Θα πω τα πράγματα όπως ακριβώς έγιναν. Ή έστω όπως τα θυμάμαι. Ήταν πρωί Οκτώβρη όταν είδα στο timeline μου στο facebook ένα link από μία μπάντα που δεν είχα ακούσει και το πάτησα. Ήταν το κομμάτι Anytime και αμέσως σκάλωσα με το αργόσυρτο, βασανιστικό τέμπο του και τις ακόμη πιο βασανιστικές κιθάρες του. Οι κεραίες σηκώθηκαν, είδα ότι τα παιδιά είναι δικά μας, μπήκε στα favorites και περίμενα τη συνέχεια. Η οποία ήρθε αρχές Φεβρουαρίου, της χρονιάς που διανύουμε. Και την πάτησα με τον ίδιο τρόπο. Πάλι link από you tube στο timeline μου, πάλι αργοπορημένη εγώ (πρόλαβαν άλλοι να πάρουν χαμπάρι ότι μόλις είχε κυκλοφορήσει ο πρώτος δίσκος τους πριν από εμένα, δεν μου άρεσε αυτό αλλά ας το προσπεράσω), πάλι σκάλωμα με τις πρώτες νότες. Έναν μήνα μετά έκαναν την παρουσίαση του άλμπουμ στη σκηνή του six d.o.g.s και εκεί διαπίστωσα πολλά.
Α: γνώριζα τον ντράμερ “Ρε Γιώργο εσύ είσαι; Τώρα εξηγείται αυτή η στιβαρή ένταση στα τύμπανα, πες το έτσι”.
Β: το μαγαζί ήταν τίγκα στον κόσμο.
Γ: το κοινό ήξερε όλους τους στίχους του άλμπουμ απ’ έξω.
Δ: Παναγιά μου τι έχει να συμβεί όταν δώσουν λίγα ακόμα live και ξεψαρώσουν εντελώς.
Αυτή η ώρα λοιπόν έφτασε και ο Πάνος, ο Δημήτρης, ο Αντώνης και ο Γιώργος (ο γνωστός που σας έλεγα), θα ανεβούν στη σκηνή του Ejekt Festival στις 24 Ιουνίου και -ίσως- κάνουν high five με τους Killers και τους Kills στα παρασκήνια. Ελπίζω να θυμηθούν να πάρουν αυτόγραφο από τον Brandon Flowers και για μένα γιατί έχω ένα απωθημένο από το 2009 που ήταν να του πάρω συνέντευξη στη Μαλακάσα αλλά έπιασε μπόρα και έμεινα με τον καημό (τέλος προσωπικού ξεσπάσματος). Στα πολλά που έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες στη ζωή των Deaf Radio, συμπεριλαμβάνεται το sold out των βινυλίων του άλμπουμ τους Alarm, η αποθέωση από media, κοινό και μουσικούς άλλων εγχώριων ροκ σχημάτων και οι εμφανίσεις τους σε τοπικά φεστιβάλ στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Γιατί νιώθω ότι θα πέσει μεγάλη ανατριχίλα και κάψα στην Πλατεία Νερού; Ετοιμάστε τις μάνικες μάγκες.
