Μπορεί να ακουστεί τετριμμένο, αλλά η Κυριακή που κλείνει τις Νύχτες Πρεμιέρας είναι μια μέρα παράδοξη. Όταν κοντοζυγώνει, όσο ενδιαφέρον κι αν είναι το πρόγραμμα, όσο κι αν έπονται ταινίες που μου κρατούν την περιέργεια στα ύψη, τόσο πιο πολύ αυξάνεται η κούραση και επιθυμώ να φτάσει. Να ξαναμπώ σε φυσιολογικό πρόγραμμα, να γράφω σε πιο ήπιους ρυθμούς, να αφήνω τον χρόνο να περνά και να αφομοιώνω καλύτερα τις ταινίες που είδα και να κατασταλάζουν οι αρχικές εντυπώσεις. Ωστόσο, όταν έρχεται η ώρα που ακούω το καθιερωμένο «Καλή Προβολή» της τελετής λήξης, αισθάνομαι μια πίκρα που άλλη μια διοργάνωση έφτασε στο τέλος της. Ας είναι, μπορώ να αφοσιωθώ σε μια σεζόν που παρουσιάζει τα πιο πλούσια σε περιεχόμενο φιλμ της χρονιάς και να αποβάλλω την όποια κόπωση, να αρχίσω να μετράω μέρες μέχρι την ανακοίνωση της επόμενης συνέντευξης τύπου. Προς το παρόν, αυτό που προέχει, είναι να δούμε ποιες ταινίες ψάρεψαν τα φετινά βραβεία και κατόπιν να κρίνουμε το ύψος του φετινού Χρυσού Φοίνικα.
Ένα προς ένα τα πρόσωπα της φετινής διοργάνωσης ανεβαίνουν στη σκηνή του Ideal, ευχαριστούν τους χορηγούς, τους κινηματογράφους και τους ανθρώπους που στάθηκαν πίσω από το φεστιβάλ και αναγγέλλουν τα βραβεία τα οποία έχουν ως εξής:
Χρυσή Αθηνά του Μουσικού Διαγωνιστικού: Τζάκο (Jaco). Ο μη παρευρεθείς δημιουργός του ντοκιμαντέρ, Paul Marchand, μαζί με τον παραγωγό Robert Trujillo (ναι, τον μπασίστα τον Metallica) ευχαρίστησαν το κοινό μέσω ενός βίντεο.
Βραβείο Κοινού: Ο Λαβύρινθος Της Σιωπής (Im Labyrinth des Schweigens) του Giulio Ricciarelli.
Ειδική Μνεία του Διεθνούς Διαγωνιστικού: Γυναικείας ερμηνείας στην Verónica Llinás για την Κυρία Των Σκύλων (La Mujer De Los Perros).
Βραβείο Σεναρίου: Mark Noonan για το Είσαι Και Άσχημος (You Are Ugly Too).
Βραβείο Σκηνοθεσίας της Πόλης Των Αθηνών: Alanté Kavaité για το Καλοκαίρι Του Έρωτά Μου (The Summer of Sangaile).
Χρυσή Αθηνά: Ντεγκραντέ (Degrade) των Arab Nasser και Tarzan Nasser .
Και τελικά το καθιερωμένο κλείσιμο του καλλιτεχνικού διευθυντή του φεστιβάλ, Ορέστη Ανδρεαδάκη, ο οποίος πριν ευχαριστήσει όλους για όλα αυτά τα χρόνια και για τις δυνάμεις που άντλησαν από τους θεατές για να ξεκινήσουν να δουλεύουν πάνω στο επόμενο φεστιβάλ και αφού ζητήσει το θερμότερο χειροκρότημα για την ομάδα που έκανε το φετινό φεστιβάλ πραγματικότητα, μας μιλά για μια ταινία εξαιρετική, μα συνάμα σκληρή, που απεικονίζει την κατάσταση μιας Ευρώπης, η οποία οδεύει σε φθίνουσα πορεία. Αυλαία με τον Ντιπάν (Dheepan) για φέτος. Τα λέμε του χρόνου.
