Ντέιβ Μπρούμπεκ: ο πρίγκιπας της τζαζ

Την 5η Δεκεμβρίου συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από το θάνατο του Ντέιβ Μπρούμπεκ, του μουσικοσυνθέτη που έκανε την τζαζ να ακούγεται ξανά ελκυστική τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Ο Μπρούμπεκ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών. Αν ζούσε άλλη μία μέρα, θα γιόρταζε τα 92α γενέθλια του.

Για όποιον απολαμβάνει την ανάγνωση με μουσική, συνίσταται ανεπιφύλακτα κάθε κείμενο αφιερωμένο στον Ντέιβ Μπρούμπεκ να διαβαστεί με τη μουσική συνοδεία του Take Five (βλ. βίντεο παρακάτω), του τραγουδιού-σύμβολο του άλμπουμ Time Out, του πρώτου τζαζ δίσκου που πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα.

Στη μακρά και επιτυχημένη καριέρα του, ο Μπρούμπεκ ξεχώρισε για τους πειραματισμούς του και την «λαϊκότητα» των συνθέσεών του, στην οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί ούτε το συνηθισμένο στα τρίλεπτα ποπ τραγούδια αυτί. Ο Μπρούμπεκ ήταν αυτός που αποκατέστησε τη σχέση του ευρέος κοινού με τη τζαζ στη μετά Άρμστρονγκ εποχή. Πειραματίστηκε έντονα με την πολυτονικότητα, το μιούζικαλ, το ορατόριο, μπαρόκ μουσικά όργανα και φόρμες ξένων μουσικών συνθέσεων. Δεν ήταν πάντοτε το αγαπημένο παιδί των κριτικών, οι οποίοι συχνά χαρακτήριζαν τις συνθέσεις του σχηματικές, στομφώδης και άνευρες. Ωστόσο, η επιμονή και η εκκεντρικότητά του, εκφρασμένες μέσα από τη σχέση του πιάνου του με το άλτο σαξόφωνο του Πολ Ντέσμοντ, κατέστησαν την μπάντα του Μπρούμπεκ – το λεγόμενο «κουαρτέτο» – διαχρονικά γνήσιο και πρωτοποριακό. Πέρα από τα πιο γνωστά τραγούδια του, που απόλαυσαν σε βάθος χρόνου τη διάρκεια και τη γοητεία ποπ τραγουδιών, το κουαρτέτο κέρδισε αρχικά πολλούς θαυμαστές μέσα από διασκευές παλαιότερων τραγουδιών, όπως το You go to my head και το Pennies From Heaven.

Pennies from Heaven από το Κουαρτέτο του Ντέιβ Μπρούμπεκ

Ο Ντέιβιντ Γουάρεν Μπρούμπεκ γεννιέται στις 6 Δεκεμβρίου του 1920, στο Κόνκορντ της Καλιφόρνια, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο. Η οικογένειά του διάγει βουκολική ζωή. Ο πατέρας του, Πιτ, εμπορεύεται βοοειδή και η μητέρα του, Ελίζαμπεθ, διευθύνει τη χορωδία στην πρεσβυτεριανή εκκλησία της περιοχής. Όταν ο Μπρούμπεκ γίνεται 11 ετών, η οικογένειά του μετακομίζει στην Άιον της Καλιφόρνια, όπου ο πατέρας του διαχειρίζεται τεράστιες εκτάσεις γης.

Με το ραδιόφωνο να είναι απαγορευμένο στο σπίτι – η μητέρα του πίστευε ότι αν κάποιος ήθελε να ακούσει μουσική, έπρεπε να μάθει να παίζει ο ίδιος προς ίδια τέρψη – ο Μπρούμπεκ και τα δύο του αδέρφια μάθαιναν να παίζουν διαφορετικά όργανα. Όλοι οφείλουν να μάθουν σπουδές και καουμπόικα τραγούδια. Ο νεαρός Ντέιβιντ μαθαίνει μουσική με το αυτί. Αντιμετωπίζοντας προβλήματα στραβισμού, η ανάγνωση του είναι σχεδόν αδύνατη στα πρώτα βήματα της μουσικής του πορείας.

