Η Αποστολή Του Χάινερ Μύλλερ, που ανεβάζει η Ομάδα Σημείο Μηδέν του Σάββα Στρούμπου, είναι ένα έργο που κατέχει περίοπτη θέση στο ρεπερτόριο του 2ου μισού του 20ου αιώνα. Μετά τη Γαλλική επανάσταση, τρεις απεσταλμένοι της επαναστατικής κυβέρνησης πηγαίνουν στη Τζαμάικα για να επιχειρήσουν να υποκινήσουν εκεί μια εξέγερση των σκλάβων. Εμβόλιμη φαινομενικά στο κείμενο, υπάρχει μια σκηνή-ορόσημο στη σύγχρονη δραματουργία, γνωστή ως Ο Άνθρωπος Στον Ανελκυστήρα. Αυτό το ρόλο έχει αναλάβει ο Δαυίδ Μαλτέζε, θαυμάσιος ηθοποιός που, πριν να πολιτογραφηθεί Έλληνας, έζησε στην πατρίδα του Γεωργία έναν εμφύλιο πόλεμο. Με αφορμή μια από τις σπάνιες στιγμές όπου ζωή και δραματουργία αποφασίζουν να συναντηθούν, η Popaganda αποφάσισε να μιλήσει μαζί του.
«Στη Γεωργία αγαπάνε πολύ τον Μπρεχτ. Δεν είναι τυχαίο, που ο Μύλλερ έχει άμεση σχέση με τον Μπρεχτ. Οπότε υπάρχει κατανόηση του Μύλλερ σε ένα καλό επίπεδο. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι εγώ στη Γεωργία έχω δει λίγες παραστάσεις, γιατί την εποχή που εγώ ζούσα εκεί, δυστυχώς δεν υπήρχε χρόνος και δυνατότητα να βλέπω παραστάσεις,γιατί δεν ήταν απλά δύσκολα τα πράγματα, υπήρχε θέμα επιβίωσης. Ό,τι θυμάμαι ακόμα έντονα είναι από την τηλεόραση, και παιδικές παραστάσεις από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης ακόμα. Τις παραστάσεις για μεγάλους δεν τις πρόλαβα. Με το Στούρουα συναντήθηκα στη Μόσχα, όπου ήταν καλεσμένος στον εορτασμό για τα 95 χρόνια του Θεάτρου Βαχτάνγκοφ, που κορυφώθηκαν με την παράστασή μας, τον Οιδίποδα. Ήταν καλεσμένοι πολλοί σημαντικοί θεατράνθρωποι, κι είχα την τύχη να τους γνωρίσω από κοντά. Ήταν οι παιδικοί μου ήρωες από τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, και τώρα είχα την ευκαιρία να τους μιλήσω να τους αγγίξω…
»Τη μετάβαση την έζησα έντονα γιατί ήμουν πια μεγάλο παιδί. Το ίδιο και τον εμφύλιο, και τον πρώτο πόλεμο της Αμπχαζίας και της Οσετίας… Ήμουν δεκαοκτώ χρονών. Πήγα εθελοντής για να πολεμήσω, αλλά λόγω της ηλικίας μου δεν με άφησαν. Έτσι δεν έζησα από κοντά της μάχες, αλλά όλη την πολεμική κατάσταση. Έτυχε, π.