Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 στη Μεγάλη Βρετανία το θέατρο διένυε μια εξαιρετικά δημιουργική περίοδο. Νέοι άνθρωποι δημιουργούσαν ομάδες επιχειρώντας με μεγάλη επιτυχία να ανανεώσουν εκ βάθρων τη σκηνική γλώσσα. Οι σημαντικότερες ίσως όλων ήταν οι Complicité, οι Forced Entertainment και οι Cheek by Jowl, οι οποίοι μάλιστα προηγήθηκαν των άλλων κατά 2-3 χρόνια. Για λόγους μάλλον συμπτωματικούς, οι Cheek by Jowl έχουν γίνει λιγότερο γνωστοί στην Ελλάδα, παρόλη τη σπουδαία, βαθιά και ρηξικέλευθη δουλειά τους. Αυτές τις μέρες στο Μέγαρο Μουσικής έχουμε την ευκαιρία να δούμε το δικό τους Χειμωνιάτικο Παραμύθι του Σαίξπηρ, και η Popaganda βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει με το σκηνοθέτη Declan Donnellan, συνιδρυτή και καλλιτεχνικό διευθυντή της ομάδας μαζί με το σκηνογράφο Nick Ormerod.
Επιστρέφετε στην Αθήνα και μάλιστα αυτή τη φορά με Σαίξπηρ. Έχετε ανεβάσει πολλά από τα έργα του, όχι αυτά που θεωρούνται δημοφιλέστερα κι ανεβαίνουν συνέχεια. Μου αρέσουν πολύ τα ύστερα έργα του Σαίξπηρ, αυτά που αποκαλούνται romances. Λαμβάνουν μάλιστα σχεδόν όλα χώρα στη Μεσόγειο, εκτός από τον Κυμβελίνο: Τρικυμία, Περικλής, Χειμωνιάτικο Παραμύθι. Είναι εξαιρετικά έργα. Έχουν να κάνουν με την εξιλέωση, αναγνωρίζουν πως η ζωή είναι πολύ σκληρή και τη βλέπουν με αγάπη, αναγνωρίζοντας πως στο σύμπαν δεν υπάρχουν μόνο υλικά πράγματα.
Ο Σαίξπηρ είναι η παράδοση των Βρετανών, και μάλλον αντιμετωπίζεται και κάπως συντηρητικά. Πόσο διαφορετικό είναι να κάνεις τον Σαίξπηρ στα ρώσικα, για παράδειγμα, από το να τον κάνεις στα αγγλικά; Πολύ διαφορετικά. Είναι σαν να κάνεις Τσέχοφ στα ρώσικα το να κάνεις Σαίξπηρ στα αγγλικά. Έχω κάνει Τσέχωφ στα ρώσικα, τις Τρεις Αδελφές. Κι έχω κάνει και τον Μπόρις Γκοντούνοφ. Είναι ενδιαφέρον: στην Αγγλία υπάρχει μια παράδοση του πώς κάνεις τον Σαίξπηρ, αλλά υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι που ανεβάζουν τον Σαίξπηρ με πάρα πολύ διαφορετικούς τρόπους. Τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’40, εδώ και 75 χρόνια, έχει γίνει αποδεκτό πως ο Σαίξπηρ θα ανεβαίνει με κάθε είδους διαφορετικό τρόπο. Δεν ξέρω λοιπόν αν έχουμε πλέον κάποιο κλασικό αρχέτυπο. Ας πούμε, εγώ λατρεύω το αρχαίο ελληνικό δράμα, και θα ήθελα πολύ να ανεβάσω ξανά την Αντιγόνη, ίσως στα ρώσικα, γιατί στα αγγλικά την έχω κάνει, και μάλιστα σε δική μου διασκευή. Οι Έλληνες στην Επίδαυρο, για παράδειγμα, έχουν ένα κλασικό τρόπο να ανεβάζουν ακόμα την τραγωδία;
Αυτό είναι μια περίπλοκη και λίγο πονεμένη ιστορία. Οι Γάλλοι έχουν ένα κλασικό τρόπο μερικές φορές, ή τουλάχιστον είχαν. Τώρα για τους Άγγλους δεν ξέρω τι να πω. Υποθέτω πως υπάρχει μια παράδοση, και μάλιστα σχετικά με το πώς εκφέρεις το μέτρο των στίχων. Γιατί ξέρετε, όταν κάνεις Σαίξπηρ στα αγγλικά, είναι σε πολύ παλιά αγγλικά. Ενώ όταν τον μεταφράζεις στα γαλλικά ή τα ελληνικά, γίνεται περισσότερο κατανοητός. Εμείς έχουμε να αντιμετωπίσουμε την πολύ παλιά γλώσσα, μπορεί κάποια πράγματα από αυτή να έχουν παραμείνει ίδια, αλλά πολλά έχουν αλλάξει. Είναι λοιπόν λίγο αποξενωτικός ο λόγος του για τη σημερινή εποχή της τηλεόρασης. Δεν είναι καθόλου νατουραλιστικός, είναι ποίηση, είναι γραμμένος σε ένα άλλο επίπεδο. Αλλά δεν μπορείς να τον εξημερώσεις. Ένα από τα πράγματα που λατρεύω στον Σαίξπηρ, αλλά είναι πολύ δύσκολο, είναι πως είναι το απολύτως αντίθετο της κλασικής γαλλικής τραγωδίας, όπου υπάρχει ένα και μόνο σύμπαν, με διαφορετικές πλευρές, αλλά σε αυτό το μοναδικό σύμπαν. Στον Σαίξπηρ εκεί που έχεις υψηλές ιδέες, ξαφνικά υπάρχει κάτι πολύ φτηνό. Υπάρχουν σε κάποια έργα μερικά πολύ όμορφα τραγούδια, κι αλλού χρησιμοποιεί εντελώς λαϊκά τραγούδια της εποχής του. Πολλά έργα του Σαίξπηρ χρειάζονται ένα ιντερλούδιο χυδαιότητας, διαφορετικά δεν είναι σαιξπηρικά. Γιατί βρίσκεσαι κάπου, όμως μετά φεύγεις σε έναν εντελώς τρελό κόσμο, με διαφορετικό λεξιλόγιο, μιλάνε σε αργκό και τραγουδάνε λαϊκά τραγούδια. Και μετά επιστρέφεις στον αρχικό σύμπαν. Είναι σαν άσκηση, δεν ελέγχεις τους κόσμους του Σαίξπηρ, σε εκπλήσσει διαρκώς αλλάζοντας το είδος του έργου που βλέπεις.
Μπορείτε να μας πείτε ένα παράδειγμα; Το Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Το ζήτημα με το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα είναι πως είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, σαν να προέρχονται από διαφορετικά έργα. Ο ένας μιλάει με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τον άλλο. Δεν έχουν σχεδόν τίποτα κοινό! Όσο περισσότερο γνωρίζεις τον Σαίξπηρ, τόσο περισσότερο συνειδητοποιείς πόσο τρελά είναι όλα αυτά, αληθινά τολμάει να κάνει παράξενα πράγματα, είναι δυναμικός, υπερβατικός και παραβατικός, πολύ παραβατικός προς το status quo.
Έχετε δουλέψει πολύ με Άγγλους με Ρώσους και με Γάλλους ηθοποιούς. Πόσο διαφορετικοί κόσμοι είναι σε ότι αφορά το θέατρο; Πολιτισμικά, εντελώς διαφορετικοί. Η ρωσική κοινωνία είναι πολύ διαφορετική. Οι Ρώσοι δημιουργούν ομάδες πολύ εύκολα, κολεκτίβα, γκρουπ, σοβιέτ! Οι Ρώσοι δημιουργούν ομάδες όπου οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο πολύ εύκολα. Η Αγγλία, ή μάλλον θα έπρεπε να πω ο αγγλοσαξωνικός κόσμος, γιατί κι η Αμερική έτσι είναι, είναι πολύ περισσότερο ένας κόσμος ατομικών δικαιωμάτων. Εγώ πιστεύω πως όλο το καλό θέατρο καθοδηγείται από την ομάδα. Στο αγγλικό θέατρο οι ηθοποιοί είναι χώρια, γιατί δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες μόνιμες ομάδες. Όταν δουλεύεις στο αγγλικό θέατρο, φέρνεις μαζί ηθοποιούς από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, που θα μείνουν μαζί μόνο για εκείνη τη χρονιά, ή για δύο χρόνια, όσο κρατήσει αυτή η παράσταση. Εν γένει στην Αγγλία κάθε φορά είναι ένας καινούριος θίασος, κι έχουν λιγότερο την αίσθηση της συλλογικότητας, έχουν ατζέντηδες, χωριστές καριέρες έξω από την οικογένεια της ομάδας. Ενώ στη Ρωσία αυτές οι ομάδες είναι πολύ ισχυρές. Αυτό βέβαια αλλάζει τώρα, καθώς η Ρωσία ασπάζεται την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, πολύ βίαια. Έτσι αυτός ο κόσμος καταρρέει καθώς κι αυτοί βρίσουν ατζέντηδες κι ακολουθούν άλλους δρόμους. Και οι Γάλλοι έχουν την τάση να δημιουργούν ομάδες. Κι οι άγγλοι δημιουργούν καλές ομάδες, αλλά είναι πιο παράξενες. Συχνά σου λένε: «Τι θέλεις να κάνω;» Ή: «Τι κάνουμε εδώ;», «Πού θέλεις να στέκομαι;». Οι Έλληνες πώς είναι;
Οι σταθερές ομάδες είναι λίγες. Συνήθως είναι ένα πρόσωπο που κάνει τις επιλογές. Κι οι ηθοποιοί συνήθως λειτουργούν ατομικά. Ενδιαφέρον. Έχετε πίσω σας τα βουνά τους Τούρκους… Κι ένα μίσος για το κατεστημένο.
Θα έλεγα μια δυσπιστία προς το οργανωμένο κράτος. Αυτό υπάρχει και στον αγγλοσαξωνικό κόσμο όπως είδαμε και στις φρικτές, φρικτές εκλογές που είχαμε τελευταία. Έχουμε μπει σε μεγάλους μπελάδες. Και στην Αμερική είναι πολύ χειρότερα, στην Αγγλία προστατευόμαστε κάπως συνταγματικά. Αλλά η δυσπιστία προς την κυβέρνηση υπάρχει και σε μας. Στους ανθρώπους αρέσει να εκλέγουν πολιτικούς που μισούν την κυβέρνηση! Κι αυτό είναι ένα πρόβλημα. Αυτό το σύστημα δεν δουλεύει, κατά κάποιο τρόπο. Προσευχόμαστε για τη Γαλλία τώρα.
Ε, το πιθανότερο είναι πως τώρα δεν πρόκειται να εκλέξει ακροδεξιά Πρόεδρο. Δεν ξέρω. Ελπίζω να έχετε δίκιο. Όμως σε όλο τον κόσμο ο κανόνας είναι απλός: οι άνθρωποι μιλάνε αριστερά και ψηφίζουν δεξιά. Οι άνθρωποι πολύ σπάνια ψηφίζουν πιο αριστερά από ότι μιλούν. Υπάρχει ένας παράγοντας ντροπής, κι έτσι οι δημοσκοπήσεις είναι πάντα διαστρεβλωμένες προς την πλευρά του αριστερού υποψηφίου. Πρέπει λοιπόν ο αριστερός υποψήφιος να έχει μεγάλη διαφορά. Βέβαια ο Μακρόν δεν είναι αριστερός.