You go to my head

Ο Μπρούμπεκ είναι μόλις 14 ετών όταν ένας πλύντης ρούχων, επικεφαλής μίας χορευτικής ομάδας, του προτείνει να κάνει την πρώτη του δημόσια εμφάνιση, παίζοντας σε συνάξεις του Lions Club και σε χορούς swing. Το πρώτο του μεροκάματο είναι 8 δολάρια τη βραδιά. Παίζει από τις 9 το βράδυ ως τις 4 το πρωί. Ωστόσο, μέχρι τα φοιτητικά χρόνια, ο Μπρούμπεκ δεν είναι ένας πολλά υποσχόμενος μουσικός, αλλά ένας μελλοντικός κτηματίας. Στο College of Pacific, αποφασίζει να σπουδάσει κτηνιατρική, την οποία εγκαταλείπει μόλις ένα χρόνο αργότερα, για να ασχοληθεί με αυτό που ανακάλυψε ότι αγαπά, τη μουσική. Είναι το πανεπιστήμιο που φέρνει τον Μπρούμπεκ σε επαφή με φροϋδικές και μαρξιστικές ιδέες, καθώς και τις αρχές της σειριακής μουσικής. Εκεί γνωρίζει την Αϊόλα Γουίτλοκ, μία συμφοιτήτριά του που το 1942 επρόκειτο να γίνει η σύζυγός του.

Το ίδιο έτος ολοκληρώνει τις σπουδές του και κατατάσσεται στο στρατό. Για δύο χρόνια παίζει μουσική στην μπάντα του στρατού, στη Νότια Καρολίνα. Το 1944 εκπαιδεύεται ως σκοπευτής – αρχικά στο Τέξας και στη συνέχεια στο Μέριλαντ – για να σταλεί στο Μετς της βόρειας Γαλλίας και να λάβει περαιτέρω εκπαίδευση, ώστε να συμμετάσχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Όταν ο ανώτερός του τον άκουσε να παίζει σε μία εκδήλωση του Ερυθρού Σταυρού, είπε στον κατώτερό του: «Δεν θέλω αυτό το παιδί να πάει στο μέτωπο».

Οι εκ διαμέτρου αντίθετες ψυχοσυνθέσεις των δύο αντρών – από τη μία ο Μπρούμπεκ, ανοιχτός, φιλόδοξος και επιβλητικός, από την άλλη ο Ντέσμοντ, κλειστός, ανεξάρτητος και bon viveur – αναπτύσσουν μία άριστη επικοινωνία στη μουσική. Μέχρι το τέλος του 1952 θα γίνουν ένα από τα καλύτερα δίδυμα στο χώρο της τζαζ.

Από εκείνη τη στιγμή ο Μπρούμπεκ αναλαμβάνει τα ηνία μίας μπάντας που έπαιζε μουσική σε εμπόλεμες ζώνες. Κατά τη διάρκεια της Mάχης του Μπαλτζ βρίσκεται δύο φορές κοντά στο μέτωπο, όμως δεν πολεμά ποτέ. Απολυόμενος από το στρατό σε ηλικία 25 ετών, εγκαθίσταται με τη γυναίκα του στο Όκλαντ της Καλιφόρνια. Καταφέρνει να κερδίσει μία υποτροφία και συνεχίζει τις σπουδές του στο Mills College, δίπλα στο Γάλλο συνθέτη, Ντάριους Μιλό. Ο τελευταίος ζητάει από τους μαθητές του να γράψουν φούγκα για τζαζ ανσάμπλ. Ο Μπρούμπεκ, εμπνευσμένος από το δάσκαλό του, παρουσιάζει τις συνθέσεις του σε μία σειρά από συναυλίες στο κολέγιο. Η επιρροή του Μιλό στην προσωπικότητα και τη μουσική συγκρότηση του Μπρούμπεκ είναι τέτοια, που ο τελευταίος ονόμασε τον πρωτότοκο γιο του, που γεννήθηκε το 1946, Ντάριους.