χ., να πηγαίνουμε τους νεκρούς στα σπίτια τους. Τέτοιες δουλειές έκανα λόγω ηλικίας. Δυστυχώς δεν κατάφερα να σώσω την πατρίδα μου, το πρόβλημα εκεί παραμένει. Αυτός ο πόλεμος σταμάτησε, έχει παγώσει, κάπως όπως το Κυπριακό. Αν και το 2008 αναζωπυρώθηκαν εκεί οι μάχες, με τη Ρωσία πια καθαρά απέναντι – γιατί πάντα ήταν οι Ρώσοι από πίσω, άσχετα αν ο πόλεμος γινόταν για την αυτονομία της Αμπχαζίας και της Οσετίας. Ο μόνος τρόπος να εμποδίσει η Ρωσία αυτές τις χώρες από το να ενταχτούν στο δυτικό στρατόπεδο, είναι να δημιουργεί προβλήματα εδαφικά. Γιατί το ΝΑΤΟ, π.χ., ποτέ δεν θα δεχτεί την Ουκρανία, τη Μολδαβία ή τη Γεωργία που έχουν εδαφικές διεκδικήσεις με τη Ρωσία, γιατί μετά θα πρέπει να εμπλακεί σε πόλεμο. Τελειώνω λοιπόν τρία χρόνια στρατό – δύο που ήταν κανονικά κι άλλο ένα ως εθελοντής – και στα είκοσι ένα μου ζω σε μια χώρα όπου στο άμεσο μέλλον δεν υπήρχε καμία προοπτική. Ούτε ρεύμα, ούτε θέρμανση, καμιά δουλειά, καμιά ελπίδα για ένα παιδί που βράζει το αίμα του και θέλει να κάνει πράγματα στη ζωή του. Ο μόνος τρόπος για να κάνω κάτι ήταν να φύγω από εκεί. Έτσι βρέθηκα στην Ελλάδα, μια άσχετη χώρα, δεν είχα καμία σχέση, απλώς ήταν πιο εύκολο να έρθεις στην Ελλάδα παρά να πας σε κάποια άλλη χώρα. Και ξεκίνησα ακόμα μια φορά τη ζωή μου από το μηδέν. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη τότε δεν υπήρχαν ούτε άδειες παραμονής ούτε τίποτα. Το ’98 νομίζω πως άρχισαν να δίνονται..ε,τότε νομιμοποιήθηκα κι άρχισα να δουλεύω σε μαγαζιά επίσημα πια, με πρόσληψη, άρχισαν να μου κολλάνε ένσημα. Απέκτησα φίλους έλληνες κι άρχισα να μαθαίνω καλύτερα τα ελληνικά… Άρχισα δηλαδή να προσαρμόζομαι. Ως γνωστόν, συνήθως οι μετανάστες φεύγουν σε άλλες χώρες για λίγα χρόνια, και σκοπεύουν να γυρίσουν σύντομα, αλλά μετά περνάνε δέκα-είκοσι χρόνια… Πάρε παράδειγμα πώς έγινε με τους έλληνες της Γερμανίας ή της Αυστραλίας. Κάπως έτσι κι εγώ, δεν ήλθα για να μείνω, αλλά τελικά έμεινα. Και τώρα πια έχω μισή ζωή εκεί και μισή ζωή εδώ.
Στο θέατρο ανακάλυψα πτυχές του εαυτού μου που δεν γνώριζα, και τρόμαξα. Είμαστε ικανοί για όλα όλοι μας. Το ζώο μπορεί να σκοτώσει για να φάει, αλλά δεν θα παίξει με το πτώμα: δεν υπάρχει ύβρις.
»Από μικρός τραγούδαγα τα παραδοσιακά γεωργιανά πολυφωνικά τραγούδια κι ήμουν σε διάφορα συγκροτήματα, κι έτι είχα άμεση επαφή με τέχνη. Μέχρι που έκανα τότε περιοδεία που ήταν Σοβιετική Ένωση ακόμα, δύο εβδομάδες με τραίνο σε όλες τις βαλτικές χώρες, Λευκορωσία, Ρωσία, σε διάφορες πόλεις και τραγουδάγαμε. Από αυτή την εμπειρία μού έμεινε πως θα ήθελα να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο όλη μου τη ζωή. Βέβαια μετά που δεν είχαμε να φάμε, τι να σκεφτείς, να τραγουδάς; Αργότερα πια, όταν άρχισα να νιώθω μια σιγουριά στην Ελλάδα, σκέφτηκα: γιατί να μην ασχοληθώ με το θέατρο, που έχει όλες τις τέχνες, κι όχι μόνο το τραγούδι; Και πήρα απόφαση στα 25 μου να δώσω εξετάσεις στο Κρατικό. Όμως επειδή τα γενέθλιά μου είναι τον Ιούνιο, στις εξετάσεις θα είχα κλείσει ήδη τα 25 και με έπιανε το όριο ηλικίας! Οπότε για κάποια χρόνια το άφησα, δεν με άφησε όμως αυτό! Κι έτσι τα παρατάω όλα στη Θεσσαλονίκη, κι έρχομαι στην Αθήνα να σπουδάσω. Έδωσα εξετάσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού, μετά στο Ωδείο Αθηνών, κι άρχισα τη σχολή. Έτσι βρέθηκα στο θέατρο, κι είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Μετά την επαφή με το θέατρο άλλαξε το πώς βλέπω τη ζωή γενικώς.
»Η πολιτική έχει άμεση σχέση με το θέατρο, και θα πρέπει να έχει. Όταν διάβασα για πρώτη φορά την Αποστολή, τα έχασα. Μιλάει για τόσα πράγματα, που στην αρχή χάνεσαι, αλλά όσο σκαλίζεις βρίσκεις τέτοιο βάθος… Κι ίσως εγώ που έζησα τη Σοβιετική Ένωση και υπήρξα πολίτης μιας κομμουνιστικής χώρας, να καταλαβαίνω κάποια παραπάνω. Το άμεσο παράδειγμα είναι αυτή η περίφημη σκηνή του έργου, την οποία και παίζω: ένας άντρας σε έναν ανελκυστήρα. Όταν ο Μύλλερ έγραφε την Αποστολή, ο ίδιος είχε πάει στον Χόνεκερ, τον τότε ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας, ο ο οποίος τον είχε καλέσει. Αυτό που περιγράφει είναι η στιγμή που πήγε στο κτίριο και μπήκε στο ασανσέρ για να πάει στον όροφό του. Η δική του κλειστοφοβική εμπειρία. Σε κάθε όροφο υπήρχε ένας φρουρός με αυτόματο όπλο. Ο ηγέτης είναι σαν θεός, κι εκείνος δεν ξέρει τι θέλει ένας θεός από έναν απλό άνθρωπο, τι θα του αναθέσει. Είναι σαν ο συγγραφέας να έχει προβλέψει το σήμερα, όπου η εξουσία έχει γίνει απρόσωπη: οι αγορές, οι Tράπεζες, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φαινομενικά αυτό το κομμάτι είναι εμβόλιμο σε σχέση με τον κορμό του υπόλοιπου έργου, αλλά έχει άμεση σχέση. Είναι ταυτόχρονα κι ένα δραματουργικό τέχνασμα που αφυπνίζει το θεατή.ο Μύλλερ το χρησιμοποιεί αυτό συχνά, όπως κι ο Μπρεχτ. Όμως στην ουσία του το κείμενο είναι ενιαίο.
Προς το τέλος, όταν ο μονόλογος έχει ξεσπάσει, ο άνθρωπος λέει: ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ, και βρίσκομαι, χωρίς αποστολή, στο Περού. Αυτό φαντασιακά είναι ένα είδος θανάτου. Στο φινάλε του μονολόγου λέει: βλέπω δύο παιδιά να μαστορεύουν μια διασταύρωση από ατμομηχανή και ηλεκτρικό τραίνο σε μια γκρεμισμένη αποβάθρα. Εγώ, σαν ευρωπαίος, καταλαβαίνω από την πρώτη ματιά πως αυτό το μεταφορικό μέσο δεν θα πάρει μπρος. Το εγχείρημα, η επανάσταση που οι ήρωες του έργου έχουν πάει να υποκινήσουν, δεν θα πετύχει. Και καταλήγει: Κάποτε θα συναντήσω τον Άλλο, τον αντίποδα, το σωσία μου, με το πρόσωπό του από χιόνι. Κι ένας από μας θα επιζήσει.
