Με το Γεράσιμο Μιχελή συναντήθηκα μια Πέμπτη στη «Στάνη» του Πειραιά. Ο Πειραιάς συγκινεί ιδιαίτερα και τους δυο μας. Μεγαλώσαμε, σε ξεχωριστές φυσικά εποχές ο καθένας μας, αλλά περπατήσαμε ίδιους δρόμους και συχνάζαμε -χωρίς να γνωριζόμαστε- σε ίδιους τόπους. Ο Μιχελής μεγάλωσε στις αλάνες του Κορυδαλλού παίζοντας ποδόσφαιρο και ξύλο με τους άλλους γαβριάδες, και τις Κυριακές στην εκκλησία, ντυμένος παπαδάκι, σιγομουρμούριζε το «Κύριε ελέησον…» Μπορεί από τότε να έκανε πρόβες για μελλοντικούς ρόλους… Απελπισμένος από έρωτες καταδικασμένους («μα, με την πρώτη μου ξαδέρφη!») έπεσε με τα μούτρα στις σπουδές, κι ύστερα βρέθηκε στη Δραματική Σχολή Βεάκη.
Η Κεφαλονιά, τόπος καταγωγής του πατέρα σου και εν μέρει δικός σου, έχει ως προστάτη τον Άγιο Γεράσιμο. Η παράδοση θέλει ο άγιος να μεσολαβεί στους ψυχικά άρρωστους απαλλάσσοντάς τους από το πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα. Είναι δηλαδή θεραπευτής της τρέλας. Εσύ, ένας ηθοποιός που φαντάζομαι πως ζει καθημερινά την τρέλα της τέχνης του, ένιωσες ποτέ την ανάγκη να ζητήσεις από το συνονόματο σου άγιο, όχι να σε απαλλάξει απ’ αυτήν αλλά να σ’ την αυξήσει; Τα Δενδρινάτα, ένας μικρός οικισμός της βόρειας Κεφαλονιάς είναι ο τόπος καταγωγής του πατέρα μου. Συχνά αναφερόταν, μπορώ να πω με δέος, στον προστάτη του νησιού, τον Άγιο Γεράσιμο. Έχοντας λοιπόν κι εγώ, έστω και κατά το ήμισυ, καταγωγή απ’ αυτόν τον τόπο, έχω κληρονομικώ δικαιώματι ισχυρούς δεσμούς με το νησί και με τον προστάτη του άγιο. Ως Κεφαλονίτης αγαπώ την παράδοση του τόπου μου, ως ηθοποιός τώρα, που ζω -κάποιες φορές- στην τρέλα της τέχνης που υπηρετώ, κι εννοώ φυσικά την καλή τρέλα του Διονύσου, αυτή που γίνεται μέσο για ένωση, αυτή που σε οδηγεί στη δημιουργική έκσταση, που σε βγάζει από τη στάση για να υπερβείς τα όρια, αυτοπροσδιορίζοντάς τα με το βαθύτερο εαυτό. Η τέχνη του θεάτρου είναι ένα διαρκές, δαιμονικό πήγαινε-έλα στην τρέλα και στο θάνατο που θρονιάζουν στο βασίλειο αυτού του θεού. Άγριο τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο καθένας που συναντιέται και κοιτάζει κατάματα τον Διόνυσο … Επικαλούμαι λοιπόν τη βοήθεια του συνονόματου αγίου μου, θεραπευτή της τρέλας, να μου παρασταθεί, να με συνεφέρει, να μ’ επαναφέρει καλύτερα, χωρίς όμως να στερηθώ τη θεατρική μέθη! Αμαρτία; Ε, κάθε αμαρτία, έχει τη γλύκα της, όπως έλεγε κι ο Παπαδιαμάντης!