Δεν θέλω να πω μεγάλα λόγια αλλά θα πω. Νιώθω ότι το Alarm είναι ένα άλμπουμ που ο Josh Homme θα ήθελε πολύ να έχει γράψει για τους QOTSA. Να υποθέσω ότι είστε άξια πνευματικά παιδιά του ή πρόκειται για περίπτωση που ρωτάς κάποιον “επηρεάστηκες από τον τάδε”, εκείνος σου απαντά με κάτι εντελώς άσχετο και εν τέλει μένεις με καρτουνίστικα ερωτηματικά να αιωρούνται επάνω από το κεφάλι σου; DR: Νιώθουμε «παιδιά» του Josh όσο και του Ian Curtis, των Soft Moon, του Brian Eno και πολλών άλλων. Σαφέστατα στο Alarm οι επιρροές των QOTSA είναι έντονες και ποτέ δεν προσπαθήσαμε να τις κρύψουμε, ούτε διαλέξαμε να παίζουμε κάτι πιο hype για να καβαλήσουμε το κύμα απαλλαγμένοι από τις «ενοχές». Γενικώς επιλέξαμε να αποτυπώσουμε αυτό που νιώθαμε χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Κάπου διάβαζα μία κριτική που έλεγε “Oι Deaf Radio καταφέρνουν να αναμείξουν παλιότερα, πολυφορεμένα ακούσματα και παρ’ όλα αυτά να ακούγονται φρέσκοι”. Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει μια δοκιμασμένη συνταγή να μοιάζει καινούργια; DR: Έχουμε ακούσει υπέροχα σχόλια αυτούς τους έξι μήνες από τότε που κυκλοφόρησε το άλμπουμ, που μας έκαναν πραγματικά ευτυχισμένους. Η υποστήριξη του κόσμου ήταν εξωπραγματική, οδηγώντας σε ένα sold-out των βινυλίων και άλλες απροσδόκητες εξελίξεις. Σχετικά με τον πυρήνα της ερώτησής σου, πρώτα απ’ όλα το Alarm ήταν αποτέλεσμα πραγματικά σκληρής δουλειάς, σε σημείο εξουθενωτικής ανάλυσης κάθε λεπτομέρειας. Δεν ξέρουμε αν αυτό είναι το μυστικό, πάντως αφιερώσαμε χρόνο να χτίσουμε πάνω σε κάποιες μάλλον καλές αρχικές ιδέες και σε συνδυασμό με το πολύ καλό κλίμα στο στούντιο, δημιουργήσαμε το Alarm. Βέβαια είναι σημαντικό να τονιστεί ότι είμαστε κολλητοί πολλά χρόνια και μέσα από τους Deaf Radio αυτή η φιλία βρήκε ένα διάδρομο να εκφραστεί. Σίγουρα μας βοήθησε να μη διστάζουμε να προτείνουμε ό,τι μας κατέβει, να έχουμε κοινά βιώματα που θέλαμε να εκφράσουμε και να χτίσουμε έναν ολόκληρο κώδικα επικοινωνίας.
“I was born on the haunted side of the wall” είναι ο στίχος που ανοίγει το κομμάτι Flowerhead. Ας μιλήσουμε για τείχη. Νιώθω ότι τα τελευταία χρόνια, σε κάθε προσπάθεια που κάνουμε για να ρίξουμε ένα τείχος, άλλα δέκα υψώνονται. Θα υπάρξουν ξανά οι συνθήκες που θα μας βοηθήσουν να ρίξουμε αυτά τα τείχη που χτίζουμε ή πρέπει να μάθουμε να ζούμε σε έναν κόσμο αποξένωσης; Δ: Το εν λόγω κομμάτι είναι μια σκηνή από μία ιστορία που εν μέρει γέννησε το όνομα Deaf Radio και περιγράφει το ταξίδι δύο ανθρώπων συνδεδεμένων με την πιο δυνατή σχέση, αυτή της μητέρας με το μικρό της παιδί, καθώς αναζητούν καταφύγιο από την ιστορία, σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά γύρω τους. Σκεπασμένος με ένα τεράστιο, ξεφτισμένο μπουφάν, ο μικρός έχει αποκοιμηθεί ενώ η μητέρα, που οδηγεί, δυναμώνει την ένταση στο ράδιο και μία γερασμένη φωνή ακολουθεί. Έρχεται από ένα σκονισμένο στούντιο δίχως υπαλλήλους, έναν πομπό χωρίς δέκτη, απομονωμένο και αδιάφορο για τις εποχές που άλλαξαν. Περιγράφονται οι σκέψεις που μεσολαβούν πριν το σήμα εξασθενίσει και χαθεί. Κατά κάποιον τρόπο, συνειδητοποιώντας πόσες μικρές ιστορίες κρύβονται πίσω από μεγάλες γενικεύσεις, πόσες φορές άνθρωποι περνούν και χάνονται στο μύλο κάθε μεγάλης «αλήθειας», αλλάξαμε τον τρόπο που κοιτούσαμε τα πράγματα. Αρνούμαστε να δεχθούμε ότι υπάρχουν «ψιλά γράμματα» και «παράπλευρες απώλειες» στην ιστορία, ανεξαρτήτως αιτίας ή σκοπού.
Τα μέλη της μπάντας είναι διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία της Ελλάδας ή για να είμαι πιο ακριβής, της Ευρώπης. Πώς λειτουργεί αυτό στην όλη διαδικασία ετοιμασίας τραγουδιών, προβών και live εμφανίσεων; Έχετε μοιράσει ρόλους; DR: Κοίτα, όσο κλισέ και να ακούγεται, αν υπάρχει θέληση καλύπτονται πολλά εμπόδια. Ρόλοι δεν έχουν μοιραστεί «επίσημα», αν και αναπόφευκτα συγκεκριμένα άτομα είναι αρμόδια για κάποια πράγματα. Συνολικά, είναι σαν σχέση από απόσταση: θέλει περισσότερη προσπάθεια για να το κρατήσεις ζωντανό. Από την άλλη, έχει και τα καλά του, γιατί όσοι από εμάς ζούμε στο εξωτερικό διευρύνουμε τους καλλιτεχνικούς μας ορίζοντες, ακούγοντας και γνωρίζοντας νέα πράγματα και αυτό δίνει και έναν ανανεωτικό τόνο στη μπάντα.
Θέλω να μου μιλήσετε για το άλμπουμ/τραγούδι/συναυλία που σας έκανε να πείτε “θα φτιάξω μπάντα” και γιατί. Γ: Νομίζω πως αυτή η στιγμή ήρθε όταν έμαθα τους Arctic Monkeys και το Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not. Πέραν του ότι μου φαινόταν κάτι τόσο καινούριο, φρέσκο αλλά και ενδιαφέρον στα αυτιά μου, νομίζω ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι οι Monkeys ήταν μια μπάντα-παρέα που παρά την επιτυχία της, ήταν αυθόρμητη, παρορμητική και τσαλάκωνε την εικόνα της. Είχαν ρίξει αν θέλεις τα τείχη που ανέφερες νωρίτερα και ήταν μια διάσταση της μουσικής που δεν είχα αντιληφθεί μέχρι τότε.
A: Ο καθένας μας μάλλον έχει μια διαφορετική εμπειρία από τη δημιουργία της πρώτης του μπάντας. Εγώ και ο Πάνος παίζουμε μαζί από το γυμνάσιο από όταν πρωτοερωτευτήκαμε με την μουσική, από τότε που βγάζαμε την εφηβική μας ένταση και ανησυχία ακούγοντας τα πρώτα μας punk κομμάτια και πηγαίνοντας στις πρώτες συναυλίες. Νομίζω πως αυτή η ανησυχία και η θέληση μας να δημιουργήσουμε και εμείς κάτι ηχηρό και δυνατό στα αυτιά μας οδήγησε στη δημιουργία της πρώτης μας μπάντας.
Π: Μου έρχονται πολλά στο μυαλό αλλά θα πω την συναυλία των Χάσμα στο Πολυτεχνείο το 2005 (μάλλον) και γενικότερα όλη τους τη δισκογραφία. Αυτοί οι τύποι υπηρετούσαν το rock ‘n’ roll με ταπεινότητα και σεβασμό, χωρίς σταριλίκια, περνώντας ταυτόχρονα ουσιαστικά μηνύματα με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Αστείρευτη πηγή έμπνευσης μέχρι και σήμερα.
Πόσο σνομπ είστε στα μουσικά σας ακούσματα; Απορρίπτετε πράγματα πριν καν τα ακούσετε μόνο και μόνο επειδή ανήκουν σε κάποιο είδος μουσικής που γενικά δεν είναι του στυλ σας; Π: Όχι, σε καμία περίπτωση. Δεν βάζουμε ταμπέλες στη μουσική – αυτά είναι απλώς για να συνεννοούμαστε. Δεν αποκλείουμε κομμάτια επειδή δεν ανήκουν στο «είδος» που παίζουμε, αν αυτό υπάρχει ή ορίζεται κάπως. Σκέψου πόσο μονότονη θα ήταν η σύνθεσή μας με αυτόν τον τρόπο. Γενικώς προσπαθούμε να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά και αυτός είναι και ο λόγος που επηρεαζόμαστε από διαφορετικές μουσικές κουλτούρες. Μια μέρα μπορεί να ξεκινήσει με αφρικανική μουσική και να τελειώσει με Flaming Lips.
Ωραία λοιπόν, θέλω να μου πείτε ένα ποπ κομμάτι που θα σας ιντρίγκαρε να διασκευάσετε live και γιατί. Π: OK, εύκολο. Διαλέγω Lana Del Rey και Summertime Sadness. Είναι πρόκληση, και αυτές οι λυπημένες μελωδίες είναι κάτι που μας τραβάει εν γένει. Είμαι σίγουρος πως ο Δημήτρης θα έκανε την κιθάρα του να κλαίει όπως θα της άξιζε και ο Γιώργος θα χάιδευε το βαθύ του (τύμπανο) έχοντας αυτό το πονεμένο ύφος στο πρόσωπο, όπως και σε όλα τα συναισθηματικά μας κομμάτια (Backseats, Vultures & Killers).
Γ: Μιας και λατρεύω Lady Gaga θα πω το Bad Romance γιατί έχει badass verse και ένα ρεφρέν που θα ζήλευαν πολλοί.
Τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε ζήσει αρκετά τρομοκρατικά χτυπήματα σε συναυλίες. Ποιες είναι οι δικές σκέψεις επάνω σε αυτό; Και ως καλλιτέχνες, και ως θαμώνες συναυλιών και προφανώς ως πολίτες που ζουν σε έναν κόσμο που η τρομοκρατία έχει πάρα πολλά πρόσωπα. Δ: Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τρομοκρατία με διάφορα πρόσωπα και χρώματα, υπήρχε πάντα, όπως και ο έντονος θρησκευτικός φανατισμός. Μεταξύ άλλων, όμως, έχει αλλάξει και ο βαθμός που αυτά τα γεγονότα μας επηρεάζουν μέσω των social media και της έντονης διασύνδεσης. Η απόλυτη προτεραιότητα είναι να μη σε κυριεύσει ο φόβος, γιατί αν καταφέρουν να σε κάνουν να φοβάσαι ή να κρύβεσαι, έχουν νικήσει. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε τρομοκράτες, αλλά και σε κυβερνήσεις ή καθεστώτα.
Αν μπορούσατε να στήσετε ένα guerilla gig διαμαρτυρίας οπουδήποτε στον κόσμο, πού θα το κάνατε και ποιους θα φωνάζατε μαζί σας; DR: Δεν είμαστε μπάντα διαμαρτυρίας γενικώς. Περισσότερο εκφράζουμε έναν συνδυασμό εσωτερικού πόνου και νεύρου, αλλά όχι τόσο για να κινητοποιήσουμε κόσμο προς κάτι συγκεκριμένο. Αν αυτή η έκφρασή μας, ενίοτε δυστοπική και σκοτεινή, είναι κάτι που συναισθάνονται και άλλοι άνθρωποι, αυτό είναι μάλλον θετικό. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν υποβαθμίζουμε την αδικία που γεννιέται με το υπάρχον status quo. Ο δυτικός κόσμος είναι σκουριασμένος και έχει αφήσει πολλούς απέξω. Γι’ αυτό πάντα προσπαθούμε να στηρίζουμε κινήματα και διοργανώσεις που μάχονται για τους αδύναμους και είναι χαρά μας να παίζουμε σε αντίστοιχα gigs και φεστιβάλ.
Μην ξεχνάμε ότι ροκ καλλιτέχνες στα ’70s επηρέασαν γεγονότα και καταστάσεις με τις συναυλίες τους, χωρίς να είναι απαραιτήτως καλλιτέχνες διαμαρτυρίας, κάτι που στις μέρες μας παρ’ ότι είναι αναγκαίο, γίνεται σπάνια. DR: Δεν θα λέγαμε ότι δεν γίνεται, απλά έχει άλλη μορφή. Πάρε παράδειγμα από το προσωπικό μας βίωμα που ανέφεραν τα παιδιά πριν: την επιρροή που άσκησε πάνω μας η εφηβική Punk περίοδος, σε μια Αθήνα των ‘00s και όχι στο Λονδίνο των ‘70s. Το αποτύπωμα της μουσικής στα κοινωνικοπολιτικά κινήματα είναι ακόμα αδιαμφισβήτητο, απλώς έχει αλλάξει τρόπο και άλλωστε το να παλεύεις να αναβιώσεις επακριβώς το κλίμα των ‘60s-’70s δεν έχει νόημα και οδηγεί σε μια καρικατούρα. Το ότι δεν είμαστε μπάντα διαμαρτυρίας ίσως ακούγεται περίεργα αλλά εννοούμε ότι δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανούς να υποδείξουμε στον κόσμο πώς να σκεφτεί και να πράξει.
