ΧΟΡΟΣ

Χορός στις φυλακές Κορυδαλλού

Ένας απογευματινός χορός στις φυλακές Κορυδαλλού σημαίνει πως μπαίνεις με τον ήλιο να χαϊδεύει τις βαριές ατσάλινες πόρτες με τους δεκάδες κρυμμένους μικρόκοσμους, σχεδόν εκβιαστικά, και αποχωρείς με τις σκιές της νύχτας να τρεμοσβήνουν στους τοίχους σαν απόκληροι της ζωής που δεν εκφράστηκαν όπως θα ήθελαν, χάθηκαν στις λέξεις που κάποιοι άλλοι πρότειναν και γονάτισαν στο βλέμμα μιας υποψήφιας αποδοχής. Διαθέτει η σκληράδα της φυλακής ρωγμές ρομαντισμού; Σύμφωνα με τους κρυφούς και φανερούς συμβολισμούς του DANCELLS/DANCE/FESTIVAL, ενός προγράμματος που ξεπήδησε μέσα από τις Εκπαιδευτικές & Κοινωνικές Δράσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σαφέστατα ναι, ακόμη και όταν αδυνατείς να το ονομάσεις ανεβάζοντας το όποιο volume.

Μιλάμε για φεστιβάλ. Τριήμερο. Χορός. Στον προαύλιο χώρο των φυλακών. Με μια σκηνή στο γκαζόν, τους ζωγραφισμένους -γεμάτους με ρωγμές- κοκοφοίνικες στους τοίχους (υπαινιγμός μια άγνωστης εξωτικής παραλίας), δύο ενότητες από καρέκλες, η μία για τους εντός κι η άλλη για τους εκτός. Καλεσμένοι, κυρίως οι κρατούμενοι – γι’ αυτούς γίνεται η ανατροπή και η σκέψη η πολιτιστική. Και μετά οι εκτός – εμείς που θα το δούμε και θα το επικοινωνήσουμε, κλέβοντας λίγες στιγμές από τη ζωή των άλλων.

Το DANCELLS/DANCE/FESTIVAL, που προκύπτει από τη συνεργασία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με το Flux Laboratory Athens, υποστηρίζεται από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Aerowaves, συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και φροντίζεται με έκδηλη αγάπη από την Γιολάντα Κωνσταντινίδου, Υπεύθυνη Εκπαιδευτικών / Πολιτιστικών Προγραμμάτων Δράσεων ΣΚΙ, έχει για ψυχή και κέντρο βάρους, την επιμέλεια του χορευτή και χορογράφου Ηλία Χατζηγεωργίου.

Η μεταφορά της μεταμορφωτικής δύναμης του χορού στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Κορυδαλλού Ι που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του Σεπτεμβρίου ήταν μια δική του ιδέα. Η τολμηρή πρωτοβουλία, που επιδιώκει να ενσωματώσει τον χορό σε ασυνήθιστα περιβάλλοντα, να ενισχύσει την ενσυναίσθηση και τη δημιουργικότητα και να προσφέρει στους συμμετέχοντες δυνατότητες επανένταξης και δικτύωσης με επαγγελματίες του χώρου, ήταν αρχικά μια σκέψη του Aerowaves, το πού όμως και το γιατί, θα ερχόταν τελικά από αλλού. Αυτό, το που ακριβώς, θα το μάθαινα αργότερα. Αφού θα είχαν τελειώσει τα τρία κομμάτια μιας βραδιάς γεμάτης από ελευθερία κίνησης. Παράξενη έννοια πράγματι, για να την πετάς έτσι, ανάμεσα σε λέξεις που υπαινίσσονται εξοστρακισμό, εγκλεισμό, ενοχές και στοχευόμενο masculinity.   

Το point είναι πως ο χορός θα διόρθωνε τις «πληγές», οι  κρατούμενοι θα είχαν την ευκαιρία να αφεθούν στη μοναδική γοητεία του, να συνδιαλλαγούν μέσα από αυτόν, να εκφραστούν όπως θέλουν και να συνδημιουργήσουν, μέσα από τη συμμετοχή τους σε διαδραστικά εργαστήρια, την παρακολούθηση ενός τρίπτυχου σε χορογραφίες και ερμηνείες από επαγγελματίες του χώρου, καθώς και με γόνιμες συζητήσεις με τους καλλιτέχνες αμέσως μετά τις παραστάσεις. Τα εργαστήρια περιλάμβαναν αποσπάσματα σύγχρονου χορού, breakdance, hip hop, popping και breaking, υπό την καθοδήγηση καλλιτεχνών όπως οι Aidi Ormeni, Παύλος Λυκούδης, Yotam Peled & the Free Radicals, Μιχάλης Ζεϊτινίδης και Σταύρος Μαυροπούλης. Θα πραγματοποιούνταν τις πρωινές ώρες και θα «σύστηναν» έτσι μια νέα επαφή, ένα άλλο ταξίδι, ένας άλλος χορός, μια διαφορετική ευκαιρία για break στη ρουτίνα μιας καθημερινότητας που είχε σταθερούς κανόνες σε διαρκή επανάληψη.

Οι οδηγίες για τα πρωινά σεμινάρια ήταν σαφείς: «Οι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία να εξερευνήσουν διαφορετικά στιλ χορού, συνδυάζοντας τεχνική και ελεύθερη σωματική έκφραση, ενώ θα ασχοληθούν με θέματα αυτοέκφρασης, οικειότητας και μνήμης, ενισχύοντας τη δημιουργικότητα και την προσωπική τους ανάπτυξη». Και μετά, όταν η νύχτα θα έπεφτε και η κεντρική αυτοσχέδια σκηνή θα διεκδικούσε την προσοχή τους, οι πρωταγωνιστές του φεστιβάλ θα «χωρίζονταν» στα τρία και ο χορός θα μοίραζε τις εντυπώσεις του.

Στο πρώτο μέρος, οι χορογραφίες της Μαίρης Γιαννούλα. Στο δεύτερο, των Yotam Peled & the Free Radicals από τη Γερμανία και στο τρίτο αυτές του Ηλία Χατζηγεωργίου. Έργα που εξετάζουν την ανδρική ευαισθησία, τη νεότητα, τη μοναξιά και την αντίσταση του σώματος μέσα από διαφορετικές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Ναι, στην αυλή. Με το φεγγάρι να «στριμώχνεται» ανάμεσα στα σύρματα και τα τζιτζίκια (απέθαντα, τρυπώνουν στα πιο απίθανα μέρη) να υπενθυμίζουν πως εκεί έξω το μεταλλαγμένο ελληνικό καλοκαίρι ακολουθεί το δικό του δρομολόγιο αφήνοντας στην άκρη τις κρατούμενες ζωές με την παρεΐστικη, αγορίστικη «ένταση» να τις κυνηγά.

Από τη στιγμή που πέρασα την πόρτα, αφήνοντας κινητά, ταυτότητες, «ύποπτα» αντικείμενα (συνάδελφος είχε ξεχάσει το πιρούνι από το μεσημεριανό της στη τσάντα, της το κρατήσαν/φύλαξαν, ευγενικά), ως τη στιγμή που τα «φώτα» χαμήλωσαν και το πρώτο art ξεκίνησε, η απορία μου παρέμενε σταθερή. Πόσο θα άντεχαν αυτοί οι τοίχοι, οι γεμάτοι από στριμωγμένη ματσίλα, τον αισθησιασμό της κίνησης, τη χάρη του σπασίματος, την ανάγκη του αγγίγματος; Και πόση «κοροϊδία» ή «απόρριψη» θα άντεχε τελικά αυτή η υπέροχη αυτοσχέδια σκηνή;

Βρήκα πανέξυπνη και γοητευτικά «προβοκατόρικη» των επιλογή των χορευτικών τμημάτων. Το έργο Fight or Flight της Μαίρης Γιαννούλα, που αποτελεί μια εξερεύνηση της προσπάθειας και της αταξίας της τρυφερότητας. Το Where the Boys Are των Yotam Peled & the Free Radicals, που συνδυάζει χορό και πολεμικές τέχνες, εξερευνώντας τις σχέσεις μεταξύ νεαρών ανδρών. Και μετά, το The Cypher του Ηλία Χατζηγεωργίου, που φέρνει σε έναν κύκλο χορού χορευτές της hip hop και της street dance σκηνής, προσκαλώντας το κοινό να συμμετάσχει στην εμπειρία.

