Dark Ambient και Death Industrial: δύο μουσικά ιδιώματα που, παρ’ ότι ανήκουν στην πιο σκοτεινή -ίσως και ακραία – πλευρά της μουσικής, αξίζουν διερεύνησης. Και λόγος για ένα τέτοιο άρθρο δεν είναι άλλη από το φεστιβάλ Tenebrae De Profundis, (6-7-8 Μαΐου, Death Disco). Πως προέκυψαν, όμως, αυτά τα ιδιώματα; Και σε ποιο κοινό απευθύνονται;
Αν οφείλουμε σε μια μπάντα τη στροφή της ηλεκτρονικής μουσικής σε πιο ακραίες μορφές, τότε αυτή είναι δικαιωματικά οι Throbbing Gristle, την πρώτη – ή ίσως δεύτερη αν λάβουμε υπόψιν τους Residents – πραγματικά μεταμοντέρνα μπάντα που γνώρισε ο μάταιος τούτος κόσμος, οι οποίοι προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν το μουσικό αντίστοιχο των γραπτών του Burroughs (με τον οποίο συναναστρέφονταν), χρησιμοποιώντας το θόρυβο και μια ψυχεδέλεια αρκετά πιο σκοτεινή απ’ ότι γνώριζε μέχρι τότε ο κόσμος, βαπτισμένα υπό το βιομηχανικό ήχο και τη λούπα. Και κάπως έτσι εγένετο industrial.
Από τη διάλυσή τους και έπειτα, αρχίζουν να ξεπηδούν νέα genres που άντλησαν έμπνευση από την «αντί-μουσική» των Gristle ενώ τα μέλη τους ίδρυσαν με τη σειρά τους άλλα σχήματα, προχωρώντας σε νέα τερτίπια και ανοίγοντας νέους ορίζοντες στη μουσική. Σημαντικότερο από τα post-Gristle σχήματα, οι Coil, ένα συγκρότημα με βασικό πυρήνα του δύο άτομα, τον John Balance και τον Peter Christopherson. Πέραν του ότι είναι μια από τις δέκα σημαντικότερες μπάντες που γνώρισε η υφήλιος, οι Coil υπήρξαν πραγματικοί πιονέροι στο σκοτεινό ήχο. Αξιοποιώντας τα μαθήματα των Gristle, μέλος των οποίων υπήρξε ο Christopherson, επηρέασαν όλα τα παρακλάδια του industrial ήχου, είτε με πιο μοχθηρές (λέγε με Slurge) είτε με πιο ατμοσφαιρικές διαθέσεις. Μιλώντας περί ατμόσφαιρας, θα ήταν δόκιμο να πούμε πως είναι οι πατεράδες του dark ambient. Αν ο Brian Eno υπήρξε ο πατέρας της ambient μουσικής και του πειραματισμού με τα ατμοσφαιρικά ηχοτοπία, οι Coil έδωσαν σε αυτό το ιδίωμα το σκοτάδι που του έλειπε. Εύκολα μπορεί να το αντιληφθεί κανείς ακούγοντας την πρώτη τους δουλειά, How To Destroy Angels. Υποσυχνότητες, ατσάλινα κρουστά, μια ατμόσφαιρα αποπνικτική, που βυθίζει τον ακροατή σε ένα έρεβος αντίθετο με το «φωτεινό» Music For Airports του Eno. Εδώ να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο κομμάτι είχε χρησιμοποιήσει ο Mike Tyson στην είσοδό του στο ring για να καταβάλλει ψυχολογικά τον αντίπαλό του, Mike Spinks, τον οποίο αργότερα ισοπέδωσε.
Οι πειραματισμοί, όμως δε σταμάτησαν εκεί. Έπρεπε ο Lustmord, σύγχρονος αυτοκράτωρ του dark ambient να αναλάβει τα ηνία για να διδάξει στο κοινό την πιο «καθαρή» μορφή του συγκεκριμένου ήχου. Με κομμάτια βασισμένα στις υποσυχνότητες, τα field recordings από κρύπτες, ορυχεία, ηφαίστεια, τα samples διαφόρων ειδών και ενίοτε χρησιμοποιώντας και κάποια φωνητικά, όπως στον τελευταίο του δίσκο, The Word As Law, υλοποιεί πλήρως το τι σημαίνει σκότεινή ατμοσφαιρική μουσική. Αυτή την κληρονομιά του dark ambient συνέχισαν αρκετά σχήματα, τα οποία ως επί το πλείστον ταυτίστηκαν με την δισκογραφική της Cold Meat Industry, ο ιδρυτής της οποίας, Roger Karmanik, βάφτισε το ιδίωμα, προκειμένου να περιγράψει τη μουσική των raison d’être.