Ο Μπρούμπεκ συναντά τον σημαντικότερο μουσικό συνεργάτη του, Πολ Ντέσμοντ, σε μία στρατιωτική μπάντα, το 1943. Ο Ντέσμοντ είναι το τέλειο έλασμα για τον Μπρούμπεκ, καθώς ο παθητικός τόνος του πρώτου έσμιγε άριστα με τον πυκνό τρόπο παιξίματος του δεύτερου. Το 1947 συναντώνται ξανά και αναπτύσσουν αμέσως μουσική συνεργασία, που φιλοδοξεί να εντάξει την αντίστιξη σε τζαζ συνθέσεις. Το πρώτο γκρουπ του Μπρούμπεκ σχηματίζεται το 1946. Την οκταμελή μπάντα αποτελούν αρκετοί μαθητές του Μιλό, η διδασκαλία του οποίου είναι εμφανής στις συνθέσεις τους. Της πρώτης δισκογραφικής δουλειάς της μπάντας προηγούνται πολύ πιο δημοφιλείς και εξίσου μετριοπαθείς σε ύφος συνθέσεις, που θα ενταχθούν αργότερα στο συλλογικό άλμπουμ με τίτλο Birth of the Coοl.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και αρχές εκείνης του ’50, ο Μπρούμπεκ διαμορφώνει ένα τρίο με τους Ρον Κρότι στο μπάσο και τον Καλ Τιάντερ στα ντραμς. Είναι η εποχή κατά την οποία ο Μπρούμπεκ αρχίζει να χτίζει το κοινό του. Σημαντική συμβολή στην καριέρα του έχει ο dj από το Σαν Φρανσίσκο Τζίμι Λάιονς – αργότερα ιδρυτής του Monterey Jazz Festival – ο οποίος παρουσιάζει το μουσικό τρίο στο ραδιοφωνικό σταθμό KNBC και το βοηθά στο να υπογράψει ένα ακριβοπληρωμένο συμβόλαιο με την εταιρία Coronet.

Το 1951 το τρίο γίνεται κουαρτέτο, με την ένταξη του Ντέσμοντ, ο οποίος θέλει διακαώς να γίνει μέλος της όλο και πιο επιτυχημένης μπάντας του παλιού του φίλου. Ωστόσο, πολλοί είναι εκείνοι που αποδίδουν την επέκταση του lineup όχι τόσο στην επιθυμία του Ντέσμοντ να συμπορευθεί εκ νέου με τον Μπρούμπεκ, όσο στο σοβαρό τραυματισμό που υπέστη ο τελευταίος στη Χαβάη. Επρόκειτο για ένα ατύχημα που θα επηρέαζε τις δεξιοτεχνικές ικανότητές του, καθιστώντας απαραίτητη την ένταξη ενός ακόμη σολίστα στο συγκρότημα.

Οι εκ διαμέτρου αντίθετες ψυχοσυνθέσεις των δύο αντρών – από τη μία ο Μπρούμπεκ, ανοιχτός, φιλόδοξος και επιβλητικός, από την άλλη ο Ντέσμοντ, κλειστός, ανεξάρτητος και bon viveur – αναπτύσσουν μία άριστη επικοινωνία στη μουσική. Μέχρι το τέλος του 1952 θα γίνουν ένα από τα καλύτερα δίδυμα στο χώρο της τζαζ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αυτό που ακόμα λείπει είναι μία δισκογραφική εταιρεία. Ο Μπρούμπεκ έρχεται σε επαφές με την Fantasy Records, μία νεοϊδρυθείσα εταιρεία των αδερφών Μαξ και Σολ Βάις, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται για την τζαζ παρά μόνο στην περίπτωση που θα μπορούσε να τους αποφέρει κέρδη. Έτσι και έγινε με τον Μπρούμπεκ.

Η Αϊόλα Μπρούμπεκ έπαιξε επίσης έναν κάποιο ρόλο στην καθιέρωση ενός σταθερού ακροατηρίου για τον Μπρούμπεκ. Πριν την έναρξη της συνεργασίας του τελευταίου με τον γνωστό μάνατζερ Τζόουι Γκλάζερ, είναι η σύζυγός του που ασχολείται με τις επαγγελματικές του συμφωνίες. Το 1953, η Αϊόλα γράφει σε περισσότερα από 100 πανεπιστήμια, προτείνοντας τη συμμετοχή του κουαρτέτου σε εκδηλώσεις φοιτητικών συλλόγων. Οι εμφανίσεις της μπάντας σε αμερικανικά πανεπιστήμια και κολέγια γίνονται για χρόνια το μέσο βιοπορισμού της. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50, το κουαρτέτο είχε πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα των άλμπουμ Jazz at Oberlin και Jazz Goes to College.

