Δεύτερη μαμά – Της Λουκίας Δέρβη

Σε λένε Τίλντα – από το Ματθίλδη. Γεννήθηκες στη Νίκαια της Γαλλίας από Έλληνες Εβραίους. Από τον παππού τον Μανώλη και την γιαγιά την Έφη που αλλαξοπίστησε και από Χριστιανή έγινε Εβραία για να παντρευτεί τον Μανώλη, τον δεύτερο άντρα της. Εσύ είσαι άθεη. Δεν πιστεύεις σε τίποτα – ευτυχώς όμως πάντα πίστευες στον εαυτό σου και στις δυνάμεις σου. Από τότε που σε θυμάμαι δούλευες στη γκαλερί Λαφαγέτ στο τμήμα των καλσόν. Είσαι θεία μου. Η θεία Τίλντα, ετεροθαλής αδερφή της μαμάς. Η tata των παιδικών μου χρόνων.

Τα καλοκαίρια ερχόμασταν με την Τζώρτζια, την αδερφή μου, να περάσουμε μερικούς μήνες μαζί σας. Με τους παππούδες, εσένα και τα ξαδέρφια μας. Πετούσαμε με Ολυμπιακή, ασυνόδευτα κοριτσάκια. Μας περνούσαν μια άσπρη πλαστική κάρτα στο λαιμό με τα στοιχεία μας σε περίπτωση που μας έχανε από την εποπτεία της η αεροσυνοδός που μας συνόδευε μέχρι το αεροπλάνο. Μια άλλη αεροσυνοδός στη Γαλλία μας παρέδιδε στο πρόσωπο που ήταν αναγραμμένο στην κάρτα που φορούσαμε για να μας παραλάβει. Μας υποδεχόσουν πάντα εσύ. Πάντα όμορφη, βαμμένο πρόσωπο στην εντέλεια με τα κόκκινα μαλλιά σου (σε μιμήθηκα κατόπιν) και τα φανταιζί σου ρούχα.

Είχες από τότε μια μανία να μας μιλάς στα Γαλλικά. Δεν έφταναν τα μαθήματα στο σπίτι, να τα εξασκούμε γιατί θα μας χρειάζονταν, έλεγες.

Πώς προφέρεται το je, το ch, το u. Jetter, chat, azur. Ξανά και ξανά. Αν κάναμε λάθος τρώγαμε και χαστουκάκι – εσύ το είχες σκαρφιστεί αυτό. Είχαμε αυστηρή δασκάλα.

Το διαμέρισμα σου στην rue Voltaire. Έξι δωμάτια, μπαλκόνι κατάφυτο με οικόσιτη μια χελώνα και τον μαύρο γάτο τον Mισέλ που παρακολουθούσε τηλεόραση μαζί μας. Τα ξαδέρφια μας, ο Yβάν στην ηλικία μου και η Γιαέλ ένα χρόνο μεγαλύτερη. Σας λάτρευα. Μετά τα καλοκαίρια στη Νίκαια επιστρέφαμε στην Αθήνα πολύ προχωρημένες, αρκετά βήματα πιο μπροστά από τις φιλενάδες μας. Στο ντύσιμο, στη συμπεριφορά, στη σκέψη. Ζούσαμε για τα καλοκαίρια στη Γαλλία.

Η γιαγιά έψηνε τυροπιτάκια κι έφτιαχνε παγωτό ενώ εσύ υποδεχόσουν τον πρώην άντρα σου, τον πατέρα των παιδιών σου, που ερχόταν ανελλιπώς κάθε μέρα με μια μπαγκέτα και καλούδια στο χέρι για να πάρει το πρωινό του μαζί σας. Μου έκανε τόση εντύπωση όλο αυτό το σκηνικό καθώς μεγάλωνα και η συνήθεια του Ραούλ δεν άλλαξε ποτέ. Μου φαινόσασταν τόσο πολιτισμένοι, τόσο μοντέρνοι. Πάντα πιο μπροστά.

Μεγαλώσαμε. Ερχόμουν και μόνη μου, χωρίς την Τζώρτζια. Αρχές Σεπτέμβρη, αν είχα ξεμείνει κοντά σας, πήγαινα μαζί με τον Yβάν στο σχολείο, τα απογεύματα βγαίναμε με τους φίλους του, έμαθα από πρώτο χέρι τι θα πει γαλλικό φιλί. Συγχύστηκες. “Je te previens ma cocote, les Francais ne sont pas comme les Grecs”. Δεν χρειαζόμουν προειδοποίηση για τους Γάλλους. Ένα φιλί ήταν μόνο. Το πρώτο μου

Άρχισα να εξερευνώ μαζί σου την πόλη. Αγκαζέ στην Προμενάντ ντεζ Ανγκλαί, η διαδρομή κατά μήκος της θάλασσας και άπειρες φωτογραφίες μπροστά στο συντριβάνι στην πλατεία Μασενά. Με τις ώρες μπροστά στους πίνακες του Ματίς στο μουσείο του, το ίδιο και στου Σαγκάλ. Εισαγωγή στις Καλές Τέχνες μαζί σου. Αγάπησα τους καλλιτέχνες χάρη σε σένα. Στο εστιατόριο “France” στην παλιά πόλη με κέρασες σορμπέ λεμόνι. Την θυμάμαι εκείνη τη γεύση. Γλυκόξινη, δροσερή, βελουδένια, χρωματιστή. Τόσο γαλλική. Τα πρώτα μου μουσεία, το πρώτο μου φιλί, οι πρώτες εξωτικές μου γεύσεις. Μερικά χρόνια αργότερα με γύρισες παντού με το μηχανάκι σου. Κάνες, Μονακό, Αντίμπ. Ήμουν στο κέντρο του κόσμου.

Τελειώνοντας το σχολείο αποφάσισα να σπουδάσω στην Ελβετία. Εκείνο το καλοκαίρι δεν ήρθα. Είχα μεγαλώσει και φλέρταρα στην Αθήνα, προτιμούσα να πηγαίνω για μπάνιο με τους φίλους μου και να ακούω τα κουτσομπολιά για τα αγόρια της παρέας που μ’ενδιέφεραν.

Εσύ γνώρισες τον Aλαίν, τον δεύτερο άντρα σου. Ήρθα από την Ελβετία με το αυτοκίνητο μιας συμμαθήτριάς μου το επόμενο καλοκαίρι για να τον γνωρίσω. Είχες πλέον μετακομίσει στο Μπιότ. «Δεν είναι χωριό…» διαμαρτυρόσουν, «…είναι πόλη. Πόλη καλλιτεχνών». Μικρή και πανέμορφη. Όσους φίλους σου μου γνώριζες μου έλεγες με καμάρι πως είναι καλλιτέχνες.

Κάναμε σχέδια –κρυφά από τους γονείς μου- να παντρευτώ τον Μαρσέλ, τον φίλο του Yβάν που με γλυκοκοίταζε, και μόλις αποφοιτήσω να μείνω μόνιμα κοντά σου. Θα δούλευα στο Negresco στη Νίκαια. Οι ξενοδοχειακές σπουδές στην Ελβετία και τα Γαλλικά μου ήταν το διαβατήριό μου. Είχες απόλυτο δίκιο, τα Γαλλικά μού χρειάστηκαν στη συνέχεια. Με έκαναν να «πετάξω». Εντωμεταξύ ο Yβάν σπούδαζε για να γίνει chef και η Γιαέλ έγινε μουσική παραγωγός στο Παρίσι. Εσύ είχες πουλήσει το διαμέρισμά σου στη rue Voltaire αλλά ακόμη κι έτσι τα έφερνες βόλτα δύσκολα.

Μόλις αποφοίτησα αντί να πετάξω από Αθήνα για Νίκαια με το πρώτο αεροπλάνο έκανα την πρώτη μου γνωριμία με τον φτερωτό θεό. Ερωτεύτηκα στην Αθήνα. Τα σχέδιά μας ακυρώθηκαν. Η αγάπη μας όχι. Έπιασα δουλειά, τέρμα τα καλοκαίρια στη Νίκαια. Όταν ανέλαβα να εκπροσωπώ στη Γαλλία το ξενοδοχείο στο οποίο δούλευα ξαναήρθα. Είχα ωριμάσει πια. Είχα ζήσει στο εξωτερικό, είχα επισκεφτεί κι άλλες χώρες. Ακόμα λάτρευα την Γαλλία αλλά πιο προσγειωμένα. Έβλεπα και τα στραβά της. Όση επίδραση κι αν εξασκούσε αυτή η χώρα πάνω μου, όσο κι αν ήταν η Νίκαια η πόλη που με είχε σημαδέψει μικρή, η πόλη που μου άνοιξε τους ορίζοντες, τώρα είχα ανάγκη για επιστροφή στις ρίζες. Τώρα αγαπούσα την Ελλάδα, την Ελλάδα μου. Την πιο όμορφη χώρα στον κόσμο – με τα στραβά της. Αγαπάς τον τόπο όπου ερωτεύεσαι.

Όσο δούλευα στο ξενοδοχείο, με μετρημένες διακοπές, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ερχόσουν εσύ κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα με τον Aλαίν- είχες πάθος με την Κεφαλονιά. Μένατε πρώτα μαζί μας στην Αθήνα. Σας ξεναγούσα παντού. Πολλά καλοκαίρια τα περνούσαμε για λίγες μέρες οι τρεις μας στη Σέριφο ή στην Κεφαλονιά. Είχα αρχίσει να γράφω. Μιλούσαμε για τα μυθιστορήματα που διάβαζα για τον Σταντάλ, τον Φλωμπέρ και τον Μωπασάν. Επέμεινες να διαβάσω Μπαλζάκ. Έμελλε να γίνει ο αγαπημένος μου.

Ο Aλαίν σ’εγκαταλείπει για μια μικρή – γεροντοέρωτας. Πικραίνεσαι. Θέλω να έρθω να σου συμπαρασταθώ, να ξεχαστείς, να σε πάω βόλτες, να βγεις από το σπίτι. Εντωμεταξύ, γνωρίζω τον άντρα μου. Μετά από δέκα μήνες έρχεσαι στο γάμο μας στο νησί. Ο Yβάν με παραδίδει στον γαμπρό. «Θα έρθω του χρόνου», σου λέω. Πάντα με προλαβαίνεις. Κάθε καλοκαίρι Ελλάδα. Μόνη σου. Λατρεύεις τον άντρα μου κι εκείνος εσένα.

Μου τηλεφωνείς πριν λίγους μήνες, τα Χριστούγεννα για ευχές. «Γνώρισα κάποιον» λες. Toν λένε Ζεράρ. Πηδάω πάνω-κάτω απ’τη χαρά μου. Σου αξίζει κάθε ευτυχία. Όχι μόνο γιατί είσαι όμορφη, καλή, γενναιόδωρη και υπερδραστήρια. Επειδή έχεις να δώσεις στον έρωτα. Επειδή δεν τον φοβάσαι. Δεν φοβάσαι τις αλλαγές κι ούτε τον άντρα που μπορεί να σου αλλάξει τον κόσμο. Δεν ανοίγεις μόνο εσύ τον ορίζοντα στους ανθρώπους, επιτρέπεις και σε άλλους να κάνουν το ίδιο σε σένα.

Αυτό το καλοκαίρι μην κανονίσεις να έρθεις στην Ελλάδα. Θα έρθουμε εμείς. Μετά από δώδεκα χρόνια που έχω να έρθω. Συμβολικός αριθμός. Ταξίδι στο χρόνο. Τι λες; Θα μας ξεναγήσεις;

Το βιβλίο της Λουκίας Δέρβη “Αλλού, στο πουθενά” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA