Dennis Greaves: «Τώρα οι δισκογραφικές είναι πολυεθνικές. Δεν έχουν ψυχή, κοιτάνε μόνο τα φράγκα, όχι την τέχνη»

Οι Nine Below Zero ξεκίνησαν την πορεία τους ως ένα παράδοξο: έπαιζαν blues σε μια εποχή όπου όλοι έπαιζαν Punk. Είχαν όμως την τύχη να ζήσουν το Λονδίνο στη χρυσή του εποχή. Ο Dennis Greaves μας μιλάει γι αυτή με την ευκαιρία του ερχομού στην Αθήνα, μετά από πολύ καιρό, του γκρουπ που δημιούργησε πριν από σαράντα χρόνια, και αφηγείται ιστορίες απίστευτες, σχεδόν μύθους, για εκείνα τα υπέροχα χρόνια που έζησε από πρώτο χέρι.

Αν δεν απατώμαι, οι Nine Below Zero έκλεισαν φέτος τα σαράντα τους χρόνια. Πολύς καιρός. Ναι. Γνωριστήκαμε το 1977, ο Mark (Feltham) κι εγώ, αλλά  ξεκινήσαμε να παίζουμε μπροστά σε κοινό το 1979.

Το φανταζόσασταν τότε, ότι αυτό  θα συνέχιζε τόσα χρόνια; Όχι. Βεβαίως και όχι.  Εξακολουθώ να νιώθω τόσο νέος, εξακολουθώ να νιώθω πως δεν έχω επιτύχει τίποτα. Είναι πολύ, πολύ παράξενο. Φαίνεται να έχουμε πολλά να κάνουμε. Μόλις κάναμε μια περιοδεία με τους Squeeze στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επίσης ηχογραφήσαμε ένα καινούριο δίσκο.  Έχουμε τόσα πολλά να κάνουμε ακόμα.  

Προσπαθώ να φανταστώ πώς ήταν τα πράγματα, μουσικά και κοινωνικά, στο Λονδίνο την εποχή που ξεκινούσατε, που για μας είναι μυθική.  Υπήρχε μουσική σε κάθε γωνία στο Λονδίνο τότε. Το Λονδίνο ήταν εκπληκτικό το 1977.  Εκεί που κατέβαινες το δρόμο, έπαιζε ένα νεανικό συγκρότημα που λεγόταν The Police ή Dire Straits. Σε μια παμπ έπαιζε ένας νεαρός ονόματι Elvis Costello. Έτσι ήταν. Υπήρχαν τόσα σπουδαία συγκροτήματα.  Είχα γνωρίσει έναν τύπο, τον Kim Wilson, που είχε ένα συγκρότημα, τους  Fabulous Thunderbirds, μαζί με τον  Jimmie Vaughan και τους είχα δει να παίζουν. Και ένα χρόνο αργότερα ήρθε κι έπαιξε ο αδελφός του, ο Stevie Ray Vaughan. Μπορούσες να δεις τα πάντα. Εγώ από τον καιρό που πήγαινα σχολείο ήθελα να παίζω blues. Αλλά το ’77 όλοι οι άλλοι έπαιζαν punk. Επειδή όμως η σκηνή ήταν τόσο εκπληκτική τότε, μπορούσες να φτιάξεις ένα συγκρότημα και να παίξεις ό,τι ήθελες.

Πόσο διαφορετικά από το σήμερα ήταν; Δεν υπήρχαν τότε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι δισκογραφικές εταιρίες ήταν μικρές και ανεξάρτητες, και λάτρευαν τη μουσική. Τώρα οι δισκογραφικές είναι πολυεθνικές . Δεν έχουν ψυχή, κοιτάνε μόνο τα φράγκα, όχι την τέχνη. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τώρα σε κάνουν να μπορείς να δεις ένα εκατομμύριο μπάντες, ενώ τότε κυκλοφορούσε καμιά εκατοστή. Η ποσότητα αυξάνει, η ποιότητα πέφτει.  Μαθαίναμε την τέχνη μας τότε.  Εκείνη την εποχή  μαθαίναμε να παίζουμε μπροστά σε κόσμο, μαθαίναμε πολλά-πολλά πράγματα, πράγμα που τώρα δεν συμβαίνει γιατί όλοι δεν βγαίνουν από το δωμάτιό τους.  Τώρα τα νέα συγκροτήματα πληρώνουν για να παίξουν, πράγμα που είναι αδιανόητο, είναι λάθος.

