Μια Υπέροχη Μέρα (A Perfect Day) ***1/2**
Ισπανία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Fernando León de Aranoa
Πρωταγωνιστούν: Benicio Del Toro, Tim Robbins, Olga Kurylenko
Διάρκεια: 106’
Το 1995 τα Βαλκάνια (απροσδιόριστο ποιες χώρες) έχουν ρημαχθεί από τον πόλεμο, αναγκάζοντας τα Ηνωμένα Έθνη και διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις να παρέμβουν. Μέλη μιας τέτοιας οργάνωσης είναι ο κυνικός Mambrú, o ημίτρελος Β και η αρχάρια Sophie, τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες με τις δικές τους θεωρίες περί ζωής. Η αποστολή τους να απεγκλωβίσουν ένα πτώμα από ένα πηγάδι διακόπτεται όταν το σκοινί σπάει, αναγκάζοντάς τους από τη μια να αναζητήσουν ένα καινούριο –που αποδεικνύεται δυσεύρετο και από την άλλη να μπουν σε μια γραφειοκρατική διαμάχη με τον ΟΗΕ σχετικά με την πράξη τους και την αναγκαιότητά της. Κατά την αναζήτηση, ο Mambrú θα ξανασυναντήσει την παλιά του ερωμένη, κάτι που θα τον φέρει σε δύσκολη θέση και όλη η ομάδα θα γνωριστεί με τον μικρό Nikola, ο οποίος θα τους δείξει από πρώτο χέρι το μέγεθος της καταστροφής. Σε καμία περίπτωση κοντινό σε λέξεις όπως «αριστούργημα», «must», «τέλειο», αλλά από την άλλη γεμάτο με χιούμορ και κυνισμό (και ένα μπερδεμένο soundtrack), αλλά εν τέλει αισιοδοξία, συν την κεντρική ερμηνεία του Benicio Del Toro και του αστείρευτου Tim Robbins, η Μέρα αυτή αποδεικνύεται όντως μέχρι ενός σημείου Υπέροχη.
Στις αντιπολεμικές ταινίες υπάρχουν προσεγγίσεις και προσεγγίσεις. Υπάρχει το Ο Τζόνι Πήρε Τα’ Όπλο Του, υπάρχει και το MASH. Το Platoon και το S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα. Το Grave Of The Fireflies και το Catch 22. Οι μεν δε διστάζουν να δείξουν άμεσα τη φρικωδία, χωρίς υπαινιγμούς, οι δε χρησιμοποιούν το κωμικό στοιχείο για να περάσουν (καθόλου νερωμένο) το σοβαρό τους μήνυμα. Η σάτιρα, άλλωστε, δεν περιορίζεται στα ανάλαφρα, οφείλει να προβληματίζει και, όταν γίνεται σωστά, να λέει πράγματα που κανένα ψυχοπλάκωμα δε θα μπορούσε να εκφράσει. Προσπαθώντας να βρει μια τομή ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, ο Fernando León de Aranoa συνθέτει μια μαύρη κωμωδία και ταυτόχρονα ένα πολεμικό δράμα που όντως έχει δυνατές στιγμές, αλλά απέχει από το να χαρακτηριστεί «άτρωτο» λόγω των «ανοιγμάτων» του.