Επειδή η αμαρτία (εκτός από τη γλύκα της) έχει και την έννοια της αστοχίας και της αποτυχίας, σ’ έχει κυριεύσει ποτέ αυτό το συναίσθημα; H ζωή είναι σαν ένα road movie, ένα ταξίδι μέρα τη μέρα, άλλοτε μέσα από λεωφόρους, άλλοτε από στενοσόκακα κι επικίνδυνες στροφές. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε τίποτε άλλο από το να συνεχίσουμε θαρρετά το ταξίδι. Το μυστικό άλλωστε είναι να ζεις τη στιγμή, να είσαι παρών όσο γίνεται σ’ αυτή με όλο σου το είναι. Ο φόβος του να αφεθείς, του να δοκιμάσεις, ανεξαρτήτου αποτελέσματος, είναι αυτός που μας εγκλωβίζει στο κελί του τον καθένα. Ο φόβος της αποτυχίας. Είναι σκληρό να αποτυχαίνεις, αλλά είναι χειρότερο να μην έχεις προσπαθήσει ποτέ για το αντίθετο! «Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα», γράφει ο Μπέκετ. Ο φόβος είναι αντίθετος από την αγάπη. Κι η αγάπη είναι αυτή που σε ελευθερώνει, σε δυναμώνει, σε κάνει και δημιουργείς. Άλλωστε οι άνθρωποι, κυρίως μέσα από τις δυσκολίες, τα λάθη και τις αποτυχίες μας, γινόμαστε καλύτεροι, σοφότεροι.
Θα πιαστώ από τα τελευταία σου λόγια. Πιστεύεις με όλα αυτά που μας συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει, ή έστω γινόμαστε, καλύτεροι και σοφότεροι; Αναρίθμητα παραδείγματα από την παγκόσμια ιστορία μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως μετά από περιόδους κρίσης άλλα κράτη γίνονται καλύτερα και άλλα παρακμάζουν ή οδηγούνται στην καταστροφή. Αγαπώ τη χώρα μου και θλίβομαι όταν βλέπω συμπολίτες μου και συνανθρώπους μου να υποφέρουν, είτε από δικό τους φταίξιμο είτε από φταίξιμο άλλων. Ίσως όμως χρειάζεται αυτή η ήττα για να μας πονέσει, να μας βοηθήσει να αναπροσδιορίσουμε την ταυτότητά μας, χωρίς ναρκισσισμό αλλά με σύνεση και ίσως καταφέρουμε να αναγεννηθούμε σε κάτι ανώτερο, να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Στο δρόμο της αυτογνωσίας καλύτερος άνθρωπος σημαίνει να θυμώνεις πιο αραιά. Τότε θα συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχεις πάντα εσύ δίκιο, δεν είσαι πάντα εσύ ο σωστός και δεν είσαι επίσης εσύ διαρκώς ο αδικημένος. Έτσι μαθαίνεις να αντέχεις πιο εύκολα τα αφόρητα κι όσα πληγώνουν τους ανθρώπους.
Επιμένω στο προηγούμενο ερώτημα και το θέτω διαφορετικά: Άραγε γιατί όταν ζητείται ν’ αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, να διορθωθούμε κάπως, δείχνουμε τις περισσότερες φορές, να μην πω πάντα, τον άλλο, για να μην αλλάξουμε τελικά; Δυστυχώς τα πράγματα δεν προχωρούν πάντα προς την αισιόδοξη κατεύθυνση. Οι αλλαγές που καλούμαστε να κάνουμε και λαμβάνουν χώρα είναι περιορισμένες και ανεπαρκείς. Συχνά επιβάλλονται από τρίτους και υλοποιούνται από μας ανόρεχτα και απρόθυμα. Πάντα φταίνε οι άλλοι, οι άλλοι έχουν το πρόβλημα, όχι εμείς! Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει τέτοια έκταση που ακόμη και ο πιο εξοικειωμένος με τα ευτράπελα της ελληνικής πολιτικής μπορεί να μείνει άναυδος. Το θέμα είναι εμείς οι ίδιοι τι κάνουμε για να διορθωθούμε. Είμαστε αποφασισμένοι να απαλλαγούμε από τους φαύλους εαυτούς μας, να καταπολεμήσουμε την ανευθυνότητα και τη νωθρότητα που μας εμποδίζουν να γίνουμε μαχητικοί, χρήσιμοι; Θα διορθώσουμε τις χρόνιες παθογένειες της πολιτικής μας ζωής; Ή θα μείνουμε στυλωμένοι στα πιστεύω μας, στις περίκλειστες πεποιθήσεις μας, απολαμβάνοντας τη ζωή μέσα από το γυάλινο κόσμο μας;
«Ξύπνα, φτάνουμε. / Τέρμα στην επόμενη στάση. / Κατεβαίνουμε. / Νίψε το πρόσωπό σου…» γράφει η Κική Δημουλά.