Το 1954 ο Μπρούμπεκ γίνεται ο δεύτερος – μετά τον Λιούις Άρμστρονγκ – μουσικός τζαζ που παρουσιάζεται στο εξώφυλλο του περιοδικού Time. Είναι η χρονιά που υπογράφει συμβόλαιο με την Columbia Records, υποσχόμενος ότι θα βγάζει δύο δίσκους το χρόνο. Μέσω αυτής της συνεργασίας, ο Μπρούμπεκ αποκτά, αν και με λίγη καθυστέρηση, φήμη και δημοτικότητα.

O Ντέιβ Μπρούμπεκ στο εξώφυλλο του περιοδικού ΤΙΜΕ.

Μαζί με τις μουσικές επιτυχίες εκείνων των χρόνων, ωστόσο, ένα διακριτό μέρος του κοινού της τζαζ αρχίζει να διαφοροποιείται και να απορρίπτει το στιλ του: το άλμπουμ του 1957 Dave Digs Disney, στο οποίο διασκευάζει τραγούδια από ταινίες της Γουόλτ Ντίσνεϊ, δε βοηθά στο να κερδίσει κριτικούς και φίλους της τζαζ που αμφισβητούν το μουσικό του έργο. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας έρχεται σε ρήξη με το «παραδοσιακό» κοινό της τζαζ πολύ πιο εμφαντικά από κάθε άλλον μουσικό μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το 1958, το κουαρτέτο του Μπρούμπεκ κάνει περιοδεία στη Μέση Ανατολή και την Ινδία, χάρη σε ένα πρόγραμμα «καλής θέλησης» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Ο Μπρούμπεκ μαγεύεται από ντόπια παραδοσιακά μουσικά στιλ που απορρίπτουν το δυτικό χρόνο των 4/4, τον οποίο ο ίδιος αποκαλεί «τζαζ σε στιλ παρέλασης». Το αποτέλεσμα από την επαφή του Μπρούμπεκ με τους νέους ρυθμούς είναι το άλμπουμ Time Out, που ηχογραφείται το 1959. Οι επιτυχίες Take Five, που συνετέθη από τον Ντέσμοντ σε ρυθμό 5/4, και Blue Rondo à la Turk, το οποίο συνέθεσε ο Μπρούμπεκ σε ρυθμό 9/8, θέτουν για αρκετές εβδομάδες το κουαρτέτο σε αξιοζήλευτες θέσεις των pop charts.  

Blue Rondo à la Turk

Αν και ο Μπρούμπεκ είπε ότι το άλμπουμ δεν καλλιέργησε σε μουσικούς και δισκογραφική μεγάλες προσδοκίες, το Take Five γίνεται εθνική μανία. Σύντομα η Columbia το βγάζει ως single σε σαρανταπεντάρι δίσκο, με το Blue Rondo να είναι χαραγμένο στη δεύτερη πλευρά. Άλμπουμ και single γίνονται μεγάλες επιτυχίες με το Time Out να πουλάει από τότε πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα.

Διαπιστώνοντας πως η επιτυχία του κουαρτέτου είναι αρκετά ευρύτερη στην ανατολική όχθη της αμερικανικής ηπείρου, η οικογένεια Μπρούμπεκ μετακομίζει στο Γουίλτον, όπου και θα παραμείνει για πολλά χρόνια. Ο Μπρούμπεκ έχει ήδη αποκτήσει με την Αϊόλα πέντε παιδιά, τον Νταν, τον Μάικλ, τον Κρις, τον Ντάριους και την Κάθριν. Ο Μάθιου θα γίνει το έκτο παιδί της οικογένειας μετά τη μετάβασή της στις παρυφές της Νέας Υόρκης.

Εκτός από σημαντικός μουσικός, ο Μπρούμπεκ ήταν και ένας άνθρωπος με ισχυρές πεποιθήσεις. Τη δεκαετία του ’50 αντιτάσσεται στην επιθυμία πρυτανικών αρχών να μην παίξει σε μουσική εκδήλωση με σχήμα που θα περιλαμβάνει έγχρωμο μουσικό (ο μπασίστας του συγκροτήματος, Τζεν Ράιτ, ήταν μαύρος). Το 1958 αρνείται να εμφανιστεί στη Νότια Αφρική, όταν του ζητάται να υπογράψει συμβόλαιο, στο οποίο περιλαμβάνεται όρος ότι η μπάντα του πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά από λευκούς μουσικούς. Με τη γυναίκα του να γράφει τους στίχους, συνθέτει το τζαζ μιούζικαλ The Real Ambassadors, το οποίο πραγματεύεται το θέμα των φυλετικών σχέσεων. Ηχογραφείται το 1962 με τη συμμετοχή του Λιούις Άρμστρονγκ, ωστόσο ανεβαίνει μόλις μία φορά στη σκηνή, στο πλαίσιο του Monterey Jazz Festival.

Το κουαρτέτο διαλύεται το 1967, μετά από 17 χρόνια κοινής πορείας. Ο Μπρούμπεκ αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην οικογένειά του, συνεχίζοντας τους μουσικούς πειραματισμούς. Το 1969 συνθέτει το Elementals, με υπότιτλο «Κονσέρτο για όποιον μπορεί να αντέξει μία ορχήστρα» (Concerto for Anyone Who Can Afford an Orchestra). Αργότερα γράφει ένα ορατόριο και τέσσερις καντάτες, μία θρησκευτική ακολουθία, δύο μπαλέτα, καθώς και κομμάτια για τζαζ ορχήστρες.

Ο Μπρούμπεκ αντιμετώπισε την τζαζ ως το μέσο για να προσεγγίσει θρησκευτικά θέματα και να υπερκεράσει κοινωνικές και πολιτικές διαφορές της δυτικής κοινωνίας. Η καντάτα The Gates of Justice του 1969 πραγματεύεται ως θέμα τη ζωή των μαύρων και των Εβραίων στην Αμερική. Η καντάτα Truth Is Fallen, του 1972, αποτελεί διαμαρτυρία στη θανάτωση φοιτητών που διαμαρτύρονταν στο Kent State University το 1970. Ο Μπρούμπεκ παίζει μουσική στη συνάντηση του Ρίγκαν με τον Κορμπατσόφ το 1988, ενώ συνθέτει τη μουσική που συνοδεύει την επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλου 2ου στο Κάντλεστικ Παρκ του Σαν Φρανσίσκο, το 1987.

Το 1968 ο Μπρούμπεκ δημιουργεί το δεύτερο κουαρτέτο του με το σαξοφωνίστα Τζέρι Μούλιγκαν, ενώ αργότερα συνεργάζεται με τους γιους του, οι οποίοι έχουν στο μεταξύ ακολουθήσει τα μουσικά βήματα του πατέρα τους. Μαζί με τους Ντάριους (πιάνο), Κρις (μπάσο), Νταν (ντράμς) και Μάθιου (τσέλο), μοιράζεται πολλές ώρες εμφανίσεων και ηχογραφήσεων, με πιο επιτυχημένο αποτέλεσμα το κομμάτι In Their Own Sweet Way

In their own sweet way

Το κλασικό κουαρτέτο του Μπρούμπεκ θα επανενωθεί μόλις μία φορά, το 1976.

Ο γιος του Μπρούμπεκ Μάικλ φεύγει από τη ζωή το 2009. Ο Μπρούμπεκ θα αποκτήσει δέκα εγγόνια και τέσσερα δισέγγονα. 

Το 1999 ο Μπρούμπεκ χαρακτηρίζεται Jazz Master από το National Endowment for the Arts. Δέκα χρόνια αργότερα λαμβάνει το βραβείο Kennedy Center Honor για την προσφορά του στον αμερικανικό πολιτισμό. Θα δωρίσει τα χειρόγραφά του στα πανεπιστήμια όπου φοίτησε.

Παρά τα προβλήματα υγείας που κατά καιρούς αντιμετώπισε, ο Μπρούμπεκ δεν σταμάτησε να κάνει εμφανίσεις ακόμη και μέχρι τα 90 του χρόνια. Το Νοέμβριο του 2010 έδωσε συναυλία στο Blue Note του Μανχάταν, μόλις ένα μήνα μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς.

Κάποτε ο Μπρούμπεκ περιέγραψε με δυο λόγια τι σημαίνει για αυτόν η τζαζ: «Ένας από τους λόγους που πιστεύω στην τζαζ μουσική είναι ότι η μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου μπορεί να διαπεράσει το ρυθμό της καρδιάς σου. Αυτός ο χτύπος της καρδιάς είναι ίδιος σε κάθε γωνιά του κόσμου. Είναι το πρώτο πράγμα που ακούς όταν γεννιέσαι – ή μάλλον πολύ πριν γεννηθείς – και είναι το τελευταίο πράγμα που ακούς».

Θοδωρής Χονδρόγιαννος

Share
Published by
Θοδωρής Χονδρόγιαννος