Με ποιο τραγούδι κλαίτε ή έστω σας πιάνει ένας εσωτερικός λυγμός κάθε φορά που το ακούτε; Γ: Μπορώ να σου πω 100 γιατί ευτυχώς είναι πολλά αυτά που μου δημιουργούν τέτοια έντονα συναισθήματα αλλά θα σου πω το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό. LCD Soundsystem – All I want. Κλαίει ο James Murphy, κλαίει αυτή η κιθάρα που “τρέχει” σε όλο το κομμάτι, κλαίνε και οι στίχοι, πολύ κλάμα γενικά.
Δ: Τελευταία με Fuck Buttons (κάτι από Hidden HS, Lisbon Maru ή Sweet Love For Mother Earth). Κρύβουν ένα δράμα και είναι τόσο μακρόσυρτα που δεν μπορείς να αποφύγεις να “τριπάρεις” κάνοντας συγκεκριμένες σκέψεις.
Π: There There από Radiohead. Φωνητικές γραμμές και κιθάρες που σου σπαράζουν την ψυχή. Ειδικά όταν είσαι ήδη φορτισμένος συναισθηματικά και έτοιμος να απορροφήσεις τη μαγεία του κομματιού σε όλο της το μεγαλείο.
Και ποιο τραγούδι θα θέλατε να παίζει στα αυτιά σας αν έπρεπε να κάνετε ελεύθερη πτώση από αεροπλάνο (και έτρεμε το φυλλοκάρδι σας); Γ: Στην αρχή σκέφτηκα το Omen από Prodigy αλλά νομίζω ότι θα πέθαινα από ταχυκαρδία στον αέρα, οπότε νομίζω πως το Mad World από Gary Jules θα ήταν σοφότερη επιλογή για να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Ελπίζω να μην «τριπάρω» πολύ και δεν θυμηθώ να ανοίξω τα αλεξίπτωτο.
Π: Θα πω το Last Caress από Misfits. Ένα τελευταίο χάδι πριν το τέλος. Γρήγορα bpm, χαρούμενες μελωδίες και στίχοι που μιλούν για θάνατο. Ό,τι πρέπει για ελεύθερη πτώση.
Α: David Bowie – Space Oddity. Λόγω τίτλου και μόνο.
Οι περισσότερες ελληνικές ροκ μπάντες που έχω γνωρίσει έχουν μια αγάπη προς τους Kills και όλοι μας κάποια στιγμή έχουμε χτυπηθεί με Killers. Ας υποθέσουμε τώρα ότι εκεί που κάθεστε στα παρασκήνια του Ejekt, σας φωνάζουν στη σκηνή να τους συνοδεύσετε σε ένα κομμάτι. Αφού πάθετε πανικό και πετάξετε τις μπύρες αλαφιασμένοι, ποιο κομμάτι τους θα παίξετε; Π: Από Kills το Cheap and Cheerful. Αλητεία και sexiness all over. Ακόμα θυμάμαι τη σκηνή από Dr House με τα δύο όμορφα κορίτσια να χαμουρεύονται. Με τους Killers θα ήθελα σαν τρελός να πω έστω και μια φράση από Mr. Brightside. Είναι εφηβικός ύμνος, τι να κάνουμε.
Γ: Κατ΄αρχάς αυτά δεν λέγονται τελευταία στιγμή γιατί τα εγκεφαλικά θα ‘ναι πολλά, αλλά ας το προσπεράσουμε αυτό. Από Killers θα ήταν το Jenny was a friend of mine, αφενός γιατί ήταν ένα από τα πρώτα κομμάτια που έμαθα στα drums και με έχει επηρεάσει στο παίξιμό μου μέχρι σήμερα και αφετέρου γιατί γενικότερα σαν κομμάτι εμπεριέχει πολλά από τα στοιχεία που θα ακούσεις και στο Alarm. Αγριάδα στα φωνητικά, νευρικά παιξίματα και μελωδίες γεμάτες χαρμολύπη. Από Kills θα πω το Tape Song γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να κουνάω το κεφάλι μου. Άσε που έχει και cowbell.