Όπως είπατε, όλοι τότε ήθελαν να παίζουν punk ή έστω new wave, αλλά εσείς θέλατε να παίζετε  blues. Πώς έγινε αυτό; Ήμουν γύρω στα 12-13, κι είχα δύο μεγαλύτερους θείους. Κι οι θείοι μου πήγαιναν να δουν τον John Mayall, τον Eric Clapton, τον Peter Green, τους Yardbirds ή τους Action… Πήγαιναν στο κλαμπ Marquee. Έπαιζε εκεί ο  John Mayall με σπουδαίους νέους μουσικούς, ο Zoot Money, ο Chris Farlowe… Ήταν το πρώτο blues boom που είχε ξεκινήσει το καλοκαίρι του 1968. Στα 13 λοιπόν πήγαινα σπίτι τους κι έβλεπα τη συλλογή των δίσκων τους. Albert King, BB King, John Mayall & the Bluesbreakers, Elvis, Colosseum, Cream.  Έπαιζα λοιπόν τους δίσκους της δικής τους συλλογής, κι έτσι ερωτεύτηκα το blues. Πρώτα ανακάλυψα τους λευκούς, κι αργότερα στη ζωή μου άρχισα να διαβάζω τα ονόματα στα οπισθόφυλλα. Στο πρώτο άλμπουμ του John Mayall με τον Eric Clapton υπήρχε το Hideaway, και από κάτω το όνομα King, κι αρχίζεις να ψάχνεις ποιος είναι: ήταν ο Freddie King. Έτσι αρχίζεις να πηγαίνεις προς το παρελθόν. Κι έτσι φτάνεις μέχρι τους  Sonny Terry & Brownie McGhee, Και μετά μπορείς να φτάσεις ακόμα πιο παλιά, στον Leadbelly. Κι αυτό είναι το μεγάλο, υπέροχο ταξίδι που μπορείς να κάνεις.

Συνήθως όταν είμαστε νέοι έχουμε την τάση να ακολουθούμε τους φίλους και τους συμμαθητές μας, και τελικά όλοι καταλήγουν να ακούνε τα ίδια. Εσείς όμως επιμείνατε! Ναι, αντιστάθηκα. Κοίτα, όταν ήμουν παιδί ακούγαμε David BowieT.Rex και τέτοια. Και ο David Bowie και ο Marc Bolan είναι εκπληκτικοί, αλλά εμένα το blues ήταν που με τρέλαινε, το blues με έφτιαχνε και ήταν το πάθος μου. Δεν ήθελα να είμαι σαν όλους τους άλλους. Κι επίσης, όταν άρχισα να διαλέγω πώς θα ντύνομαι, όταν ήμουν 19-20 χρονών, δεν ήθελα να ντύνομαι όπως οι άλλοι. Πήγαινα σε καταστήματα με μεταχειρισμένα, και φόραγα ρούχα των πεθαμένων. Παπούτσια πεθαμένων, κοστούμια πεθαμένων. Όταν άρχισα να παίζω στο Marquee, όλα μου τα ρούχα ήταν μεταποιημένα. Έψαχνα τις ντουλάπες του πατέρα μου, και έβρισκα παλιά κοστούμια, ελάχιστα φορεμένα. Κι εκείνος μου έλεγε: είναι ντεμοντέ τώρα, κι εγώ έλεγα: τα λατρεύω. Ντυνόμασταν διαφορετικά, ακούγαμε διαφορετική μουσική, κι υπήρχαν κάποια μέρη που άκουγες άλλη μουσική, κυρίως το Marquee. Όμως το Λονδίνο ήταν τόσο απίθανο τότε.

Πείτε μας λίγο για το πώς ήταν…  Θυμάμαι ένα βράδυ πήγα στο Marquee, νομίζω πως ήμουν 17 χρονών, για να δω ένα νεαρό συγκρότημα που μόλις είχε έρθει από την Αυστραλία κι έπαιζαν για πρώτη φορά στο Λονδίνο: λέγονταν AC/DC! Και το επόμενο βράδυ, πήγαμε πάλι στο Marquee κι έπαιζε ένα νεαρό συγκρότημα από το Guilford, που λέγονταν The Jam! Και την επόμενη εβδομάδα, είδα τον Zoot Money ή τον Alexis Corner! Ήταν απλώς εκπληκτικά. Ήμασταν λιγότερο κλεισμένοι σε καλούπια, λιγότερο διαχωρισμένοι και περιορισμένοι. Ξέρεις, εδώ στο σπίτι έχω ένα βιβλίο, ένα χριστουγεννιάτικο Pop Annual, κι έχει μέσα τη  Lulu, τους Manfred Mann, το Jimi Hendrix και τους Rolling Stones. Κι όλα αυτά τα θεωρούσαν pop.  Κι ήταν όλα στο ίδιο βιβλίο. Τα πράγματα ήταν λιγότερο διαχωρισμένα, και γι αυτό για μένα πιο υγιή. Τώρα έχουμε μια ετικέτα για το κάθε τι. Δεν είναι τόσο διασκεδαστικό αυτό.  Δεν ακούμε πια το ίδιο τη μουσική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δηλαδή; Τα παιδιά μου έρχονται και μου λένε: «Μπαμπά, ακούσαμε Santana!».  – Ναι, τους λέω – γιατί αρχίζουν και ψαχουλεύουν τη συλλογή μου με τους δίσκους. «Α, οι Santana είναι υπέροχοι!». -« Ναι, είναι.  Τι άλλο θέλετε να μάθετε; ».  Αλλά την περασμένη εβδομάδα πήγαν να ακούσουν τους Queens of the Stone Age. Ακούν καινούρια πράγματα, ανακαλύπτουν τα παλιά πράγματα.  Ο γιος μου είναι 20, αλλά αν τον ρωτήσεις για τους Led Zeppelin ή τον Jimi Hendrix, θα σου πει όλα όσα θέλεις να μάθεις. Ακούνε και τα γκρουπ της ηλικίας τους, αλλά όταν άκουσαν το All Along the Watchtower από τον Hendrix, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν! Κι αυτό είχε ηχογραφηθεί μέσα σε ένα μόνο χώρο, ίσως με ένα overdub στην κιθάρα, αλλά με σπουδαία παραγωγή, σπουδαία μικρόφωνα και στούντιο… Και τώρα μου λένε τα παιδιά: -« Μπαμπά,  έχεις ακούσει βινύλιο;» – «Ναι!» (Γέλια).  – «Έχει τόση ζεστασιά, είναι υπέροχο, τρομερό!» Τελικά νομίζω πως τα πράγματα κάνουν τον κύκλο τους. Η μουσική έχει αλλάξει τόσο πολύ.  Και χαίρομαι πολύ που παίζω ακόμα. Το Blues θα συνεχίσει για πάντα. Αν παίξεις BB King ή Fats Domino, πάντα θα κάνει εντύπωση. O Elvis Presley, οι παλιές ηχογραφήσεις στη Sun, με τρις τύπους μέσα σε ένα δωμάτιο και τον εκπληκτικότερο ήχο μπάσου και κιθάρας… Αν παίξεις Robbie Williams ή Spandau Ballet, δεν ακούγονται τόσο ξεχωριστοί.

Το κοινό σας πόσο άλλαξε με τα χρόνια; Γέρασε. Έχουν γεράσει. Σαν και μένα. Βέβαια φέρνουν τους γιους τους, τα μικρά τους ξαδέλφια ή ανίψια. Είναι φοβερό. Έχουμε λοιπόν όλους τους fans που είχαμε τη δεκαετία του 80, αλλά τώρα φέρνουν και τις οικογένειές τους.

Τι θα δούμε λοιπόν στην Αθήνα; ‘Έχουμε πολλά χρόνια να έρθουμε, οπότε ο Marc κι εγώ θα ξεκινήσουμε οι δυο μας, και θα παίξουμε κομμάτια με παλιές επιρροές από country, folk και blues από την Αμερική, κατόπιν θα βγουν το μπάσο και τα ντραμς και θα παίξουμε ημι-ακουστικά. Και μετά θα παίξουμε πλήρες ηλεκτρικό σετ. Θέλουμε να δείξουμε στο ελληνικό κοινό όλη τη δυναμική των Nine Below Zero. Όλα όσα έχουμε κάνει αυτά τα χρόνια, και το πού βρισκόμαστε σήμερα. Όλη μας την ιστορία, όλα όσα αγαπάμε.

Nine Below Zero, Παρασκευή, 8 Δεκεμβρίου, Σάββατο, 9 Δεκεμβρίου, Κυριακή, 10 Δεκεμβρίου και Δευτέρα, 11 Δεκεμβρίου. Half Note, Τριβωνιανού 17, Μετς.
Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης