Μέχρι σήμερα είχε υπάρξει πολυγραφότατος γύρω από το black metal, όμως κανένα βιβλίο του βρετανού Dayal Patterson δεν είχε επικεντρωθεί σε μία και μόνο μπάντα. Αυτοί που τελικά εγκαινίασαν την «αποκλειστικότητα» ήταν οι Rotting Christ – ούτε λίγο ούτε πολύ, η πιο επιτυχημένη ελληνική μπάντα σε παγκόσμιο επίπεδο τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Έτσι λοιπόν από το 2015 έβαλε μπρος αυτό που θα γινόταν η επίσημη βιογραφία των Rotting Christ με τίτλο Non Serviam (γραμμένο μαζί με την ψυχή της μπάντας, Σάκη Τόλη), που κυκλοφόρησε αρχικά από τις εκδόσεις που τρέχει ο ίδιος ο Patterson, Cult Never Dies, ενώ πρόσφατα μεταφράστηκε και στα ελληνικά από τον Τάσο Νικογιάννη για τις Εκδόσεις Οξύ.
Η βιογραφία των μπαμπάδων του ελληνικού black metal δομείται κυρίως μέσω της προφορικής ιστορίας, αποτέλεσμα άπειρων ωρών συνεντεύξεων όχι μόνο με τους ίδιους τους Rotting Christ, αλλά και με συγκροτήματα του ήχου που συνδέθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μαζί τους. Για τον συγγραφέα του πάντως, όπως λέει και παρακάτω, χαρά είναι να έρχονται οι ταγμένοι fans της μπάντας και να του λένε πως πράγματι μέσα από το Non Serviam έμαθαν κάτι. Όπως κι αυτός, μέσα από την έρευνά του, δεν έμαθε και λίγα τελικά για το ελληνικό συγκρότημα…
Ώς τώρα έχεις γράψει αρκετά βιβλία για το black metal αλλά όχι κάποιο αποκλειστικά για μία συγκεκριμένη μπάντα. Τι σε έκανε να το γράψεις τελικά για τους Rotting Christ; Νομίζω πως οι Rotting Christ είναι μία από τις ελάχιστες μπάντες που η ιστορία τους αξίζει ένα ολόκληρο βιβλίο. Όχι μόνο έχουν μια μεγάλη και ποικίλη δισκογραφία, αλλά οι αλλαγές στην μουσική τους εξέλιξη συμβαίνουν στον απόηχο των προσωπικών τους σκαμπανεβασμάτων. Οι Rotting Christ είναι μια από τις παλαιότερες εν ενεργεία μπάντες της black metal σκηνής, στην πραγματικότητα η παρουσία τους ξεκινάει με την έκρηξη του γνωστού ως «δεύτερου κύματος» το 1990-91. Επομένως η ιστορία των Rotting Christ περιλαμβάνει και την γέννηση του μοντέρνου black metal, την γέννηση μιας underground metal σκηνής, και τη γέννηση του black και extreme metal στην Ελλάδα σαν ολότητα. Φυσικά το Non Serviam είναι πρώτα και κύρια ένα βιβλίο για τους Rotting Christ αλλά συχνά αγγίζει το ευρύτερο metal κίνημα στην Ελλάδα και αλλού.
Ποια ήταν η συγγραφική διαδικασία; Πόσο καιρό πήρε η έρευνα και πως δόμησες μετά τη συγγραφή; Ήταν σημαντικό να ακουστούν κι άλλες φωνές metal μουσικών, τόσο για να εξηγήσουν την δική τους αντίληψη για την μπάντα όσο και για να επικοινωνήσουν το πόσο επιδραστικοί υπήρξαν οι Rotting Christ σε πολλά από τα σημαντικότερα γκρουπ του σήμερα, όπως οι Enslaved, Watain, Behemoth. Αυτό το μέρος του βιβλίου έγινε σχετικά γρήγορα, γιατί γνώριζα μέλη από όλες αυτές τις μπάντες –κι αν όχι, ο Σάκης μπορούσε να τους βρει. Αυτές οι συνεντεύξεις ήταν πολύ σύντομες σε σχέση με τις εκατοντάδες ώρες που πέρασα μιλώντας στον Σάκη. Άλλο ένα πολύ χρονοβόρο σκέλος ήταν το να προσπαθήσω να οργανώσω όλες τις συνεντεύξεις, ειδικά με πιο περαστικά μέλη της οικογένειας των Rotting Christ, όπως τον Θέμη ή τον Jim. Η έρευνα και η διεξαγωγή των συνεντεύξεων τρέχουν από το 2015, αλλά η δουλειά εντάθηκε πραγματικά τον τελευταίο χρόνο δημιουργίας του βιβλίου, τόσο από τον Σάκη όσο κι από μένα.
Και πώς επιλέγεις τι να συμπεριλάβεις και τι να αφήσεις έξω από το υλικό; Υπήρξε ίσως κάποια ιστορία από τις συνεντεύξεις που τελικά δεν μπήκε στο βιβλίο αλλά αξίζει ενδεχομένως να μας πεις; Όχι, οι καλές ιστορίες μπήκαν όλες στο βιβλίο ή είναι αδύνατο να επαναληφθούν! Αλλά πράγματι, έγινε πολλή επιμέλεια ώστε η πληροφορία να μην επαναλαμβάνεται και η ροή να είναι όσο το δυνατόν καλύτερη. Κι ενώ υπήρξαν πράγματα που αφαιρέθηκαν, υπήρξαν και πολλές έξτρα λεπτομέρειες που προστέθηκαν στα τελικά στάδια. Προσπάθησα πραγματικά να κάνω αυτό το βιβλίο όσο πιο λεπτομερές γινόταν κι είμαι πολύ χαρούμενος που πολλοί από τους μακροχρόνιους fans της μπάντας λένε πως έμαθαν πολλά. Ακόμη και κάποια μέλη το είπαν αυτό!
Την τελευταία λέξη στο πρότζεκτ την είχες εσύ ή ο Σάκης; Πάντα έλεγα στον Σάκη πως θα είχε την τελευταία λέξη και πάντα μου έλεγε πως το βιβλίο έπρεπε να είναι απόλυτα ειλικρινές επομένως θα έπρεπε να έχω εγώ τον τελευταίο λόγο. Ο Σάκης δεν παρενέβη ποτέ στο βιβλίο, διόρθωσε μόνο πραγματολογικά στοιχεία. Ο Morbid/The Magus ήταν πολύ βοηθητικός σε αυτό, διπλοτσεκάροντας λεπτομέρειες. Αλλά για να απαντήσω την ερώτησή σου, ήταν κυρίως μια συλλογική διαδικασία. Κινούσα τα νήματα ως προς τη δομή του βιβλίου, αλλά ο αναγνώστης θα διαβάσει την ιστορία με τη φωνή του Σάκη και νομίζω πως έτσι ακριβώς έπρεπε να είναι. Ήμουν προσεκτικός στο να γραφτεί η αφήγηση έτσι ώστε να οδηγήσει τον αναγνώστη με έναν ταπεινό τρόπο. Αναδεικνύει το περιεχόμενο και λεπτομέρειες όπου χρειάζεται κι αφήνει συγχρόνως το βιβλίο να είναι μια προφορική ιστορία στο μεγαλύτερο μέρος της.
Το βιβλίο επικεντρώνεται γύρω από τη μουσική. Κάθε μπάντα όμως, πόσο μάλλον μια τόσο πετυχημένη όπως οι Rotting Chist, περιβάλλονται από έναν μύθο. Πώς τον διαχειρίστηκες; Η γνώμη μου είναι πως η αλήθεια είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσα από τον μύθο, ειδικά στο black metal. Δεν είναι απαραίτητο να κατασκευάζεις μύθους, γιατί αν καταφέρεις πραγματικά να συλλάβεις και να αφηγηθείς την αλήθεια του παρελθόντος, θα λάμψει φυσικά στην φαντασία του αναγνώστη. Αλήθεια πιστεύω πως ένα από τα καλύτερα πράγματα σε αυτό το βιβλίο είναι ότι λέει την ιστορία της underground metal σκηνής στα τέλη του ’80-αρχές ’90 στην Ελλάδα με έναν τρόπο που δεν είχε ξαναειπωθεί και δίνει στον αναγνώστη μια ιδέα της τότε ατμόσφαιρας. Με τον ίδιο τρόπο που οι fans του black metal έχουν την εικόνα λεπτομερειών από τα 90s και τη νορβηγική σκηνή, όπως το δισκάδικο Helvete, μέσω ανάλογων βιβλίων ή ντοκιμαντέρ. Το Non Serviam σχηματίζει μια γοητευτική εικόνα της Αθήνας εκείνης της εποχής, αυτών των προσωπικοτήτων, του θρυλικού Storm Studio, των συναντήσεων στο Metal Era και τόσα άλλα.
Για σένα τι σημαίνουν οι Rotting Christ; Είναι μια μπάντα ισχυρών προσωπικοτήτων με τεράστια ιστορία και φοβερή δισκογραφία και μια μπάντα που είχε αδιαμφισβήτητο αντίκτυπο στην extreme metal μουσική. Σημαίνουν αρκετά ώστε να γράψω ένα βιβλίο 300 σελίδων γι’ αυτούς!
Συνολικά πως θα περιέγραφες την εμπειρία; Υπάρχουν πλάνα για κάποια άλλη βιογραφία; Ήταν ένα έντονο βιβλίο από πολλές απόψεις. Ήταν το πέμπτο βιβλίο που έγραψα και το δέκατο που εκδίδω, οπότε η διαδικασία δεν ήταν καινούργια. Αλλά και πάλι, αυτό το βιβλίο ήταν λίγο διαφορετικό από τα άλλα, υποθέτω γιατί δούλευα με την ίδια μικρή ομάδα ανθρώπων για τόσο καιρό, ενώ συνήθως αναμειγνύονται 15-20 μπάντες και γύρω στα 30 άτομα. Στο τέλος νιώθω ότι έμαθα πολύ καλά αυτούς τους ανθρώπους και ίσως τους βοήθησα να μάθουν κι αυτοί κάτι για τους εαυτούς τους. Ο Σάκης είπε πως το να γράψει το βιβλίο σήμαινε το να αναμετρηθεί με τους δαίμονές του κι αυτές δεν είναι κούφιες κουβέντες.
Σάκης: «Ως συγκρότημα έχουμε χρησιμοποιήσει αγγλικά, ελληνικά, γαλλικά, αραμαϊκά, ισπανικά, λίγα ρουμανικά, λατινικά βέβαια, κι έχουμε επίσης κι ένα γερμανικό τραγούδι, αν και αυτό δεν το ερμήνευσα ο ίδιος. Μπορώ να διαβάσω στις περισσότερες απ’ αυτές τις γλώσσες, όμως δεν τις μιλάω καλά – μπορώ να μιλήσω γαλλικά, αλλά έχω τόσο κακή προφορά που δεν με καταλαβαίνουν. Μιλάω λατινικά, καταλαβαίνω τα γερμανικά και τα μιλάω αλλά δεν έχω καλή προφορά. Ποτέ δεν διδάχτηκα κάποια γλώσσα – για την ακρίβεια, ποτέ δεν διδάχτηκα τίποτα, ούτε κιθάρα ούτε ξένες γλώσσες, μ’ αρέσει να μαθαίνω μόνος μου. Όποτε είχα κάποιον δάσκαλο προσπαθούσα να τον αποφεύγω. Αλλά μ’ αρέσει να διαβάζω σε άλλες γλώσσες. Παλιά είχα αναθέσει στον εαυτό μου την αποστολή να μπορώ να μιλάω λίγο απ’ όλα, γιατί όταν ταξιδεύω μ’ αρέσει να συνομιλώ με τους ντόπιους. Μ’ αρέσουν οι ξένες γλώσσες, μ’ αρέσουν οι διαφορετικές προσεγγίσεις στη ζωή. Δεν είμαι Άγγλος ούτε Αμερικανός· δεν είναι αυτή η μητρική μου γλώσσα και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να τραγουδάω και σ’ άλλες γλώσσες εκτός των αγγλικών. Πιστεύω πως γενικά το metal μπορεί να τραγουδηθεί σε περισσότερες γλώσσες, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε τα αγγλικά».