟΓΟΙ του ΙΣΝ.

«Το ρεμπέτικο ήταν μια ανάγκη έκφρασης η οποία είχε ένα καημό μέσα, ήταν μια βιωματική κατάσταση η οποία εκφράζεται με τη μουσική, με τους στίχους, από τους ανθρώπους που το έχουν υπηρετήσει και από τα όργανα επίσης», όπως το αντιλαμβάνεται αυτή τη μουσική σήμερα ένας νέος άνθρωπος, η Τάνυα-Βεανούς Τσακιριάν. Με παράδοση παράδοση τεσσάρων γενεών, που κρατάει από σπουδαίους Αρμένηδες τεχνίτες, η οικογένεια Τσακιριάν είναι γνωστοί οργανοποιοί της Αθήνας. Ο πατέρας της Καρόλος Τσακιριάν, θυμάται ότι από το 1966 μέχρι το 1970, «ο πατέρας μου έπαιρνε κάθε χρόνο συγχαρητήριο γράμμα από το υπουργείο εμπορίου για το συνάλλαγμα που έφερνε στη χώρα από τις πολλές παραγγελίες που ερχόντουσαν από το εξωτερικό από την Αμερική, την Αυστραλία, την Αφρική». Κι αυτή είναι μόνο μία από τις αναμνήσεις του, από τα πολλά, σημαντικά και γοητευτικά που ειπώθηκαν εκείνη τη μέρα και σχετίζονται με την ιστορία του ρεμπέτικου. 

Τη δίωρη συζήτηση μεταξύ των ομιλητών και με το κοινό συντόνισε η δημοσιογράφος και Διευθύνουσα Σύμβουλος του iMEdD, Άννα – Κύνθια Μπουσδούκου. Και μόλις αυτός ο ωραίος και διάλογος έφτασε στο τέλος του, η βραδιά συνεχίστηκε με ζωντανό μουσικό πρόγραμμα από τον Δημήτρη Μυστακίδη και τους συνεργάτες του, καθώς και με το μουσικό σύνολο των μαθητών και καθηγητών της σχολής του νησιού «Εν Χορδαίς & Οργάνοις» (Η Μεγάλη του Μάρκου Σχολή), με τους Συριανούς αλλά και τους επισκέπτες του νησιού να τραγουδούν και να χορεύουν με ιστορικά κομμάτια της «αστικής ελληνικής μουσικής» όπως χαρακτηρίστηκε το ρεμπέτικο κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης που μπορείτε και αξίζει να παρακολουθήσετε ολόκληρη στην ιστοσελίδα του ΙΣΝ, εδώ.

Για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το έργο του ΙΣΝ επισκεφθείτε το www.SNF.org
Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.