Φυσικά δεν υπήρξαν μόνο αυτές οι εκφάνσεις του dark ambient. Άλλοι προτίμησαν να εισάγουν στοιχεία κλασικής μουσικής, άλλοι να προτιμήσουν τον μινιμαλισμό, άλλοι τον τελετουργικό χαρακτήρα (όπως οι Lamia Vox και οι Shibalba), άλλοι να κάνουν τον ήχο τους πιο μιλιταριστικό και πομπώδη (όπως οι In Slaughter Natives και οι Sophia) και άλλοι να βασιστούν στην κουλτούρα του midi πλήκτρου για να δημιουργήσουν το λεγόμενο dungeon synth. Μια ακρόαση στα albums της πρώτης περιόδου του Mortiis ή στη μεσαία των Burzum – ειδικά στο Hlidskjalf -είναι αρκετή για να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται.
Το Death Industrial από την άλλη; Από πού προκύπτει; Σίγουρα κι αυτό έχει κάποιες βάσεις πίσω στους Throbbing Gristle, αλλά, ας πούμε ότι ιστορικά και ηχητικά, η προέλευσή του διαφέρει κάπως, τόσο στους «γεννήτορές» του, όσο και στις προθέσεις του.
Το 1980, λίγο πριν τη διάλυση των Gristle, ο William Bennett, επηρεασμένος τόσο από τους ήχους των Gristle, όσο και από την αντι-τέχνη της Yoko Ono, ιδρύει τους Whitehouse – αναφερόμενος τόσο στο ομώνυμο πορνογραφικό περιοδικό, όσο και στην πρέσβειρα του συντηρητισμού, Mary Whitehouse – και βαφτίζει τη μουσική που βγάζει power electronics. Παρά τις αλλαγές στον ήχο τους, με μόνη σταθερά τον θόρυβο, η θεματολογία του αφορούσε πάντοτε στην προβοκάτσια απέναντι στη συντηρητική Αγγλία της εποχής, με κύριο άξονα τους στίχους που αναφέρονται στο ακραίο σεξ. Η ατονική, μπάσα ως επί το πλείστον, με υψίσυχνα «φάλτσα» ενισχυτών μουσική που παρήγαγε ο Bennett σε συνδυασμό με το στιχουργικό περιεχόμενο και τα τσιριχτά φωνητικά όρισαν τη βάση της power electronics, αν και αργότερα το ιδίωμα και οι επίγονοί του ταυτίστηκαν περισσότερο με τη noise σκηνή.
Άμεσος «κληρονόμος» το death industrial. Κρατώντας τις προβοκατόρικες βάσεις της power electronics σκηνής, αποφασίζει να πάει την ακρότητα ένα βήμα παραπέρα. Εδώ οι λούπες και τα samples θα ακολουθήσουν έναν πιο αργό, ατμοσφαιρικό τόνο, με τα φωνητικά να περνάνε από στρώματα παραμόρφωσης και echo, προκειμένου να ακούγονται όσο το δυνατόν περισσότερο βορβορώδη. Αν και η πρώτη μπάντα που μπορεί υφολογικά να θεωρηθεί death industrial είναι οι μιλιταριστικοί προβοκάτορες Grey Wolves, την ονομασία δίνει ο Roger Karmanik προκειμένου να περιγράψει τον ήχο του σχήματός του, Brighter Death Now. Η πρόκληση εξακολουθεί να ισχύει ως συστατικό της μουσικής, τόσο στους δίσκους, όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις πολλών εκ των σχημάτων. Ας πούμε ότι το 1999 στο Cold Meat Industry Festival που έγινε στην Αθήνα, ο Karmanik που εμφανιζόταν και τότε με τους Brighter Death Now άνοιξε δύο κονσέρβες με σάπιες σαρδέλες, αφήνοντας την ωραιότατη οσμή να ωθήσει τους παρευρισκόμενους προς την έξοδο. Όσο για την πρόκληση στα ίδια τα κομμάτια του, μια ακρόαση στο I Wish I Was A Little Girl, συνοδεία στίχων πάντα, θα σας πείσει.
