Το ντεμπούτο των Arcade Fire έκλεισε τον Σεπτέμβριο δέκα χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε. Τελικά, όχι μόνο δεν είχαμε «κηδεία», αλλά πιθανότατα έναν από τους καλύτερους δίσκους (αν όχι τον καλύτερο) της περασμένης δεκαετίας. Από εκείνους που κάνουν το μπάσιμο στη show biz με τον καλύτερο τρόπο, ένα αντιπροσωπευτικότατο calling card. Με τον πολύ ταιριαστό τίτλο, λόγω της προσωπικής τους κατάστασης, αλλά και του ήχου που απέδωσαν, Funeral και το εξώφυλλο να αποπνέει «vaudeville», οι Καναδοί συνδύασαν ήχους θλιβερούς, βρώμικους, με ολίγη από μπαρόκ, αλλά και τον τόσο χαρακτηριστικό πλέον απόηχο της μεταπάνκ φιλοσοφίας. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι που δεν μπαίνει εύκολα σε καλούπια, σίγουρα όμως είναι εκεί και καθόρισε το μετέπειτα.
Οι Arcade Fire σήμερα, δέκα χρόνια και τρία άλμπουμ μετά το “Funeral”
Ας δούμε ωστόσο μερικές ιστορίες, μεριτι ακριβώς ξέρουμε και τι όχι γύρω από αυτή την πρώτη και μελλοντικά ιστορική κυκλοφορία.
- Η μπάντα εκείνη την περίοδο αποτελούνταν από τους: Win Butler, Régine Chassagne, Richard Reed Parry, Tim Kingsbury, Howard Bilerman και William Butler.
- Ο δίσκος ηχογραφήθηκε σε αναλογικό φορμά από τον Αύγουστο του 2003, μέχρι τις αρχές του 2004 στο Hotel2Tango που βρίσκεται στη γενέτειρα στο Μόντρεαλ, γενέτειρα της μπάντας στην περιοχή της Κεμπέκ. Κυκλοφόρησε στις 14 Σεπτέμβρη 2004.
- Ο τίτλος του δίσκου, Funeral (κηδεία), επιλέχθηκε από τα μέλη της μπάντας, καθώς είχαν χάσει κάποια μέλη της οικογένειάς τους στην περιόδο που προηγήθηκε της επίσημης κυκλοφορίας. Η Chassagne είχε χάσει τη γιαγιά της τον Ιούνιο του 2003, τα αδέλφια Butler (Win και William) τον παππού τους, επίσης μουσικό Alvino Ray και ο Richard Reed Parry τη θεία του τον Απρίλη του 2004.
Η ατμόσφαιρα που γέννησε το άλμπουμ σε μια χαρακτηριστική φωτογραφία.
- Το όνομα του γκρουπ, Arcade Fire, για χρόνια αντικείμενο σπέκουλας των μίντια μέχρις ότου ο Win Butler ξεκαθάρισε τα πράγματα, λέγοντας σε συνέντευξη ότι προήλθε από μια ιστορία που του είχε πει ένας παιδικός «φίλος», που τον έδειρε όταν ήταν μικροί. Αναφερόταν σε μια φωτιά που είχε κάψει ένα Arcade (στοά με μαγαζιά ή κάτι σαν τα παλιά «σφαιριστήρια» με ηλεκτρονικά παιχνίδια) και στην οποία είχαν σκοτωθεί αρκετά παιδιά. Πιθανότατα αυτό δε συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα, αλλά τότε ο Butler το είχε πιστέψει.
- Στην ίδια συνέντευξη, στο Gothamite, ο Butler ανέφερε: «Δεν νιώθω τα κομμάτια ως τρομερά δραματικά, αυτό μου το λένε οι ακροατές. Μπορώ όμως να καταλάβω γιατί το λένε…Η μπάντα αλλάζει και δοκιμάζει νέα πράγματα όλη την ώρα και ήδη πειραματιζόμαστε κάνοντας το αντίθετο απ’ότι στις συναυλίες: Ακινησία και ηρεμία».
- «Το Funeral περικλείει την αγωνία, ακόμη και την έκσταση του να επιβιώνεις από το θανατικό που σε περιβάλλει», έγραψε στην πρώτη κριτική του το Rolling Stone.
- Και δεν ήταν το μόνο: Με το που κυκλοφόρησε το ντεμπούτο, έγινε αμέσως δεκτό με τρομερό ενθουσιασμό, χτίζοντας ουσιαστικά τη φήμη του συγκροτήματος μέχρι και σήμερα. Οι κριτικοί το αποθέωσαν, οι fans το λάτρεψαν και ο δίσκος βρίσκεται πλέον σε εκατοντάδες λίστες με τους καλύτερους δίσκους των ’00ς (συνήθως στην κορυφή). NME, Pitchfork, Guardian, Consequence of Sound, Mojo, Metacritic και πλήθος άλλων mainstream media υποδέχθηκαν με ύμνους τον δίσκο.
- «Η μπάντα από το Μόντρεαλ, φτιαγμένη από το συζυγικό δίδυμο του Win Butler και της Regine Chassagne έρχεται με αυτό το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο». (Metacritic).
- Το άλμπουμ έβγαλε 5 σίνγκλ, με πιο επιτυχημένο, το “Rebellion (Lies)”, που άγγιξε το νούμερο 19 στα τσάρτς της Μεγ.Βρετανίας.
- Τα υπόλοιπα ήταν τα “Neighbourhood #1 (Tunnels)”, “Neighbourhood #2 (Laika)”, “Neighbourhood #3 (Power-Out)” και το “Wake Up”.
- Το σάιτ που πραγματικά θριαμβολόγησε ήταν το Pitchfork, δίνοντας ένα στομφώδες 9,7 σαν βαθμολογία και γράφοντας πολύ ενθαρρυντικές κουβέντες για το κόνσεπτ του δίσκου: «Μας πήρε αρκετό καιρό για να φτάσουμε στο σημείο όπου ένας δίσκος είναι τουλάχιστον επαρκής και κατορθώνει να επαναφέρει τη λέξη «συναισθηματικός» στην πραγματική της σημασία. Το να το αναλύουμε δεν έχει μεγάλη σημασία. Είναι απλώς παρηγορητικό ότι τουλάχιστον φτάσαμε ως εδώ».
- Επίσης, το κατέταξε δεύτερο, πίσω από το Kid A των Radiohead στη λίστα με τα «200 καλύτερα άλμπουμ των 2000s».
- «Πιστέψτε τις φήμες, γιατί αν το Funeral δεν σας «ακουμπήσει», τότε βάλτε λίγο Bette Midler. Γιατί ειλικρινά, έχετε ήδη ψοφήσει». (έγραψε το ΝΜΕ, όταν συμπεριέλαβε το δίσκο στους 100 καλύτερους της δεκαετίας, στη θέση 7).
- Ο δίσκος είναι ήδη χρυσός, έχοντας πουλήσει πάνω από 500.000 αντίτυπα (κι αυτό μόνο για τις ΗΠΑ).
- Οι τέσσερις επιρροές που είχαν αναφέρει οι Καναδοί τότε, ήταν οι: Debussy, Neil Young, Τhe Pixies και Alvino Rey.
- Ακόμη και ο «δυσκοίλιος» μουσικοκριτικός Robert Christgau, αποθέωσε το δίσκο, βάζοντάς του Α- και γράφοντας: «… ο δίσκος είναι υπερ του δέοντος δραματικός, αλλά ξέρει καλά τη θέση του και είναι αρκετά όμορφος».
10 Covers for a Funeral
Τη Δευτέρα 22 Δεκέμβρη, στο Gagarin 205 θα δούμε το φόρο τιμής στους Arcade Fire, από 10+2 αθηναϊκές μπάντες. Τα συγκροτήματα θα διασκευάσουν από ένα τραγούδι του, ενώ ενδιάμεσα και στο τέλος των live εμφανίσεων θα υπάρχουν dj sets από το τιμ της Popaganda. (είσοδος 5 ευρώ)