Όταν ο Richard Hell, ως απόλυτα ειδήμων (δεν ειρωνεύομαι καθόλου) και έχοντας δει μόνο τον πιλότο αποκήρυξε το Vinyl χαρακτηρίζοντάς το ακίνδυνο τηλεοπτικό σκουπίδι που με τη «δημιουργική του ασάφεια» αδικεί μια τόσο σημαντική εποχή, αμέσως υπερασπίστηκα το δικαίωμα του Martin Scorsese να χειρίζεται κατά βούληση «λεπτομέρειες» όπως η χωροχρονική αλληλουχία όσων έγιναν εντός, εκτός και επί τα αυτά του CBGB’s, ώστε να εξυπηρετήσει το δημιουργικό του όραμα για κάτι που εξαρχής το περιμέναμε ως ένα σκορσεζικό homage στη μουσική που εν πολλοίς καθόρισε τη δεκαετία που αποδείχτηκε πιο καθοριστική, και από όσες προηγήθηκαν και από όσες έχουν μεσολαβήσει μέχρι σήμερα, για την ποπ και ροκ κουλτούρα του κέντρου του κόσμου – αυτό δεν είναι η Νέα Υόρκη;
Θα μου πεις, βέβαια, πώς να σκάσει το χειλάκι του ούτως ή άλλως περίεργου πρωτομάστορα της Κενής Γενιάς, όταν τον ήρωα που βασίστηκε στα δικά του έργα εκείνες τις ημέρες τον υποδύθηκε ένας…γόνος τόσο εξοργιστικά ατάλαντος, αλλά τι να κάνεις, έτσι πάει μερικές φορές.
Μερικούς μήνες μετά η δυσανεξία όσων δεν χώνεψαν το Vinyl γιατί τους φάνηκε ξέρω γω σαν το Casino με punk περιτύλιγμα, παραμένει στα ίδια υψηλά επίπεδα (να το κοιτάξετε αυτό παιδιά) ενώ παρακολουθούν το The Get Down, το οποίο ναι μεν είναι με αποδείξεις και ονόματα κατάφορα πιο ακριβές ιστορικά, έχοντας τον Grandmaster Flash (τον Richard Hell της μαύρης όχθης, θα μπορούσε να πει κανείς) εν είδει κομβικής σημασίας συμβούλου πίσω από τις κάμερες, αλλά – άκουσον, άκουσον! – είναι και αυτό προϊόν μυθοπλασίας, που ως τέτοιο υπόκειται και αυτό στο δημιουργικό όραμα ενός εντελώς διαφορετικού μεν στην τεχνοτροπία από τον Scorsese αλλά εξίσου sui generis στη θεώρηση των πραγμάτων σκηνοθέτη, όπως είναι ο Baz Luhrmann, οπότε ξαφνικά σε κάποιους αδαείς ήταν αρκετό το trailer για να το αποκηρύξουν ως musical (μα καμία σχέση) μόνο και μόνο γιατί έχει χρώμα, έχει χορό, έχει έρωτα, έχει θάνατο, έχει χαρούμενο τέλος. Γιατί έχει τον σκηνοθέτη που έχει. Που ξαφνικά, δηλαδή, είναι σαν να περίμεναν ορισμένοι να ξεχάσει ό,τι ξέρει, να ξεχάσει ποιος είναι και τι του αρέσει να κάνει, να ξεχάσει τις εμμονές του, και γιατί όχι ακόμη και το όνομά του.
Ευτυχώς δεν το έκανε. Όπως οφείλει να μην κάνει κάθε δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του, για να μπορέσει να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη «εικαστική πρόταση» – στην προκειμένη περίπτωση την πολιτικοκοινωνική μήτρα του hip hop και των παραφυάδων του.
Δεν είναι κακό να μη σου αρέσει το The Get Down. Ούτε είναι κακό να μη σου αρέσει ο «τρόπος γραφής» του Luhrmann – εδώ υπάρχουν άνθρωποι φτιαγμένοι από πέτρα που δεν τους αρέσει ο Terrence Malick, τι να λέμε τώρα… Κακό είναι να σε πιάνει κρίση σοβαροφάνειας. Ακούς Διοσκουρίδη;
–Θεοδόσης Μίχος
Υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα με τον Μπαζ Λούρμαν. Χρησιμοποιεί σε ότι κάνει την «βιντεοκλιπίστικη» αισθητική, ενώ εδώ και αρκετό καιρό έχουν πάψει να ενδιαφέρουν τον κόσμο τα βίντεοκλιπ. Πιθανότατα τα δέκα χρόνια που πέρασε για να ερευνήσει την ιστορία του χιπ χοπ και της ντίσκο στο Νότιο Μπρονξ να του στέρησαν την επαφή με την πραγματικότητα και να έχασε την είδηση: το Mtv είναι νεκρό και το Μουλέν Ρουζ είχε τη φάση του τότε που έγινε. Σήμερα το ίδιο στυλ μοιάζει το λιγότερο παλιακό.
Είναι πραγματικά κρίμα να έχεις όλα αυτά τα μέσα, τα χρήματα, το cast και να χάνεσαι στη μετριότητα και στη μανιέρα σου. Ο Μπαζ Λούρμαν στον Υπέροχο Γκάτσμπι τα είχε όλα: Λεφτά, τον Λεονάρντο, την Κάρεϊ Μάλιγκαν και κυρίως ένα από τα μεγαλύτερα κείμενα πάνω στη φύση του ανθρώπου που έχουν γραφτεί. Και πήρε τον Σκοτ Φιτζέραλντ και τον έκανε καρτούν.
Και στο Get Down, παίρνει μια σπουδαία σύγχρονη ιστορία, με προεκτάσεις που έχουν περισσότερα πλοκάμια και από χταπόδι. Κοινωνία, πολιτική, πολιτισμός, ανθρωπολογία, μουσική, κοινωνικά κινήματα, μεταναστευτικό, και πάνω απ’ όλα έξι ολάκερα επεισόδια με την σφραγίδα του Netflix ν’ αναπτύξει τις σκέψεις του. Ο Μπαζ, όμως, ξεκινά να τρέχει κατοστάρι από το πρώτο δευτερόλεπτο. Γιατί; Χαρακτήρες έρχονται και φεύγοyν, κουλτούρες ανεβαίνουν και κατεβαίνουν μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο διαλέκτων.Ίλιγγος στη μικρή οθόνη. Αν δεν ξέρεις την πορτορικάνικη argo καλύτερα να περιμένεις τους ελληνικούς υπότιτλους γιατί νομίζεις ότι κολυμπάς σε τραγούδι του Ρίκι Μάρτιν.
Κρίμα που αυτό τόσο σπουδαίο υλικό έπεσε σε αυτόν τον επιδειξιομανή Αυστραλό που καλύτερα να είχε μείνει στο Romeo & Juliet. Αν το είχε πιάσει στα χέρια του αυτή η σπουδαία φουρνιά των τηλεορασάδων των τελευταίων χρόνων (που είναι η ομάδα του Wire;) θα είχε παρουσιάσει ένα σπουδαίο προϊόν που θα έκοβε στη μέση ένα μέρος της αμερικάνικης αλλά και παγκόσμιας κουλτούρας: τον τρόπο δηλαδή που διασκεδάζουν οι καταπιεσμένοι και τη διαδρομή του χιπ χοπ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τα χαλάσματα του «βομβαρδισμένου» Νότιου Μπρονξ στις μεγάλες αρένες. Τι να κάνουμε; Χάσαμε την ουσία, θα σκεπαστούμε με το περιτύλιγμα.
–Σταύρος Διοσκουρίδης