Εν αναμονή λοιπόν του «κολασμένου» Tenebrae De Profundis (6, 7, 8 Μαΐου, Death Disco), ακούστε δυνατά τους παρακάτω must-have δίσκους. Άντε, μη φοβάστε, πατήστε το play!
Dark Ambient
Lustmord – Heresy
Όταν ο Lustmord αποφάσισε να το γυρίσει από πειραματικό industrial σε dark ambient, τα αποτελέσματα ήταν σεισμικά. Δε με πιστεύετε; Βάλτε το δίσκο να παίζει και ακούστε όλο σας το σπίτι να τρίζει από τις υποσυχνότητες που ιδιοφυώς μετέτρεψε σε μουσική.
Deutsch Nepal – Benevolence
Το ντεμπούτο του Peter Andersson στην Cold Meat Industry είναι ένα παραδειγματικό dark ambient album. Εφιαλτικά samples, βιομηχανικές λούπες, reverb και tribal ρυθμοί συνθέτουν έναν δίσκο μοναδικό και ένα από τα αριστουργήματα της σκηνής.
raison d’être – Prospectus I
Βαριές βιομηχανικές λούπες, ψαλμωδίες, synths που απέριττα εντείνουν την ατμόσφαιρα και συνθέσεις που σταδιακά κορυφώνονται, συναπαρτίζουν έναν δίσκο άκρως κινηματογραφικό και κατά περίεργο τρόπο μελωδικό.
In Slaughter Natives – Sacrosancts Bleed
Αν εξαιρέσουμε την πρώιμη Swans στιγμή του Koprofagi Christi, σε αυτόν τον δίσκο θα βρούμε μια παράφωνη, μιλιταριστική, άκρως αντιχριστιανική προπαγάνδα που σοκάρει. Ίσως ένας από τους πιο ακραίους δίσκους της dark ambient σκηνής.
Atrium Carceri – Seishinbyouin
Το απόλυτα «κινηματογραφικό» project του Simon Heath πάντα πειραματιζόταν με την τελετουργία. Εδώ ο χώρος διαπνέεται από μια οσμή γιαπωνέζικου θυμιατού κάτω από στρώσεις σκότους. Οποιοδήποτε album τους είναι εξαιρετικό.
Death Industrial
Brighter Death Now – Great Death
Ο δίσκος που ουσιαστικά ξεκίνησε το ιδίωμα. Σκοτεινός, θορυβώδης, ενοχλητικός, ο Karmanik δεν αφήνει τον ακροατή να βρει καταφύγιο από την ανηλεή επίθεσή του, είτε με τις βιομηχανοποιημένες λούπες και τους ήχους, είτε με τα φωνητικά samples του.
Genocide Organ – :In-Konflikt:
Όχι τόσο ατμοσφαιρικοί και σίγουρα περισσότερο power electronics, οι Organ φλερτάρουν με τον απολυταρχικό μιλιταρισμό και τη βιομηχανική αισθητική και μας προσφέρουν ένα ηχητικό μανιφέστο του πολέμου που ονειρεύονται. Οι πολιτικές τους πεποιθήσεις (όπως και αρκετών άλλων της σκηνής) παραμένουν αμφιλεγόμενες.
Atrax Morgue – Esthetik Of A Corpse
Ο αυτόχειρας Marco Corbelli σε ολόκληρη τη δισκογραφία του είχε μια εμμονή με το θάνατο, την πνευματική ανισορροπία και τα ακραία φετίχ. Σε αυτόν εδώ το δίσκο δημιουργεί μια άρρωστη παράσταση του μακάβριου με άκρως ενοχλητικό περιεχόμενο.
Mz.412 – In Nomine Dei Nostri Satanas Luciferi Excelsi
Άλλοτε περισσότερο «στρατιωτικοί» και άλλοτε περισσότερο σατανικοί, οι Mz.412 πάντα ξέρουν να προκαλούν. Στον πρώτο δίσκο τους στην Cold Meat επιλέγουν το μονοπάτι της αριστερής χειρός και το μπολιάζουν με αρκετό θόρυβο.
IRM – Oedipus Dethroned
Ο θόρυβος ως μέσο αφήγησης. Το σουηδικό σχήμα στον δεύτερό του δίσκο προκαλεί με τα διπλά φωνητικά, τις τυμπανοκρουσίες που ενίοτε συνοδεύουν τους βόμβους που παράγουν και στήνουν έναν απτό εφιάλτη αποκρουστικών εικόνων που εύκολα καταβυθίζει τον ακροατή στην παράνοιά του.