ΔΡΑΣΕ! λέω εγώ.
Αλήθεια, πώς δρα ένας ηθοποιός στην προσπάθεια εξερεύνησης του ρόλου του; H Τέχνη του ηθοποιού είναι ένα αέναο ταξίδι μελέτης, έρευνας, παρατήρησης αλλά και κοπιαστικής άσκησης του σώματος και των εκφραστικών του μέσων. Ο ηθοποιός ερευνά ποιο είναι το υλικό του ρόλου του, ποια τα θέματά του, ποιο είναι το παρελθόν του. Με ενδιαφέρει η διαδρομή του χαρακτήρα, πώς ξεκινάει κι από πού και πού καταλήγει. Με τι το συσχετίζω με τη δική μου ζωή αλλά και το σήμερα. Πρέπει να έχουμε συνέχεια στο νου μας ότι όσο πιο καθαρή και σαφής είναι η προσωπική μας σχέση -επαφή με το υλικό του ρόλου που ερευνάμε- τόσο πιο εύκολα θα το επικοινωνήσουμε στο θεατή. Με απασχολεί επίσης αν δικαιώνεται στο τέλος ο ήρωας ή απαξιώνεται. Το θέατρο είναι τελικά ένα ανήσυχο καταφύγιο σκέψης στην ταλαίπωρη πορεία μας, τη γεμάτη αγωνίες, αβεβαιότητα, λαχτάρα για δημιουργία, για έκφραση κι επικοινωνία, αλλά κι αγάπη γι’ αυτό που μοχθούμε. Ένα ατέλειωτο ρίσκο. Ο ηθοποιός που αγαπά τη δουλειά του είναι σαν τον κοσμοκαλόγερο που περιδιαβαίνει τη σύντομη ζωή του με διάκριση, υπομονή και καρτερία, συλλέγοντας ευλαβικά χρήσιμες και άχρηστες πληροφορίες τις οποίες στο τέλος επεξεργάζεται μες στη σιωπή. Η πολύτιμη συγκομιδή λοιπόν όλων αυτών των πληροφοριών και της γνώσης που κατακτιέται με επίμονη μελέτη είναι χρήσιμα εργαλεία για τον ηθοποιό προκειμένου να ενσωματώσει στην υπόσταση που καλείται να ενσαρκώσει, εμπειρίες δικές του ή άλλων.
Θυμίζεις παλιό φαρμακοτρίφτη o οποίος μετρώντας τις ακριβείς δοσολογίες κοπανάει τις σκόνες του, ή, για να έρθουμε στις μέρες μας, μικροβιολόγο που παρατηρεί μέσα από το μικροσκόπιο το υλικό του. Κάνω λάθος; Η παρατήρηση είναι αφετηρία και προϋπόθεση στη ζωή και τη λειτουργία του ηθοποιού. Στην Τέχνη, όπως και στη φύση, εκείνο που μπορεί να τραβήξει την προσοχή μου, να μου προκαλέσει το ενδιαφέρον, δεν είναι μόνο η αρμονία στοιχείων που μπορούν να αναπαρασταθούν, αλλά και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από ένταση και προκαλούν δέος. Ένα όμορφο δειλινό το απολαμβάνω και μου προκαλεί αίσθημα ευφορίας από τη μια, από την άλλη όμως την προσοχή μου κλέβει ένα ζευγαράκι που προχωρά, με προσπερνά, σκύβει αυτός και τη φιλά κι ύστερα χάνονται. Σ’ αυτό το φως του δειλινού που δίνει τη γεύση του απόλυτου, με κάνει απέραντα ευτυχισμένο και απέραντα δυστυχή, γιατί εκείνη τη στιγμή σκέφτομαι το ρόλο μου, που είναι, π.χ. ένας ποιητής παθιασμένος και πληγωμένος του Έρωτα…. Ως ηθοποιός δεν ξεχνώ βέβαια ποτέ ότι το θέατρο είναι η Τέχνη της επανάληψης. Πρέπει ό, τι έχω καταφέρει να δομήσω με τη μελέτη, την έρευνα που έχω κάνει, να το επαναλαμβάνω με αμείωτο ενδιαφέρον καθημερινά, σαν να είναι η πρώτη φορά.
Έχεις δίκιο, σε θυμάμαι στον «Μαγιακόβσκι» στην πυρετώδη σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά να σαρώνεις τη σκηνή και να πάλλεσαι ολόκληρος καθώς άρθρωνες τους στίχους σ’ εκείνο το σπαρακτικό ξέσπασμα: Hello! Ποιος είναι; Μαμά; Μαμά! Ο γιος σας είναι εξαίσια άρρωστος! Η παράσταση εκείνη για τον Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι ήταν μια συναρπαστική και αλησμόνητη εμπειρία για όλους όσοι δουλέψαμε γι’ αυτήν. Μια παράσταση που συγκίνησε βαθιά το θεατή, δεν τον άφηνε στιγμή σε ησυχία αφού στόχος του ποιητή σε αυτό το ποίημα, «Το σύννεφο με παντελόνια», ήταν… να ερεθίσει τη σκέψη του «στο πλαδαρό μυαλό του που ονειρεύεται, με την καρδιά … κουρέλι ματωμένο».
Νομίζω αυτόν το ρόλο θα τον κουβαλάς για χρόνια. Αγάπησα πολύ αυτόν τον ποιητή, τον αιώνια παθιασμένο, το νεφεληγερέτη και πληγωμένο από τον έρωτα. Αυτόν που κραύγαζε για τον Έρωτα, για την Επανάσταση, για την Κοινωνία και τη Θρησκεία στο πρώτο του μεγάλο ποίημα. Αυτό το ποίημα! Με συγκλονίζει όποτε το ψελλίζω…
Λέει κάπου στην πρώτη του ενότητα : «Κάθε λέξη, κι η πιο αστεία ακόμα / που βγαίνει από το στόμα μου / τρέχει σαν μια γυμνή πουτάνα / έξω από το μπουρδέλο που έπιασε φωτιά.
…………………………………………………………..
Μαμά!
Δεν μπορώ να ψάλλω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου το αναλόγιο φλέγεται.»
Ο Ποιητής έστεκε πάντα θαμπωμένος μπροστά στο θαύμα του έρωτα και της ζωής και τον γοήτευε το παιχνίδι με το θάνατο.
Έτσι κι ο ηθοποιός, ζει τη στιγμή που βλέπει τον εαυτό του αθάνατο μέσα στη δόξα, αλλά την ίδια στιγμή πεθαίνει. Γίνεται ένα με την τέχνη του. Το εφήμερο της ίδιας της κατεξοχήν επαλήθευσης της λειτουργίας του ηθοποιού υφίσταται όσο διαρκεί ο παραστάσιμος χρόνος. Το αέναο ΤΩΡΑ, που σβήνει και πεθαίνει με την αυλαία!
Κάθε στιγμή είναι έτοιμος ο ηθοποιός να πεθάνει για την τέχνη του, όπως είναι έτοιμος να δεχθεί τις τιμές της νίκης, ίσως με αδιαφορία γιατί ο λόγος της ύπαρξής του είναι η μάχη, αυτή καθαυτή!