Για να μη νομίζετε ότι πρόκειται για μέτρια ταινία, ας ξεκαθαρίσουμε το εξής: όσα κενά και να έχει, δεν παύει να είναι απολαυστική και σεναριακά/σκηνοθετικά ενδιαφέρουσα. Αλλά υπάρχουν σημεία κοινότοπα, ρυθμικές αλλαγές που προκύπτουν ξαφνικά, ένα μάλλον αχρείαστο (σχεδόν) ρομάντζο που εκτός από μια μικρή ενδοσκόπηση στον κεντρικό χαρακτήρα, δεν ωφελεί σε κάτι την αφήγηση. Αλλά, η αχίλλειος πτέρνα της ταινίας, κατά τη γνώμη μου, είναι το soundtrack. Τα τραγούδια που χρησιμοποιούνται μπορούν να χαρακτηριστούν είτε ως αταίριαστα με τη σεκάνς που ντύνουν ηχητικά, είτε απλά ως αμήχανη κάλυψη μιας σιωπής που μια χαρά θα ευσταθούσε. Τόσο δύσκολο ήταν να γραφτεί ένα πρωτότυπο soundtrack και να χρησιμοποιηθεί, με ενδιάμεσα μερικά από τα κομμάτια που ακούγονται στο αμάξι του B;
Αυτά λοιπόν είναι τα αδύνατα σημεία της. Από την άλλη, η φωτογραφία είναι υπέροχη και ζωντανεύει τόσο τους χωματόδρομους των ορεινών Βαλκανίων, όσο και τα ερείπια των πόλεων που κάποτε ήταν σε καλύτερη κατάσταση, έστω και μέσα στη φτώχεια τους. Οι ηθοποιοί είναι άρτια σκηνοθετημένοι και το πρωταγωνιστικό δίδυμο Del Toro-Robbins ζωγραφίζει, ο ένας με την ανέκφραστη ειρωνεία του και ο άλλος με την άνευ ορίων μούρλα του. Το σενάριο, όταν αποφασίζει να πάρει μια κωμική στροφή είναι που δείχνει τα πραγματικά του χαρίσματα, παράγοντας γέλιο ακόμα και στις πιο μακάβριες καταστάσεις. Όμως όταν έρχεται η ώρα να θίξει πιο βαθιά ζητήματα, οπότε και να σοβαρέψει σε τόνο, παρουσιάζει μια αμηχανία. Σαν να προσπαθεί να τα καλύψει είτε πολύ γρήγορα (πράγμα που κάποιες φορές πετυχαίνει, όπως στη σκηνή με τη σημαία) είτε με παραπανίσιο χρόνο απ’ όσο θα χρειαζόταν. Έχει, παρ’ όλα αυτά, αρκετά δυνατές στιγμές που δίνουν το στίγμα του ετοιμόρροπου (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κόσμου στον οποίο έχουμε μεταβεί μέσω της ταινίας. Και το τέλος του είναι τόσο ειρωνικά αισιόδοξο που αξίζει να δει κανείς όλη την ταινία απλά για να φτάσει σε αυτό.
Θα θεωρήσετε πως άξιζε τον κόπο όταν βγείτε από την αίθουσα; Δεν το γνωρίζω, εξαρτάται του πως προτιμάτε τις αντιπολεμικές σας ταινίες· αν είστε λίγο πιο ανεκτικοί στο να υπάρχουν και τα «σφάλματα» σε αυτές, τότε μάλλον θα είστε από τους κερδισμένους της υπόθεσης. Σε προσωπικό επίπεδο την ευχαριστήθηκα, κατάλαβα τι θέλει να πει και κράτησα μερικά πράγματα. Που στο τέλος της ημέρας αυτό είναι που μετρά περισσότερο όταν μιλάμε για κινηματογράφο και το σκοπό μιας ταινίας. Είπαμε, όχι τέλεια, ούτε καν Υπέροχη, αλλά αξιόλογη.
Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης (Batman v Superman: Dawn of Justice) *****
ΗΠΑ, 2016, , Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Zack Snyder
Πρωταγωνιστούν: Henry Cavill, Ben Affleck, Jesse Eisenberg
Διάρκεια: 153’
Ο Bruce Wayne και ο Clark Kent συναντούνται στη Metropolis. Ο μεν ερευνά τα ίχνη ενός τρομοκράτη που μπορεί να αποτελέσει μια τεράστια απειλή, ο δε, εκτός του να νιώθει το βάρος που οι πράξεις του έχουν στον κόσμο, ερευνά την περίπτωση του Batman. Το μίσος τους θα είναι αμοιβαίο και η μάχη μεταξύ τους δε θα αργήσει να ξεσπάσει, αφήνοντας χώρο για κάποιους να επωφεληθούν της σύγκρουσης των δύο υπερηρώων. Αν εξαιρέσουμε τη διαρκή υπενθύμιση των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Zack Snyder δικαιώνεται. Σίγουρα, σεναριακά η ταινία του πάσχει, αλλά σε θέμα θεάματος και υποκριτικής είναι όπως πρέπει να είναι. Φαντασμαγορικό, έντονο, με τον Jesse Eisenberg να κλέβει την παράσταση, υποδυόμενος ένα ρόλο αντάξιο του Heath Ledger ως Joker, ενώ ο Ben Affleck, παρά τον τρόμο του κοινού στην ανακοίνωση του ονόματός του, τα πηγαίνει περίφημα. Η ένστασή μου, ωστόσο, είναι για εκείνα τα σημεία που όταν το ξύλο δεν πέφτει με τα τουλούμια, το σενάριο πρέπει ντε και καλά να προσπαθεί να φανεί τόσο σκοτεινό και ρεαλιστικό. Μπορεί να ζούμε σε κυνικούς καιρούς, αλλά δεν είναι ανάγκη όλα να ντύνονται στο μαύρο και να γίνονται σοβαροφανή. Όπως και να ‘χει, τελικά η αρνητική προδιάθεση ανατρέπονται και το αποτέλεσμα συνοδεύεται πάρα πολύ ευχάριστα με ποπ κορν και αναψυκτικό της αρεσκείας σας. Όπως και πρέπει.