Ο Sivadhasan είναι ένας πολεμιστής ο οποίος δρα στο όνομα των Τίγρεων Ταμίλ στη Σρι Λάνκα. Όταν ο εμφύλιος τελειώνει, βρισκόμενος στην πλευρά των ηττημένων, του δίνεται η ευκαιρία μαζί με μια άγνωστη κοπέλα και ένα ανήλικο κορίτσι να υιοθετήσουν νέες ταυτότητες και να μεταναστεύσουν στη Γαλλία με την υπόσχεση μιας ήρεμης ζωής, ως μια φενακισμένη οικογένεια προσφύγων. Στη Γαλλία μετά από λίγο καιρό ο «Dheepan» πιάνει δουλειά ως επιστάτης σε ένα σύμπλεγμα κτιρίων στο γκέτο που συχνάζουν κακοποιοί, οι οποίοι βρίσκονται επίσης σε σύρραξη. Τελικά, πόσο πιο φιλική είναι η ζωή στην «πολιτισμένη» Δύση;
Ο περσινός Χρυσός Φοίνικας με απογοήτευσε σε μεγάλο βαθμό. Δε λέω, προφανώς και ο Ceylan σε στιγμές θύμιζε κάτι από την όλη υπαρξιακή τοπιογραφία του Tarkovsky, αλλά εν τέλει και το τράβηξε πολύ παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε χρονικά και στο τέλος έφερε και κάτι από το (ταμπού στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας) τηλεοπτικό μελόδραμα της χώρας του. Έτσι, ο Χρυσός Φοίνικας προσωρινά έχασε την αξιοπιστία που τόσο καιρό είχε στη συνείδησή μου και φέτος τον αντιμετώπισα με κάποιο σκεπτικισμό. Κάτι οι φωνές που έλεγαν για την ανώτερη αξία της Σιωπηλής Δολοφόνου (The Assassin), κάτι οι Αδερφοί Cohen ως πρόεδροι της κεντρικής επιτροπής (που παρότι δηλώνω φαν των παλιότερων έργων τους θεωρώ πως πλέον έχουν αρχίσει και κουράζουν), δεν ήμουν και ενθουσιασμένος. Είναι και το θέμα της μετανάστευσης στη μέση που, αν και πάντα επίκαιρο, θέλει ταλέντο για να πεις τα χιλιοειπωμένα, και το ότι δεν είχα ενθουσιαστεί με τον Προφήτη (Un Prophet) του Jacques Audiard, οπότε στο κεφάλι μου διέτρεχε πολλούς κινδύνους. Φτωχέ μου Yorick…
Ευτυχώς, η πραγματικότητα διέφερε συλλήβδην από αυτό που είχα πλάσει στο κεφάλι μου ως μια ακόμα ιστορία ξενιτιάς, μόχθου και πόνου. Δεν ήταν απλά ένα ακόμα μελόδραμα που προσπαθούσε να συγκινήσει το κοινό με τις βιαιότητες που υφίσταται ο κεντρικός του χαρακτήρας, ούτε να πήξει στο διδακτισμό και το κήρυγμα προς τους μισαλλόδοξους. Όχι, οι χαρακτήρες του παραείναι περήφανοι για να αντιμετωπιστούν σαν ανθρωπάκια που καταπίνουν την αδικία του κόσμου παθητικά. Έχουν υποφέρει αρκετά στη ζωή τους, είναι στα πρόθυρα της απόγνωσης και της τρέλας, αλλά αυτό αντίθετα τους ατσάλωσε, τους έκανε να αποκτήσουν θάρρος και να απορροφήσουν τη βία που έζησαν με τρόπο που λίγοι έχουν επιχειρήσει να δείξουν. Ξέρετε αυτό το γιαπωνέζικο ρητό που θέλει την τίγρη που στριμώχνεται σε μια γωνία να δίνει τον πιο παθιασμένο αγώνα της ζωής της και να γίνεται πιο επικίνδυνη από ποτέ; Έτσι κι αυτός ο τίγρης δεν πρόκειται να γίνει θύμα κανενός. Έχει ζήσει τον πραγματικό πόλεμο έτσι που μια ένοπλη έριδα στο γκέτο δε θα τον πτοήσει (τον ίδιο όχι, την «οικογένειά» του όμως ναι) και θα του επαναφέρει τα βασικά ένστικτα που κρύβονταν για καιρό πίσω από το πρόσωπο του ταπεινού μετανάστη.
Ο Audiard αποδεικνύεται «ευφράδης» στη χρήση του κινηματογραφικού λεξιλογίου. Καταφέρνει να συνδυάσει με κατάλληλο τρόπο το σκληρό με το αισθησιακό, το φως με το σκοτάδι, το χιουμοριστικό με το πικρό. Να κάνει τις σφαίρες να ακούγονται όχι σαν κάτι ωραιοποιημένο, αλλά έναν ήχο που προκαλεί τρόμο, που κουφαίνει και μάλιστα χωρίς να χρησιμοποιεί μουσική, παρά μόνο ελάχιστη και αποκλειστικά όταν κρίνεται απολύτως απαραίτητη η χρήση της. Να δείξει τη λίμπιντο με έναν τρόπο όχι πρόστυχο, αλλά πλήρως εγκεφαλικό, όπως και την απόγνωση, η οποία αποφεύγει τους μελοδραματισμούς προς όφελος της γνήσιας κατάπτωσης του νου. Να ταυτίσει τη θερμή και ηλιόλουστη Σρι Λάνκα με το γκρίζο και τσιμεντένιο Παρίσι και, παίζοντας με τα φώτα και τα χρώματα, να χρησιμοποιήσει το σκοτάδι τόσο ως ψυχρό πεδίο αλλά και ως θερμό καταφύγιο απόλαυσης. Και του αξίζουν εύσημα για τη σκηνή που προβάλλεται όταν πέφτει ο τίτλος της ταινίας, όπου καταφέρνει να συνδυάσει με άψογη εφευρετικότητα το παραμυθένια ονειρικό με τον σκληρό ρεαλισμό μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Πρόκειται, όμως, για μια ταινία σκληρή, μια ταινία που οι λίγες στάλες ζεστασιάς αποτελούν ένα πραγματικό καταφύγιο από την ανείπωτη σκληρότητα που χαρακτηρίζει την κριτική του σκηνοθέτη στο «πολεμικό» σύστημα του σημερινού κόσμου. Ένα σύστημα το οποίο χρησιμοποιεί διαφορετικά γρανάζια με τον ίδιο τρόπο παγκοσμίως, ώστε να διαιωνίσει τις φρικαλεότητες. Και μέσα σε όλη αυτή τη λαίλαπα, όλοι μένουν να αναζητούν το καλύτερο αύριο που τους υποσχέθηκαν με ανταλλαγή μια υποβαθμισμένη κατοικία και χαμαλίκι. Που και που τους αφήνουν να παίρνουν μια ανάσα στην ταράτσα (της οποίας η πόρτα είναι φρακαρισμένη), αλλά ως τότε πρέπει να περάσουν από τη γραμμή των πυρών. Πυρών κυριολεκτικών όσο οι σφαίρες ενός πιστολιού, αλλά και μεταφορικών όπως ένα αναίτιο ξέσπασμα σε κάποιο «συγγενικό» πρόσωπο.
Όσο για τις ερμηνείες, παραμένουν ολότελα ρεαλιστικές. Ακόμα και όταν τα πράγματα σφίγγουν και η δράση γίνεται πιο έντονη, οι πρωταγωνιστές δεν κάνουν τίποτα που να μην ταιριάζει στους χαρακτήρες τους. Πιο συγκεκριμένα, ο αληθινός σταρ της ταινίας, Jesuthasan Antonythasan, προσαρμόζει τέλεια τη σκληρότητα της προηγούμενης ζωής του στις σημερινές κακουχίες του και φαίνεται σαν μια ωρολογιακή βόμβα που η έκρηξή της θα συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Θα τον έλεγα, μεταξύ αστείου και σοβαρού, έναν «Stallone του κουλτουριάρη», που αποπνέει ταυτόχρονα θλίψη αλλά και πυγμή. Όσο για τη χημεία του με τη συμπρωταγωνίστριά του, Kalieaswari Srinivasan, δεν υπάρχει λεπτό που να μην αλληλοσυμπληρώνονται μέσα από τις διαφορές τους, δίνοντας το καλύτερο ζευγάρι που κόσμησε φέτος το πανί.
Θέλω χρόνο. Να χωνέψω μια προς μια τις σκηνές του και να την ξανασκεφτώ από την αρχή. Να θυμηθώ μικρές λεπτομέρειες που πέρασαν απαρατήρητες με την πρώτη. Να συλλάβω το πλήρες μέγεθος των όσων είδαν τα μάτια μου. Να σκεφτώ ποια θα ανακηρύξω ως ταινία της χρονιάς, ανάμεσα σε αυτή και τη Σιωπηλή Δολοφόνο όταν έρθει η ώρα της «απονομής». Στο τελευταίο, τουλάχιστον, χαμένος δε βγαίνω, χαρά μου να υπάρχουν τέτοια διλήμματα και όχι να υπάρχει πάντα η ξεκάθαρη πρωτιά. Ωραία χρονιά το 2015.