Αν δεν απατώμαι η ομάδα σας Cheek by Jowl δημιουργήθηκε το 1981. Πώς ήταν η εικόνα της κοινωνίας στη Βρετανία τότε; Δεν ξέρω. Είχαμε τη Θάτσερ. Μισούσαμε τη Θάτσερ. Μας έδινε μια αίσθηση ενότητας, γιατί τη μισούσαμε τόσο πολύ. Ναι, στ’ αλήθεια μισούσαμε τη Θάτσερ, ακόμα δεν μπορούμε να το ξεπεράσουμε. Δεν ξέρω για τη βρετανική κοινωνία, βλέπω περισσότερο μια παγκόσμια κοινωνία. Οι σπόροι του τώρα ήταν παρόντες και τότε, οι άνθρωποι ήταν πάντοτε υλιστές, ήταν πάντοτε καταναλωτές. Ήμασταν ήδη μεταμοντέρνοι άνθρωποι που αμφισβητούσαν την ύπαρξη του αόρατου ή του παράλογου. Αλλά τώρα νομίζω πως αυτά τα πράγματα έχουν γίνει πολύ πιο ακραία. Νομίζω πως τώρα η αριστερά και η δεξιά διαλύονται μέσα σε ένα κόσμο καταναλωτισμού που ανθεί. Για μένα αυτό είναι απαίσιο, νιώθω να βρίσκομαι σε ένα είδος υλιστικής κόλασης. Είμαι άνθρωπος, κι είμαι άνθρωπος επειδή μπορώ να διαλέγω ανάμεσα στην Pepsi και την Coca Cola, κι αυτό δείχνει ποιος είμαι. Κι αυτό είναι πολύ θλιβερό, είναι ό,τι πιο θλιβερό υπάρχει. Ξέρετε, ο Στανισλάβσκι έχει μεταφραστεί στα αγγλικά δύο φορές: πρώτα τη δεκαετία του 1930, και μετά πριν από λίγα χρόνια. Είναι μεγάλο εγχείρημα, θέλει πολλή δουλειά, κοστίζει πολλά χρήματα, απαιτεί πολλή έρευνα κλπ. Ο Στανισλάβσκι έχει εμμονή με την πνευματικότητα. Μιλάει για την πνευματικότητα του θεάτρου, την πνευματικότητα της υποκριτικής, κι έχει εμμονή και με την ψυχή του ηθοποιού, μιλάει πολύ γι αυτήν. Η καινούρια μετάφραση του Στανισλάβσκι είναι πιο ακριβής από την πρώτη. Όμως στην καινούρια το «πνευματικό» μεταφράζεται ως «νοητικό», και η «ψυχή» μεταφράζεται ως «προσωπικότητα» σε αυτό τον κόσμο ζούμε. Κι αναρωτιόμαστε γιατί ο κόσμος έχει τρελαθεί. Αναρωτιόμαστε γιατί υπάρχει μια πανδημία κατάθλιψης. Αυτό εννοώ ως καταναλωτισμό. Η προσωπικότητα είναι η υλοποιημένη ψυχή, είναι μια τεχνητή καταναλωτική ψυχή. Μου κάνει κατάπληξη.
Πού το εντοπίζεται αυτό στην καθημερινή ζωή; Βεβαίως. Έφτασα εδώ στο αεροδρόμιο και βρέθηκα μπροστά στις διαφημίσεις μιας βρετανικής τράπεζας. Είναι ενδιαφέρον: ο καταναλωτισμός σού αφαιρεί την ψυχή σου. Αξίζεις κάτι όσο καταναλώνεις, αλλιώς δεν έχεις καν ψυχή. Προσπέρασα μια γυναίκα στο αεροδρόμιο που μιλούσε στο τηλέφωνο με την κόρη της. Και της έλεγε: «Φρόντισε να κάνεις πολύ shopping όσο θα είσαι εκεί, και φρόντισε να αγοράσεις καλά πράγματα»! (Γέλια). Ο διαφωτισμός έχει να απολογηθεί για πολλά. Και το είπε, ξέρετε, πολύ τρυφερά, ήταν όσο πιο κοντά στην αγάπη μπορούσε να φτάσει.Το ξέρω πως γίνομαι επικριτικός. Όμως η διαφήμιση μάς έχει πάρει την ψυχή. Αν δεις τις διαφημίσεις, είναι σαν να λένε: αν αγοράσεις το προϊόν μου, αν επιλέξεις την τράπεζά μου, θα σου δώσω πίσω την ψυχή σου. Σου πήραν λοιπόν την ψυχή, και τώρα θα σου την ξαναπουλήσουν. Αυτές λοιπόν οι φωτογραφίες με τα παιδιά με το τρυφερό βλέμμα που ετοιμάζονται να πάνε για μπάνιο ή με τους ανθρώπους που τους βραβεύουν κι έχουν δάκρυα στα μάτια, όλες αυτές οι προσωπικές στιγμές οικογενειακής ζωής πακεταρισμένες ώστε να ξαναπουληθούν σε σένα. Νομίζω πως οτιδήποτε μας βοηθάει να φανταστούμε το αόρατο είναι σήμερα πολύ παραβατικό. Ό,τι μας κάνει να αμφισβητούμε τον υλισμό είναι απολύτως παραβατικό. Γιατί το μόνο πράγμα που είχαν κοινό οι Σοβιετικοί κι οι Αμερικανοί ήταν πως ήταν κι οι μεν και οι δε απίστευτα υλιστές. Γι αυτό και δεν μπορούσαν να βρουν τι θα κάνουν με το σώμα του Λένιν. Ξέρετε, ο Νίτσε είπε κάποια απαίσια πράγματα προς το τέλος της ζωής του, όμως στο ξεκίνημά της κατανόησε και μπόρεσε να διακρίνει πάρα πολλά. Είναι επικίνδυνο όταν παίρνεις τις ψυχές των ανθρώπων. Γιατί θα θέλουν να αποκτήσουν ψυχή και θα ψηφίσουν για αυτά τα φρικτά δεξιά κόμματα που τους υπόσχονται να τους δώσουν πίσω τις ψυχές τους. Βγάζουν κάποιο νόημα για σας αυτά που λέω; Συζητάτε κι εσείς στην Ελλάδα για τέτοια πράγματα;
Η αλήθεια είναι πως στην Ελλάδα η κρίση κρατάει τόσα χρόνια, που μάλλον έχουμε πέσει σε κατάθλιψη και πολλοί δεν συζητούν πια. Όμως υπάρχουν και κάποιοι που συζητούν, που αναζητούν και θέλουν να δημιουργήσουν. Ίσως να είναι και το μοναδικό καλό αυτό. Ο κίνδυνος είναι πως οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να έχουν ψυχή. Και θα την αποκτήσουν μέσα από τον εθνικισμό. Ή από τις χειρότερες πλευρές της θρησκείας. Πάντως χαίρομαι πολύ που είμαι εδώ. Λατρεύω να έρχομαι στην Αθήνα, μακάρι να παίζαμε συχνότερα εδώ. Θα ήθελα να ανεβάσω ελληνικά έργα. Με ενδιαφέρουν πολύ οι Έλληνες. Ένας από τους λόγους που αγαπώ τους Έλληνες είναι πως κατανοούν το παράλογο. Έδωσα μια πολύ τρομακτική συνέντευξη σε μια γαλλική εφημερίδα πριν από περίπου δύο μήνες. Η γυναίκα με ρώτησε τι νόημα έχει το Brexit. Κι εγώ της απάντησα: ξέρετε τι είναι η νοσταλγία. Η νοσταλγία έχει να κάνει με την οργή. Μου είπε: Πώς το εννοείτε; Κι απάντησα: Οι άνθρωποι νομίζουν πως αν ψηφίσουν υπέρ του Brexit θα γίνουν ξανά 18 χρονών, και πως θα βλέπουν λιγότερα μαύρα πρόσωπα στο δρόμο! Και μου είπε: Μα αυτό είναι παράλογο. Κι απάντησα: Ναι. Λοιπόν; Κι αυτή η γυναίκα, η ενήλικη, και πολιτιστική συντάκτρια, μου απάντησε: Μα γιατί να ψηφίσει κάποιος παράλογα; Το είπε αυτό. Εδώ είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι η δημοσιογράφος που το είπε αυτό. Δεν είναι η δεξιά το πρόβλημα, είναι αυτή η δημοσιογράφος. Πολλοί άνθρωποι έχουν αυτή την αίσθηση, πως ένα κομμάτι τους έχει εντελώς διαγραφεί: το παράλογο.
