«Τα περισσότερα όνειρα αργοπεθαίνουν. Γεννιούνται σε μια στιγμή πάθους, με την προοπτική των απεριόριστων δυνατοτήτων, αλλά συχνά παραπαίουν και δεν τα κυνηγάμε με την ίδια λαχτάρα κι επιμονή που είχαμε στην αρχή. Αργά, ανεπαίσθητα, το όνειρο γίνεται φευγαλέο κι εφήμερο. Οι άνθρωποι που άφησαν τα όνειρά τους να πεθάνουν γίνονται απαισιόδοξοι και κυνικοί. Νιώθουν πως ο χρόνος και η αφοσίωση που ξόδεψαν κυνηγώντας τα όνειρά τους σπαταλήθηκαν άδικα».
Το βράδυ των τριακοστών των γενεθλίων του, ο Κωνσταντίνος (Ντιν) Καρνάζης βρισκόταν σε ένα μπαρ γιορτάζοντας και μεθώντας με τους φίλους του. Όμως δεν αισθανόταν άνετα, η ζωή του δεν ήταν αυτή που επιθυμούσε: ασφυκτιούσε στη δουλειά του και αναζητούσε κάτι διαφορετικό. Παράτησε το μπαρ, επέστρεψε στο σπίτι του και μέσα στη νύχτα, άρχισε να τρέχει με το μποξεράκι και τη φανέλα. Σταμάτησε 7 ώρες και 30 μίλια μετά, με τραυματισμένα πόδια και έχοντας ξαναβρει τη χαρά.
Τα επόμενα χρόνια της ζωής του είναι το τρέξιμο σε υπερμαραθωνίους, αγώνες που ξεπερνούν κατά πολύ τα ανθρώπινα όρια. Ο «Υπερμαραθωνοδρόμος» καταγράφει αυτή ακριβώς τη ριζική αλλαγή στη ζωή του και τα αδιανόητα επιτεύγματα του που σοκάρουν τον κοινό θνητό/αναγνώστη.
Το βιβλίο εστιάζει στα πιο εντυπωσιακά όρια που έχει ξεπεράσει. Την πρώτη συμμετοχή του σε υπερμαραθώνιο, τον «Αγώνα Αντοχής 100 μιλίων των Δυτικών Πολιτειών», έναν απίθανα δύσκολο αγώνα 24 ωρών που διασχίζει χιονισμένα βουνά 2700 μέτρων, ποτάμια και καυτές κοιλάδες. Τερμάτισε σε 21 ώρες και 15ος…
Τον τρομακτικό αγώνα των 135 μιλίων του Badwater, στην έρημο με θερμοκρασίες πάνω από 55 βαθμούς Κελσίου και την άσφαλτο των 95 βαθμών Κελσίου να λιώνει σε ελάχιστη ώρα τις σόλες των παπουτσιών. Τον αγώνα 200 μιλίων που έτρεξε μόνος του, ενώ ήταν μια σκυταλοδρομία 36 ατόμων που έτρεχαν από 5,5 μίλια. Τον αγώνα στον Νότιο Πόλο.
Όλα αυτά από έναν ερασιτέχνη δρομέα, ο οποίος μια μέρα απλά αποφάσισε να πάρει τη ζωή του στα χέρια του: «δεν γεννήθηκα με κάποιο φυσικό ταλέντο. Ποτέ δεν ήμουν προικισμένος σε κάτι, πάντα έπρεπε να το παλεύω. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσα να πετύχω, ήταν να προσπαθώ περισσότερο από κάθε άλλον. Το πείσμα είναι αυτό που με βοήθησε στη ζωή».
Φυσικά, ακόμα και ο ίδιος ο Καρνάζης αναγνωρίζει ότι κινείται στα όρια της ψύχωσης: «Για μια πολύ μικρή ελίτ αθλητών ένας μαραθώνιος είναι παιχνιδάκι. Οι προκλήσεις που αναζητούν αυτά τα άτομα βρίσκονται πέρα από την κοινή αντίληψη, πλησιάζουν τα όρια της ψύχωσης». Είναι όμως αυτό που τον κάνει να ζει χαρούμενος: «κάποιοι αναζητούν παρηγοριά κι ανακούφιση στο ντιβάνι του ψυχιάτρου τους, άλλοι πάνε στο μπαρ της γωνίας και το ρίχνουν στο ποτό, εγώ όμως διάλεξα το τρέξιμο σαν ψυχανάλυση».
Ο «Υπερμαραθωνοδρόμος» είναι ένα βιβλίο που σε καθηλώνει, σε πωρώνει, σε κάνει να θέλεις να βγεις στο δρόμο, να δοκιμάσεις κι εσύ τα όποια όριά σου. Οι περιγραφές των υπεράνθρωπων προσπαθειών του Καρνάζη σε στοιχειώνουν και σε κάνουν να θες να γυρίσεις την επόμενη σελίδα, θέλοντας να μάθεις πώς το ανθρώπινο σώμα και το ανθρώπινο μυαλό παλεύει με τα όριά του.