Η Εβίτα δεν κοιμάται πια εδώ (Eva no duerme) *****
Γαλλία, Αργεντινή, Ισπανία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Pablo Agüerro
Πρωταγωνιστούν: Gael García Bernal, Denis Lavant, Imanol Arias
Διάρκεια: 85’
Το πτώμα της Eva Peron πέρασε μια ολόκληρη οδύσσεια από την ταρίχευσή της μέχρι την ταφή της από τη χούντα της Αργεντινής. Τρεις μικρές ιστορίες ποου διαδραματίζονται σε τρεις διαφορετικές χρονολογίες, καίριες στην ιστορία της χώρας, προσπαθούν να αποδείξουν το πόσο δυνατό σύμβολο για τα γυναικεία και τα εργατικά δικαιώματα αποτέλεσε η Evita, ακόμα και μετά θάνατον. Ο Pablo Agüerro αρχίζει και βρίσκει τα σωστά βήματα στο μονοπάτι του arthouse κινηματογράφου, στήνοντας μια νοσηρή ατμόσφαιρα και δείχνοντας θέληση πειραματισμού. Και λέω «αρχίζει» διότι, όσο υπνωτιστικοί και να καταλήγουν οι φωτισμοί του, όσο καλοπαιγμένοι και να είναι οι χαρακτήρες του, όσο ενδιαφέροντα κι αν είναι τα μονοπλάνα του, σφάλλει τακτικά. Υπάρχουν στιγμές που οι χαρακτήρες του μοιάζουν με καρικατούρες με τις διαρκείς υπενθυμίσεις του μισογυνισμού και του φασισμού που τους χαρακτηρίζει, ενώ η προτελευταία σεκάνς θα μπορούσε να απουσιάζει χωρίς καμία ποιοτική επίπτωση στο σύνολο της ταινίας του. πάντως, μέχρι σήμερα, παραμένει η πιο δυνατή υπόσχεση πως κάποια στιγμή θα βρει ένα προσωπικό ύφος που ενδέχεται να τον κατατάξει στα δυνατά ονόματα του ισπανόφωνου κινηματογράφου. Α, και όσοι πάτε για τον Gael Garcia Bernal, ας το αφήσετε καλύτερα.
Μεσιέ Σοκολά (Chocolat) **1/2***
Γαλλία, 2016, , Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Roschdy Zem
Πρωταγωνιστούν: Omar Sy, James Thierrée, Clotilde Hesme
Διάρκεια: 110’
Ο Chocolat (αληθινό όνομα Rafael Pantilla) ήταν ο πρώτος νέγρος διασκεδαστής στη Γαλλία. Μέσα στο μποέμ κλίμα της Μονμάρτης, κατάφερε να χτίσει έναν τεράστιο μύθο γύρω από το όνομά του, μαζί με τον αδερφικό φίλο και συνεργάτη του, Georges Footit. Ενέπνευσε από τον Lautrec μέχρι τους Lumiere και αυτή είναι η ιστορία του. Μια ιστορία που από τη σκλαβιά κατέληξε στην αιωνιότητα του κόσμου του θεάματος. Γλυκιά και λαμπερή ως προς την παραγωγή της, δε θα διστάσει να εντυπωσιάσει ειδικά το φιλικό προς τη γαλλική κουλτούρα κοινό. Οι δύο πρωταγωνιστές τιμούν τις φιγούρες που υποδύονται, αλλά σεναριακά υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα: είναι εντελώς πεζό ως προς το τι προσφέρει. Χαρακτηριστικά, σε μια σκηνή δίνεται μια εξαιρετική πάσα για να αναπτυχθεί η πολιτική πλευρά της εποχής, μια πάσα την οποία ο σκηνοθέτης επιμελώς αποφεύγει για να κρατήσει την ιστορία στα απόλυτα βασικά και προβλέψιμα στοιχεία της ανόδου και αυτοκαταστροφής που προσφέρουν στιγμιαίες απολαύσεις. Θέαμα λαμπερό, αλλά κάπως κενό περιεχομένου δυστυχώς.
Το Κυπαρίσσι Του Βυθού
Ελλάδα, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Νίκος Κορνήλιος
Πρωταγωνιστούν: Άρτεμις Ιωάννου, Μελίσσα Κωτσάκη, Θοδωρής Ματινόπουλος
Διάρκεια: 85’
Μια σχέση ξεκινά, περνώντας από το στάδιο του πάθους και της ψυχικής διείσδυσης στην αναπόφευκτη φθορά και τον τερματισμό της. Τα ερωτηματικά που αφήνονται και η πίκρα που αφήνει πίσω της το τέλος μιας σχέσης δημιουργεί ένα εσωτερικό ταξίδι. «Τις πταίει»; Και πως μπορεί να συνεχιστεί μια ζωή μετά τα τραύματα που έχουν μείνει στην ψυχή; Αυτές τις σκέψεις θέτει επί χάρτου ο Νίκος Κορνήλιος στη νέα του σκηνοθετική απόπειρα, καταλήγοντας να φτιάχνει ένα σύνολο που μοιάζει περισσότερο με φιλμικό, εσωτερικό δοκίμιο παρά με ταινία. Ένα δοκίμιο που σε καμία περίπτωση δεν απευθύνεται σε όσους θέλουν να προβληματιστούν πάνω σε ένα γνώριμο δομικό σύμπλεγμα. Πιο πολύ με video-art καταλήγει να μοιάζει παρά με ταινία εν τέλει, όσο και να αφηγείται μια ιστορία. Το σενάριο δεν μας απασχολεί, ωστόσο, στον οποιοδήποτε βαθμό, γιατί πρόκειται περί ενός πειράματος φόρμας. Μιας φόρμας που φλερτάρει έντονα με το φως και το σκοτάδι, την ανθρώπινη φιγούρα και το εύθραυστο του ανθρώπινου σώματος (άρα και της ψυχής). Οπότε επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα. Σε ποιους απευθύνεται, τελικά αυτό το φορμαλιστικό πείραμα; Σε αυτούς που μπορούν να παρασυρθούν από την εικόνα και να τη νιώσουν εν τέλει, δεν αφορά στους (κακώς εννοούμενους) διανοούμενους, αλλά σε αυτούς που εξακολουθούν να μαγεύονται από την ομορφιά της φόρμας. Καθώς πρόκειται, όπως προείπα, περισσότερο για videoart παρά για ταινία, δεν τίθεται ζήτημα περί βαθμολογίας.
Επόμενος Σταθμός: Ουτοπία
Ελλάδα, Γερμανία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Απόστολος Καρακάσης
Διάρκεια: 90’
Ο Απόστολος Καρακάσης αποφασίζει να διηγηθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που αφορά στην κρίση. Όταν η ΒΙΟ.ΜΕ. έκλεισε στη Θεσσαλονίκη, αφήνοντας άνεργους τους εργαζόμενούς της, εκείνοι δεν έμειναν με τα χέρια σταυρωμένα. Αποφασίζουν να λειτουργήσουν, εν ονόματι της άμεσης δημοκρατίας, το εργοστάσιο ξανά, μόνοι τους. Έκπληκτος ο κόσμος (ανάμεσά τους η πρώην διευθύντρια του εργοστασίου) παρακολουθεί την απόπειρα των εργατών, οι οποίοι, βέβαια, με τη σειρά τους, καταλαβαίνουν πως για να λειτουργήσει αυτό το εγχείρημα και να αλλάξουν τα δεδομένα, πρέπει να αλλάξουν και οι ίδιοι.