Δηλαδή; Θα φέρω ένα παράδειγμα: Αν κάποιος δολοφονούσε το σύντροφό μου το Nick, θα ήθελα να τον κομματιάσουν αργά-αργά. Όμως θα περίμενα επίσης από την κοινωνία να προστατεύσει εμένα και τους άλλους ανθρώπους από τις χειρότερές μου παρορμήσεις. Αυτό θα πει πολιτισμός. Το θέλω να συμβεί αυτό, θέλω εκδίκηση, θέλω αίμα, αλλά κάποιος με σταματά. Αυτό είναι πολιτισμός, έτσι πρέπει να λειτουργεί η κοινωνία. Το να μην υπάρχει πολιτισμός και να επικρατεί απόλυτη αναρχία κι ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει, ξέρουμε πως είναι λάθος. Και κάτι άλλο όμως είναι εξ ίσου λάθος: να μου πει κάποιος «Μα γιατί θέλεις να ξεσκίσεις αυτό τον άνθρωπο; Δεν θα φέρει αυτό τον σύντροφό σου πίσω. Είναι παράλογο!». Εκεί είναι που αρχίζουν να συμβαίνουν αληθινά άσχημα πράγματα. «Γιατί να θέλεις εκδίκηση; Αυτό είναι παράλογο». Είναι ασέβεια προς το παράλογο αυτό. Κι αυτό μας κάνει νοητικά άρρωστους. Βλέπω τα παιδιά των φίλων μου και τη γενιά του Prozac. Είμαστε πάνω στον Τιτανικό. Βρισκόμαστε πάνω στον Τιτανικό της κατάθλιψης. Κι αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε εντελώς αποξενωθεί από τον εαυτό μας κι από τις παράλογες παρορμήσεις μας. Γιατί είναι πιο εύκολο να μας αστυνομεύουν έτσι. Είναι τρομακτικό όμως. Είμαι ανθρώπινο ον, έχω παράλογες παρορμήσεις. Όταν γίνονται επικίνδυνες, περιμένω από τους άλλους να με σταματήσουν, ή να σταματήσω εγώ τον εαυτό μου. Γι αυτό αγαπώ τους αρχαίους Έλληνες: τι κατανοούν απόλυτα αυτό, και σέβονται το παράλογο. Και σέβονται εξίσου την κοινωνία και τον πολιτισμό. Όμως οι ανθρώπινες υπάρξεις νιώθουν και την ανάγκη να καταστρέφουν. Όπως και την ανάγκη να δημιουργούν.
Ποιος είναι ο ρόλος των πολιτικών σε όλο αυτό; Οι πολιτικοί δεν μπορούν να μας το πουν αυτό. Πρέπει να πουν: «Εσείς οι άνθρωποι είστε θεμελιωδώς αθώοι. Δεν έχετε μέσα σας καμία κακή ροπή. Οι μόνοι που φταίνε είναι οι άλλοι, οι κακοί πολιτικοί που σας χειραγωγούν». Κανείς όμως δεν θα πει πως υπάρχουν μέσα μας καταστροφικές διαθέσεις- υπάρχουν όμως. Αλλά έχουμε τις δομές για να τις σκεφτούμε. Μια από αυτές είναι και η τέχνη. Γιατί η τέχνη είναι ένας ασφαλής χώρος όπου τολμάμε να επισημάνουμε πλευρές της ανθρώπινης φύσης που είναι πολύ επικίνδυνες. Ίσως να είμαστε παράλογοι κι ίσως να μπορούμε να κάνουμε τρομερά πράγματα, όχι απαραιτήτως επειδή μας χειραγώγησαν, αλλά επειδή όλοι έχουμε καταστροφικές παρορμήσεις. Πώς το αντιμετωπίζουμε, πώς συμβιώνουμε; Ο σύγχρονος τρόπος αντιμετώπισης όμως είναι ψυχωτικός, λέμε: μα είναι απλό, δεν τις έχουμε αυτές τις παρορμήσεις. Μόνο οι κακοί άνθρωποι τις έχουν. Αυτό είναι το θέμα στον Σαίξπηρ, και στο αποψινό έργο.