Αργότερα σε είδαμε στο ρόλο του Αίαντα στην Ιλιάδα του Ομήρου. Στην ομάδα του Στάθη Λιβαθινού πώς βρέθηκες; Είχα την τύχη να συμμετέχω στην πολυταξιδεμένη παράσταση της Ιλιάδας του Ομήρου, σε μετάφραση Δ. Μαρωνίτη, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς 260. Ο Στάθης Λιβαθινός, ο σκηνοθέτης της παράστασης, μου εμπιστεύτηκε τον Αίαντα τον Τελαμώνιο, το γιο του Τελαμώνα, βασιλιά της Σαλαμίνας. Γενναίος ήρωας με πεισματικό ήθος και υψηλό φρόνημα, ο δεύτερος στην τάξη και σε ανδρεία μετά τον Αχιλλέα. Ήταν όμως κι άνθρωπος με ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης, δε δίσταζε να κατηγορήσει ακόμα και τους θεούς, αν κατά τη γνώμη του αδικούσαν τους θνητούς… Αυτός ίσως είναι ένας απ’ τους λόγους, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, που ο Στάθης μου εμπιστεύτηκε αυτόν τον ήρωα. Τον ενδιαφέρει πάντα ο ηθοποιός του να έχει κάποια κοινά στοιχεία με το υλικό που θα ασχοληθεί. Με είχε δει επίσης και στην παράσταση για τον Μαγιακόβσκι, που την είχε βρει ενδιαφέρουσα… Εγώ από μεριάς μου παρακολουθούσα πάντα τις παραστάσεις του και με την ομάδα του αλλά και άλλες. Επιδίωκα συχνά να κουβεντιάζουμε για τις παραστάσεις του και για το θέατρο. Είναι ωραίος συνομιλητής ο Στάθης. Και πολύ καλός σκηνοθέτης. Η παράσταση του “Ηλίθιου” που σκηνοθέτησε με είχε συγκλονίσει! Είχε καιρό να μου αρέσει τόσο μια παράσταση. Μου άρεσε γιατί ήταν παράσταση συνόλου! Τότε του είχα εκφράσει θερμά την επιθυμία να συνεργαστούμε. Με ενδιέφερε πολύ η δουλειά που είχε κάνει με την ομάδα του. Μετά από κάποιο διάστημα μου έκανε κουβέντα για την Ιλιάδα….
Πώς σας υποδέχτηκαν στο εξωτερικό; Η Ιλιάδα μας είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα πορεία, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Είχε μεγάλη και θερμή ανταπόκριση από κοινό και κριτικές. Όλοι μιλούσαν με παρρησία και ενθουσιασμό για τον άθλο μιας ομάδας, όχι ιδιαίτερα γνωστής, που προέρχεται από μια μικρή χώρα που πλήττεται, που βιώνει την κρίση. Που καταφέρνει όμως να πάει κόντρα στους καιρούς και να μεγαλουργήσει. Να παράξει έργο σπουδαίο, που αφορά, γοητεύει και συγκινεί! Όρθιοι οι θεατές, στην Ολλανδία, στη Μαδρίτη ,στη Μέριδα, στη Χιλή, με σημαίες της Ελλάδας να κυματίζουν, φώναζαν ακούραστοι μπράβο! Παρακολουθούσαν μαγεμένοι κι ακίνητοι την παράστασή μας για σχεδόν πέντε ώρες. Όλα τα διεθνή φεστιβάλ που μας κάλεσαν, μετά το πέρας των παραστάσεων, μας μετέφεραν τον απόηχο του διθυράμβου που προκαλούσε η παράστασή μας! Πώς να μην καμαρώνουμε για μια τέτοια δουλειά κι ας κοπιάσαμε τόσο. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, η παράστασή μας κι εμείς, μέσα απ’ αυτήν ωριμάζαμε. Ήταν ένα μακρύ, υπερατλαντικό ταξίδι γνώσης…. Αναρωτιέται, εύλογα κανείς, πώς κατάφερνε το κοινό στο εξωτερικό να παρακολουθήσει μια τόσο μεγάλη και πυκνή νοήματος παράσταση; Θα έλεγα καταρχάς ότι μία παράσταση βασίζεται κυρίως στο λόγο. Πόσο μάλλον εδώ, στην Ιλιάδα, που έχουμε να κάνουμε με ένα συγκλονιστικό ποίημα – έπος! Οι λέξεις, η αλληλουχία των λέξεων παράγουν εικόνες, ήχους, μουσική. Η εμπνευσμένη διασκευή που έγινε στο κείμενο βοήθησε την παράσταση να έχει εξαιρετική ροή. Μία σειρά από ωραίες εικόνες με έντονη δράση, ήχους και ζωντανή μουσική, βοήθησαν τον ξενόγλωσσο θεατή να παρακολουθήσει, απερίσπαστα, την “κινηματογραφική” αφήγηση της παράστασής μας. Από την άλλη όμως, μιλάμε για την Ιλιάδα, που όπως και κάθε άλλο μεγάλο κείμενο, με πλούσια πυκνή θεματική, η θεματική της δεν είναι μόνο ελληνική, αφορά όλο τον κόσμο.
Έχεις δουλέψει με τον αλησμόνητο Λευτέρη Βογιατζή και με το Στάθη Λιβαθινό. Φαντάζομαι θα ήταν και είναι μοναδικές εμπειρίες για έναν ηθοποιό. Tο 1989 ο Λευτέρης Βογιατζής ίδρυσε το τρίχρονο Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος έχοντας ως συνεργάτες σπουδαίους καθηγητές Πανεπιστημίου. Έγινε ενδελεχής έρευνα στο αρχαίο δράμα με απώτερο σκοπό την παράσταση της “Αντιγόνης” του Σοφοκλή στη νέα Σκηνή της οδού Κυκλάδων. Ήμασταν όλοι νέοι ηθοποιοί, διψασμένοι μαθητές του, δουλέψαμε σκληρά επί μακρόν! Ήμασταν όλοι στο χορό, από όπου έβγαιναν κι έμπαιναν οι ρόλοι. Εγώ είχα το ρόλο του Κρέοντα. Η παράσταση της “Αντιγόνης” του Σοφοκλή ήταν ένα σπουδαίο μάθημα για μένα. Θα τη θυμάμαι για πάντα. Το λέω τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, με μεγαλύτερη γνώση, εμπειρία κι απέραντη πίστη. Η συνεργασία μας συνεχίστηκε και στο επόμενο έργο που ήταν η αναγεννησιακή κρητική κωμωδία “Κατζούρμπος” του Γ. Χορτάτση. Μια ξεκαρδιστική αλλά κι απαιτητική παράσταση, είχαμε να διαχειριστούμε το δύσκολο, ομοιοκατάληκτο με ρίμα, στίχο του Χορτάτση. Εκεί συναντηθήκαμε με το Στάθη Λιβαθινό, συνεργάστηκε με την ομάδα του Λευτέρη, ηθοποιός, με μεγαλύτερη βέβαια από μας πείρα και ως βοηθός του. Έπαιξε το ρόλο του Δασκάλου κι εγώ του γέρου του Αρμένη. Γίναμε αμέσως φίλοι. Έχω να θυμάμαι πολλές ωραίες στιγμές από τη συνεργασία μου με το Λευτέρη αλλά και δύσκολες. Όλες πάντως τις θυμάμαι με αγάπη! Ήταν επίμονος, ενίοτε και μανιακός με την καθαρότητα, την ακρίβεια του νοήματος, του νοήματος του κειμένου, της φράσης, της λέξης! Ήθελε όλοι μας να κατανοούμε το ίδιο, προκείμενου να έχει η παράσταση ροή, κοινή αισθητική και μια υπόγεια μουσικότητα. Χαιρόταν σαν παιδί όταν κάτι πήγαινε καλά στην πρόβα αλλά και απογοητευόταν εύκολα με το αντίθετο.
Με το Στάθη Λιβαθινό συναντηθήκαμε, ύστερα από πολλά χρόνια, επαγγελματικά, για την προετοιμασία της Ιλιάδας του Ομήρου που διήρκεσε εννέα μήνες, για να παρουσιαστεί στο φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 2013. Μία σπουδαία εμπειρία, εξίσου. Πλάι σε σημαντικούς συνεργάτες και με τη σταθερή πολύτιμη αρωγή του κυρίου Δ. Μαρωνίτη, ο οποίος μας παραχώρησε, γενναιόδωρα, τη βραβευμένη του μετάφραση.