Μπροστά στη σκηνή καθόντουσαν οι κρατούμενοι. Πίσω οι καλεσμένοι και οι επίσημοι – μεταξύ αυτών και η Πρέσβειρα Γαλλίας, Laurence AUER. Η θέση έδινε την ευκαιρία της παρατήρησης. Τα σώματα των κρατουμένων, παρότι καθήμενα, ήταν σε συνεχόμενη εγρήγορση, Κινούνταν διχασμένα, σαν να ήθελαν να πάρουν μέρος αλλά το συμβάν να ήταν έναν τόνο πάνω από αυτό που η αρσενική τους «υποχρέωση» άντεχε. Τα πρώτα δύο έργα, σαφώς ενσωματωμένα σε μια πιο κλασική φεστιβαλική χορευτική γραμμή, πήγαιναν κόντρα στην κατανόηση τους, αγρίευαν τις γωνίες τους, αναστάτωναν τις αιχμές τους, προέτρεπαν τη μετρημένη απόρριψή τους. Τίποτα δεν ξέφευγε από τους ξένους λεκτικούς φλογισμούς τους – την πρώτη μέρα που ήμουν εκεί, οι περισσότεροι κρατούμενοι που παρακολουθούσαν ήταν Βαλκάνιοι και Ανατολικοί. Άγνωστες λέξεις συνοδευόμενες από κρυφά γελάκια εμφανίζονταν συχνά και έλκυαν την προσοχή. Διεκδικούσαν προτεραιότητα και την κέρδιζαν. Όταν όμως το τρίτο μέρος, με τους hip hop και breaking «αρσενικούς» αρωματισμούς του, ξεκίνησε το δικό του αφήγημα, ένα κύμα κατανόησης, αποδοχής και φανερής ανακούφισης έγινε φωνή «ναι, πάμε τώρα»- Μια διάθεση που έγινε ακόμη και συμμετοχή. Αρκετοί ανέβηκαν στη σκηνή για να χορέψουν – το ζητούσε εξάλλου και το ίδιο το έργο στο τέλος, όλοι μαζί «απελευθερωμένοι» να γίνουμε ένα πάνω εκεί.

Και κάπως γίναμε. Εκεί, εκείνη τη στιγμή και λίγο αργότερα, που το μοίρασμα της εμπειρίας μας κράτησε έξω από τα τείχη να συζητάμε αλά και ακόμη αργότερα όταν η μνήμη επιβράβευε αυτό που είχε ζήσει και αδημονούσε να το επαναλάβει.

Συζητώντας μετά…

Με τον Ηλία Χατζηγεωργίου, χορευτή, χορογράφο και επιμελητή του DANCELLS/DANCE/FESTIVAL

«Ήταν ένα πείραμα, ήθελα να δω αν πετύχει. Η ιδέα είχε αρχίσει να γεννιέται στον Αυλώνα, όπου είχα κάποια προγράμματα χορού τα δύο τελευταία χρόνια. Με ρωτούσαν τα παιδιά εκεί “πού μπορούμε να σε δούμε” κι εγώ τους έλεγα “στις παραστάσεις μου” και με κοιτούσαν τύπου “καταλαβαίνεις πως  δεν μπορούμε να φύγουμε από δω ε”; Έτσι μου γεννήθηκε η σκέψη. Πώς θα ήταν αν έφερνα τον χορό εκεί, μέσα σε μια φυλακή, με παραστάσεις που άνετα θα μπορούσες να δεις και σε ένα open stage festival σύγχρονου χορού».

«Πώς φτάσαμε εδώ; Είχα κάνει ένα φεστιβάλ στο χωριό μου στον Ταΰγετο, πέρσι τέτοια εποχή, με τις μικρές δικές μου δυνάμεις και λίγο και με τη στήριξη της περιφέρειας. Και κυρίως με τη βοήθεια από φίλους χορευτές, που τους κάλεσα και παρουσίασαν τις δουλειές τους. Dancing Chestnut το ονομάσαμε γιατί συνέπεσε με τη γιορτή του κάστανου στην περιοχή. Ακούστηκε λίγο, και έτσι με πρότεινε η Φρόσω Τρούσα, που είναι στην Aerowaves, σε ένα πρόγραμμα για νέους curators (start up forum) όπου διαγωνίζονται διάφορες προτάσεις από όλη την Ευρώπη, επιλέγουν εννιά και μετά από ένα σεμινάριο επιλέγουν τρεις που θα πάρουν 10.000 και θα κάνουν τη δουλειά τους. Έστειλα την πρόταση από το χωριό. Τους άρεσε, με πήραν, αλλά στα σεμινάρια ειπώθηκε πως καλό θα ήταν να φτάσει κάπου που το Airwaves δεν θα μπορούσε να φτάσει μόνο του. Και έτσι, έχοντας την εμπειρία του Αυλώνα, σκέφτηκα πως μόνο σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπως η φυλακή, δεν θα μπορούσε να φτάσει ο οργανισμός. Ζήτησα αλλαγή, δεν είχαν πρόβλημα. Άλλαξα την πρόταση, κατέθεσα άλλη, πήρα τη Λυρική, αφού το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στον Αυλώνα ήταν το δικό της, ανταποκρίθηκαν πολύ γρήγορα. Το ίδιο έγινε και με το Flux, που είχα μια άλλη συνεργασία φέτος. Όταν τους είπα τη σκέψη μου, μπήκαν κι αυτοί στη χρηματοδότηση. Κι έτσι όλα ξεκλείδωσαν και κύλισαν».