Μα απορώ: η κυρία που σας πήρε συνέντευξη και σας το είπε αυτό, προφανώς έχει σχέση με το θέατρο. Δεν έχει δει ποτέ τον Άμλετ; Μόνο αυτό; Πότε κοιτάχτηκε τελευταία φορά στον καθρέφτη; Λυπάμαι που δεν έχουμε παίξει εδώ τον Βασιλιά Υμπύ, γιατί αφορά ακριβώς αυτό: την ανάγκη των ανθρώπων να καταστρέφουν. Πιστεύω πως η τέχνη και το θέατρο είναι πολύ σημαντικά, γιατί εκεί μπορούμε να συζητήσουμε την ανάγκη μας να καταστρέφουμε με ένα τρόπο που οι παπάδες δεν μπορούν, οι πολιτικοί δεν μπορούν. Αυτοί λένε: εσύ είσαι καλός άνθρωπος, οι άλλοι είναι εγωιστές κι απαίσιοι, αλλά εγώ θα σε προστατέψω από τους κακούς ανθρώπους. Κι έτσι αποφεύγουμε να δούμε τον εαυτό μας καταπρόσωπο. Ακούμε να λέγεται: κανείς ποτέ δεν ψήφισε κάτι που θα τον κάνει φτωχότερο. Όμως αυτό είναι λάθος. Οι άνθρωποι πληρώνουν πολλά χρήματα στους εχθρούς τους. Πολλοί που ψήφισαν το Brexit ή τον Τραμπ θα γίνουν φτωχότεροι μακροπρόθεσμα. Όμως παίρνουν τεράστια ευχαρίστηση περιφρονώντας αυτή την τάξη, αυτή την κυβερνητική κλίκα, την μητροπολιτική εξουσία, τους διανοούμενους. Και το καταλαβαίνω αυτό. Νιώθω κι εγώ ακριβώς το ίδιο. Όταν αποκλείουμε τα καταστροφικά μας ένστικτα, δεν το κάνουμε από βλακεία, το κάνουμε γιατί φοβόμαστε τον εαυτό μας. Αν μπορούσα να απαγορεύσω μία και μόνη λέξη, η λέξη αυτή θα ήταν «βλάκας». Γιατί κανονικά, όταν αποκαλούμε κάτι βλακεία, συνήθως εννοούμε μια αυτοκαταστροφική πράξη. Αυτό όμως είναι εντελώς διαφορετικό. Είναι δύσκολο να το δούμε, γιατί είναι πολύ τρομακτικό.
Γιατί; Γιατί φοβόμαστε αντικρύσουμε τις δυνάμεις της αυτοκαταστροφής. Αυτό συμβαίνει και με αυτές τις φρικτές τρομοκρατικές ενέργειες που συμβαίνουν. Κι εγώ θέλω να καταλάβω το γιατί. Όμως συνήθως όταν άνθρωποι διαπράττουν τέτοιες ενέργειες, όπως κι όταν γίνονται serial killers, το κάνουν γιατί είναι απίστευτα οργισμένοι. Μόνο σε μερικούς από μας όμως μια οργισμένη σκέψη περνά στην πράξη. Είναι ενδιαφέρον: Γιατί συμβαίνει αυτό; Όμως η τρέλα είναι να πεις: Μα γιατί να θέλει κανείς να κάνει κάτι τέτοιο. Γιατί να θέλει κάποιος να μου κάνει κακό; Εγώ είμαι καλός άνθρωπος. Μα γιατί νιώθει αποξενωμένος, γιατί νιώθει ανίσχυρος. Και δεν λέω πως θα έπρεπε να τον κάνουμε ισχυρότερο, αλλά πως θα έπρεπε να ξυπνήσουμε και δεν το κάνουμε γιατί έχουμε συμφέρον να μην αντικρύσουμε τις καταστροφικές πτυχές της φύσης μας.
Το θέατρο είναι ένας τρόπος να ξυπνήσουμε; Το ίδιο είναι και μια καλή συζήτηση. Όμως αυτολογοκρινόμαστε. Εμποδίζουμε τον εαυτό μας να παραδεχτεί πως κάνει παρόμοιες σκέψεις.