Ο Στάθης Λιβαθινός λοιπόν, ως σκηνοθέτης, έχει ένα σπουδαίο προσόν, εκτός των άλλων… Είναι πολύ υπομονετικός με τον ηθοποιό του, μπορεί να τον περιμένει απεριόριστα. Να τον παρακολουθεί με πραγματική περιέργεια. Δίνει ευκαιρίες να αναδειχθούν πλευρές του ηθοποιού μ’ έναν καινούριο τρόπο. Τον προκαλεί ν’ ανακαλύψει νέους, ενδιαφέροντες τρόπους να πει κάτι που έχει ανάγκη η εποχή. Τον ενδιαφέρει η επαλήθευση του περιεχομένου ενός κειμένου. Θέτει καίρια ερωτήματα σε απόλυτο συσχετισμό με τη ζωή.
Η παράστασή σας «Ο γάμος του Φίγκαρο» ήταν sold out. Τι γίνεται με τον κόσμο; Σε τέτοιες δύσκολες εποχές, πώς εξηγείς την ύπαρξη τόσων θεατρικών σκηνών; Οι παραστάσεις του “Φίγκαρο” στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πήγαν πολύ καλά, είναι γεγονός. Μίλησαν όλοι για μια παράσταση που είχε φρεσκάδα, χαρά, χιούμορ και προβληματισμό και ότι επρόκειτο για μια δουλειά συνόλου. Αθρόα λοιπόν ήταν η προσέλευση του κοινού στην αίθουσα Νίκου Σκαλκώτα και η παράστασή μας ακούστηκε πολύ. Ακούγεται επίσης ότι υπάρχει μεγάλη κινητικότητα στο χώρο του θεάτρου. Πολλές οι παραστάσεις που παίζονται, οι περισσότερες μάλιστα ετοιμάστηκαν και σε χρόνο ρεκόρ, χωρίς πολλή σκέψη, χωρίς πολλά-πολλά… έξοδα, βάσανα, αφού ανέβηκαν χωρίς να παρέχουν εχέγγυα… Κανείς, σχεδόν, δεν εγγυάται πια την αμοιβή των συντελεστών – μόνο ποσοστά επί των εισπράξεων… Εμείς οι έρμοι ηθοποιοί, με το άγχος της επιβίωσης που μας τρώει, σκύβουμε το κεφάλι, λέμε ναι και η καλλιτεχνική αγωνία…. πάει περίπατο. Φέτος διάγουμε τη σεζόν με τις περισσότερες παραστάσεις στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου! Γιατί άραγε; Είναι της μόδας; Δεν ξέρω. Εγώ πάντως βλέπω το τοπίο ομιχλώδες… Δε βλέπω να γίνεται κάτι ριζοσπαστικό. Το θέατρο βέβαια, από την άλλη, είναι μεγάλη παρηγοριά στους δύσκολους καιρούς. Στο θέατρο ξεχνιέσαι, ανακουφίζεσαι, ψυχαγωγείσαι. Πας για να γελάσεις ή να συγκινηθείς, να ξεφύγεις απ’ την μιζέρια της καθημερινότητάς σου για να μην τρελαθείς… Σου παρέχει όμως, σήμερα, το θέατρο αυτό που αναζητάς; Αν όχι, τότε.. επαναστάτησε! Διεκδίκησέ το! Αν δημιουργοί και θεατές επαναστατήσουμε, απαιτήσουμε ένα άλλο θέατρο, “Νέο”, κριτικό, ριζοσπαστικό… τότε ίσως κάτι μπορέσει να γίνει!