«Υπάρχουν κλισέ που θέλουμε να σπάσουν όσο και αν είναι κατανοητά κάποια πράγματα. Είναι μια κοινωνική υποχρέωση, η ματσίλα στις φυλακές. Την καταλαβαίνω. Κι εγώ που προέρχομαι από τον χώρο του hip hop, μέχρι ένα σημείο που πήρα κάποιες αποφάσεις για τον εαυτό μου -πώς θα κινούμαι, πώς θα άγομαι και θα φέρομαι σαν άνθρωπος-, έπρεπε κάπως να είμαι. Θα το πω όμως χαριτωμένα. Ο χορός είναι πολύ ύπουλος. Μπορεί να το σπάσει πολύ εύκολα αυτό το μάτσο μοτίβο. Ο χορός σε βοηθάει να είσαι «νερό», αφού σημαίνει αποδοχή, σημαίνει ευελιξία, σημαίνει ότι βρίσκω άλλες κατευθύνσεις να διοχετεύσω τον θυμό μου, την υπερβολική μου ενέργεια, ακόμα και τη βαρεμάρα μου. Χωρίς να χρειαστεί να μιλήσεις περί ματσίλας – κάπως γίνεται από μόνο του καθώς αναπτύσσεις ικανότητες ευελιξίας. Όλο αυτό το κοινωνικό κατασκεύασμα του masculinity έχει να κάνει με τον φόβο της ευελιξίας. Όσο περισσότερο ανοίξεις σε ένα περιβάλλον σαν κι αυτό είναι πιο εύκολο να σπάσει γιατί η ένταση είναι πιο μεγάλη».

«Από την εμπειρία μου, χωρίς κάποιον άνθρωπο που υπερβαίνει τις δυνατότητες της εργασίας του δεν μπορεί να γίνει αυτό που πρέπει. Η Γιολάντα Κωνσταντινίδου είναι μια κοινωνική λειτουργός που θα μπορούσε απλά να μείνει «ήσυχη» στο ωράριο ενός δημοσίου υπαλλήλου. Ευτυχώς όμως δεν το κάνει. Ευτυχώς δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Τρώγεται. Έχει φέρει πόσα εκπαιδευτικά προγράμματα τα τελευταία δέκα χρόνια στις Φυλακές Κορυδαλού. Όλα οφείλονται σε αυτή και στις σχέσεις που έχει αναπτύξει πια με οργανισμούς και φυσικά με τη Λυρική Σκηνή. Γι’ αυτό και πραγματοποιήθηκε και η δική μου τρελή ιδέα. Και αν σκεφτείς πως στη διεύθυνση των φυλακών είναι μια ακόμη γυναίκα, η Μαρία Στέφη, μιλάμε για πραγματικό Girl Power».

«Είδες στο τρίτο έργο πώς απελευθερώθηκαν; Αυτό εννοώ όταν λέω πως ο χορός είναι ύπουλος. Άπαξ και ξεκινήσεις να ψάχνεις τη σωματικότητά σου, άπαξ και μπορέσεις να ταυτιστείς με τον διπλανό σου που κάνει την ίδια προσπάθεια με το δικό του σώμα, άπαξ και δοκιμάσεις να κάνεις ένα ντουέτο και αγγιχτείς με έναν άνθρωπο, η επόμενη μέρα δεν θα είναι η ίδια. Και αυτό θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει από το σχολείο. Αν είχε γίνει αυτό, αν ο χορός ήταν κομμάτι της μαθητικής καθημερινότητας, θα είχαμε αποφύγει πολλές καταστάσεις, πολλά λάθος θέματα. Η ενσυναίσθηση μέσα από την κίνηση είναι μεγάλη ιστορία. Ξεχνάμε το σώμα μας, που είναι τόσο σοφό. Αυτό σου λέει πως μπορείς να συνυπάρχεις με ένα άλλο σώμα. Πως μπορείς να το αγγίξεις και να γεμίσεις με ενέργεια, αποδοχή, αγάπη. Και δεν το αφήνουμε να συμβεί».

Με τον χορευτή breakin και καθοδηγητή στα πρωινά εργαστήρια Άιντι Ορμένι, ενεργό μέλος των ομάδων «Μαντ Σκουαντ» και «Μπρέικινγκζ».  