Τις προάλλες έβλεπα στο κινητό μου, όπου έχω ενεργοποιήσει το GPS για να μη χάνομαι, κι έλεγε πως μετακινήθηκα από ένα σημείο σε ένα άλλο με μηχανάκι! Κατάλαβε, από το χρόνο που μου πήρε για να μετακινηθώ, ποιο μέσο χρησιμοποίησα! Είναι συγκλονιστικό: δεν είχα συνειδητοποιήσει τι βόμβα κρατάω στο χέρι μου. Το κάθε βήμα μου ελέγχεται και καταγράφεται! Σε αυτό το σημείο έχουμε φτάσει. Από αυτή την πλευρά αντιλήφθηκα αυτό το μονόλογο.
»Όλες τις εμπειρίες μου είμαι ευγνώμων που τις έζησα χωρίς να πάθω κακό, κι είμαι ακόμα ζωντανός και υγιής, γιατί αυτά ακριβώς χρησιμοποιώ στην τέχνη που θέλω να κάνω. Το επόμενο σχέδιό μου, πάλι μαζί με το Σάββα Στρούμπο, είναι ένα κείμενο που έγραψε για μένα ο Δημήτρης Δημητριάδης και λέγεται Τρωάς. Μιλάει φυσικά για τον πόλεμο. Θα ανέβει στα τέλη του Φλεβάρη στο Ίδρυμα Κακογιάννη. Για μένα το θέατρο είναι θεραπεία. Θέλω να έχω επαφή με τέτοια κείμενα και τέτοιους ανθρώπους όπως ο Δημητριάδης κι ο Χάινερ Μύλλερ. Κατά κάποιο τρόπο μοιάζουν αυτοί οι δύο… Έχουν μια άγρια ομορφιά στη γλώσσα που μιλάνε. Όταν είχα διαβάσει το Πεθαίνω Σα Χώρα είχα πάθει σοκ: είναι σαν να περιγράφει ακριβώς αυτό που συνέβη στην Τιφλίδα στον εμφύλιο.
Τελικά όλοι οι πόλεμοι, ειδικά οι εμφύλιοι, γεννάνε τα ίδια σκατά και την ίδια φρίκη. Αλλάζει μόνο το γεωγραφικό στίγμα. Και μια από τις χειρότερές μου εμπειρίες είναι αυτή: γνώρισα τον άνθρωπο από την πιο κακή του πλευρά όταν ήμουν στο στρατό. Όταν καταλαβαίνεις για τι είναι ικανός ένας άνθρωπος, τρομάζεις… Εμείς επί σοβιετικού καθεστώτος δεν είχαμε βεβαία τις ελευθερίες που έχει ένας Ευρωπαίος, αλλά η ζωή μας ήταν τακτοποιημένη: οι γονείς μου δούλευαν σε ένα εργοστάσιο, είχαμε τους φίλους τους γείτονες, κανονικοί άνθρωποι. Όταν βρεθήκαμε όλοι σε μια ακραία κατάσταση, όλοι μας βγάλαμε κάτι άλλο που δεν φανταζόμασταν ότι έχουμε μέσα μας. Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο στην ηλικία σου να γδύνει ένα νεκρό για να πάρει τα ρούχα του, ή για να του βγάλει ένα χρυσό δόντι, αναρωτιέσαι όλοι μας πού μπορούμε να φτάσουμε. Δεν γνωρίζουμε πολύ καλά τους εαυτούς μας. Και στο θέατρο ανακάλυψα πτυχές του εαυτού μου που δεν γνώριζα, και τρόμαξα. Είμαστε ικανοί για όλα όλοι μας. Το ζώο μπορεί να σκοτώσει για να φάει, αλλά δεν θα παίξει με το πτώμα: δεν υπάρχει ύβρις.