Έχω την αίσθηση ότι στους καλλιτέχνες υπάρχει μέσα σας ένα σκουλήκι που σας σιγοτρώει και δε σας αφήνει να ησυχάσετε ποτέ; M’ αρέσει να κάνω όνειρα, να σχεδιάζω πλάνα για το μέλλον, έτσι αισθάνομαι ήσυχος. Δε θα ‘θελα να περάσω τη ζωή μου βαρετά, κουβαλώντας στην πλάτη μου το δισάκι της βαρετής θνητότητάς μου. Έρχονται όμως καιροί που όλα ανατρέπονται. Ανοίγει η μαύρη τρύπα και τα ρουφάει όλα. Βγαίνει από τα έγκατα του είναι μου το σκουλήκι και με τρώει βασανιστικά, δε μ’ αφήνει να ησυχάσω. Το σκουλήκι του καλλιτέχνη είναι τα σκοτάδια του. Αυτό δεν έχει εχέγγυα. Δεν νιώθεις καμία σιγουριά. Ό,τι κι αν σχεδίασες, για ό,τι κι αν μόχθησες… μάταιος κόπος! Είναι το δίπολο καταστροφή-δημιουργία. Δεν υπάρχει μέση κατάσταση.
Ή θα καταφέρεις να είσαι δημιουργικός ή… σ’ έφαγε!
Και το μέλλον σου; – Το καλλιτεχνικό εννοώ. Το μέλλον μου, το καλλιτεχνικό, είναι αισιόδοξο. Ευτυχώς! Σε λίγες μέρες αρχίζουν οι πρόβες της “Ηλέκτρας” του Σοφοκλή για το Φεστιβάλ Αθηνών που φέτος συνεργάζεται με το θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου. Τη σκηνοθεσία την έχει αναλάβει ο Κωνσταντίνος Ντέλλας και εγώ θα ασχοληθώ με τα υλικά του Παιδαγωγού και του Αίγισθου. Θα είμαστε μια ωραία παρέα με εκλεκτούς συντελεστές! Και για τον Οκτώβρη ετοιμάζουμε με τον συνάδελφό μου Γιώργο Χριστοδούλου ένα σύγχρονο γερμανικό έργο, τρομακτικά επίκαιρο, σε κεντρικό θέατρο για Δευτερότριτα!
Μέσα σ’ όλον αυτόν τον ορυμαγδό δηλώσεων, καταιγισμό εικόνων και γεγονότων, του «είπα-ξείπα» των λόγων, έχουν νόημα πια στίχοι όπως αυτοί του Μανόλη Αναγνωστάκη: Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / Να μην τις παίρνει ο άνεμος; Χρειάζεται αγώνας για να μείνεις άνθρωπος. Να καταφέρεις να αποφύγεις τη βαρβαρότητα κάθε εποχής. Να αποκτήσεις εμπιστοσύνη στην ίδια τη ζωή και στους ανθρώπους. Σήμερα βομβαρδιζόμαστε από καταιγισμό ανυπόστατων δηλώσεων, ειδήσεων, εικόνων, υπάρχει τέτοια παραπληροφόρηση, τόση ασυνέπεια κι ανευθυνότητα λόγου… ένα χάος! Το να θέλεις να πας κόντρα στο ρεύμα είναι συχνά μάταιο, αλλά και να βιάζεις την ελεύθερη σκέψη, να την καταπιέζεις κι αυτή να αποτραβιέται στο άδυτο της σιωπής της είναι αυτοκτονία! Η μόνη συμμετοχή μου στο στροβίλισμα του κόσμου είναι η αγωνία που με πιάνει για τον ανθρώπινο πόνο και ο λόγος μου όταν αρθρώνεται σταθερός: Το να αρθρώνω ενσυνείδητα λόγο, σκέψεις, να εκφράζω με σαφήνεια βαθιά αισθήματα για τη ζωή και για το θάνατο. Αναρωτιέμαι όμως, ο καθαρός, σαφής λόγος, είναι άραγε ζητούμενο μόνο γι’ αυτήν τη δύσκολη εποχή που διανύουμε ή ενσυνείδητη απόφαση, ανεξαρτήτως εξωτερικών παραγόντων;
Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις μας, σαν πρόκες… νταβανόπροκες!