«Ήμουν και εγώ στον Αυλώνα, μαζί με τον Ηλία, οπότε ναι, υπήρχε αυτή εμπειρία. Τα πρωινά σεμινάρια είναι μια ξεχωριστή συνθήκη. Είχαν δηλώσει συμμετοχή αυτοί που ήθελαν να το κάνουν, ήταν άτομα που τους ενδιάφερε ο χορός, πήγαμε στο μάθημα 28 άτομα, δυόμισι ώρες μαζί, εγώ έκανα breakin, ο Παύλος (Λυκούδης) hip hop, ήταν ένας καλός συνδυασμός. Στην ουσία ο ένας βοηθούσε τον άλλο».

«Ήμασταν σε ένα θεατράκι μικρό, υπήρχαν άτομα όρθια που περιμέναν πώς και πώς και υπήρχαν και άλλοι καθιστοί, οι περισσότεροι δηλαδή, άνθρωποι ντροπαλοί που δεν ανοίχτηκαν εύκολα αμέσως, τους πήρε χρόνο αλλά τα κατάφεραν. Υπήρχαν άτομα που ήδη γυμνάζονταν, το έβλεπες, το καταλάβαινες. Υπήρχε ένας, για παράδειγμα, που έκανε πυγμαχία και η αδερφή του είναι χορεύτρια, οπότε ήταν πιο έτοιμος, πιο εξοικειωμένος και υπήρχαν και κάποιοι πενηντάρηδες που περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Το καλό ήταν πως καταφέραμε κάπως και κουνήσαμε τους καθιστούς. Τους ενεργοποιήσαμε, άρχισαν να κουνάνε τα άκρα τους έστω και από τη θέση τους – πολύ σημαντικό».

«Το πόσο ήταν εκτός το εγχείρημα σε αυτόν τον χώρο, το ένιωθες. Είχαμε μια μέρα μόνο για να τους καταφέρουμε. Ήταν δύσκολο, έπρεπε να τους απενοχοποιήσουμε. Τους πρότεινα κινήσεις που αρνιόντουσαν να κάνουν – τις ένιωθαν περίεργες αλλά όχι από τον βαθμό δυσκολίας. Τους έδειξα μια άσκηση, τον «κάτω σκύλο» της γιόγκα, τον αρνήθηκαν, ακούσαμε και σχόλια ωραία, το γυρίσαμε στην πλάκα για να χαλαρώσουν, να τους φύγει από το κεφάλι και να το δεχτούν. Κάτι έγινε, σε όσους το δέχτηκαν δηλαδή».

«Ήταν μια στιγμή που δεν θα την ξεχάσω. Αρχίζω να τους λέω για μια πρωινή ρουτίνα μου, που θεώρησα πως θα μπορούσαν άνετα να κάνουν κι αυτοί στο κελί τους, και κάποιος από αυτούς σκύβει και μου λέει ψιθυριστά, μην το λες “κελί”, πες το “σπίτι” καλύτερα. Στεναχωρήθηκα για το λάθος, σούπερ τίμιο που με διόρθωσε όμως και πολύ ωραίο που το έκανε όμορφα και διακριτικά, μου άρεσε πολύ αυτό, ένιωσα πως συνεννοηθήκαμε. Το διόρθωσα, του έδειξα πως τον κατάλαβα κατευθείαν και συνεχίσαμε το μάθημα κανονικά. Αυτό το λάθος μας έδεσε περισσότερο τελικά».

«Έχω μεγαλώσει στο Μενίδι και συνάντησα στο μάθημα μου άτομα που ήξερα, που ήξερα δικούς τους ανθρώπους – κάποιος από αυτούς ήταν ο αδερφός ενός φίλου μου».

«Ό,τι είχα αντιμετωπίσει στην περιοχή που μεγάλωσα, όταν πήγαινα να κάνω μαθήματα χορού και έρχονταν παιδιά και με κοροϊδεύαν ή λέγανε “χορός; τι είναι αυτό που κάνεις;”, είναι μια αίσθηση, ένα μοτίβο που το ένιωθα κι εκεί. Κι αυτό, περιέργως, με βοήθησε».

«Όταν τελειώσαμε, τους μάζεψα να τους ευχαριστήσω και να τους πω πως ήταν μεγάλη τιμή μου που ήμουν εκεί, να τους πω πως ο κύριος σκοπός αυτής της συνάντησης ήταν ονα περάσουμε καλά και να ξεσκάσουμε. Και υπήρξε μια συγκίνηση που δεν είχα ξανανιώσει».

Δημήτρης Πάντσος