Τον περασμένο Ιανουάριο, το Netflix αγόρασε στο φεστιβάλ του Σάντανς το σκηνοθετικό ντεμπούτο της γαλλίδας-σενεγαλέζας σκηνοθέτη Μαϊμουνά Ντουκουρέ, Mignonnes, για ένα 11χρονο κορίτσι που ζει στο Παρίσι και επιθυμεί να ξεφύγει από το αυστηρό (με τη θρησκεία και τις παραδόσεις) οικογενειακό της περιβάλλον και να γίνει μέλος μιας κουλ κλίκας συμμαθητριών του που ανήκουν σε μια χορευτική ομάδα. Η σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από την παιδική της ηλικία ως μαύρη μουσουλμάνα στη γαλλική πρωτεύουσα κι από μια χορευτική παράσταση μικρών κοριτσιών ενώπιον των καλυμμένων προσώπων των μανάδων τους σε ένα προάστιο της πόλης. Το σοκ και η αποστροφή της, όπως δήλωσε στο περιοδικό TIME, την ώθησαν να καταγγείλει την κουλτούρα της σεξουαλικής αντιμετώπισης των νεαρών κοριτσιών στην πρώτη ταινία της, με το μεγαλύτερο ρεαλισμό που επιτρέπει μια κινηματογραφική κάμερα.
Με ενισχυμένο το πρεστίζ της μετά τη βράβευσή της με το World Cinema Dramatic Directing Award στο φεστιβάλ, η ταινία κυκλοφόρησε στην Γαλλία τον Αύγουστο, ένα μήνα πριν την προγραμματισμένη διεθνή πρεμιέρα της μέσω του Netflix. Όμως πριν κάνει την εμφάνισή της στην υπηρεσία, η ταινία με το μεταφρασμένο τίτλο Cuties (Οι Γλυκούλες) έγινε αντικείμενο οξείας κριτικής στα social media με ψεύτικες, οργισμένες κριτικές να προστίθενται στο Google και το IMDB που την κατηγορούσαν για εκμετάλλευση και προώθηση σεξουαλικής εικόνας ανηλίκων. Ένοχη για την αρχική αυτή παρεξήγηση ήταν η διαφημιστική καμπάνια του Netflix, που αντικατέστησε την πρωτότυπη γαλλική αφίσα με ένα “glamorous” ενσταντανέ των κοριτσιών να φορούν τα αποκαλυπτικά χορευτικά κοστούμια τους, συνοδευόμενο από μια σύνοψη που έκανε λόγο για εμμονή της νεαρής ηρωίδας με τις twerking χορεύτριες και την επακόλουθη «εξερεύνηση της θηλυκότητάς της», κόντρα στη μουσουλμανική ανατροφή της.
Το θεαματικό ολίσθημα του τμήματος μάρκετινγκ του Netflix, του κυρίαρχου παίκτη στην παγκόσμια ψυχαγωγία μετά την Disney, διορθώθηκε γρήγορα με μια πιο πιστή παρουσίαση του περιεχομένου και του ύφους του Cuties, αλλά η ζημιά τόσο για την πρωτοεμφανιζόμενη Ντουκουρέ όσο και για την ταινία δεν σταμάτησε εκεί. Η παραπληροφόρηση για το ποιόν του Cuties εξαπλώθηκε με ταχείς ρυθμούς, με την σκηνοθέτη να δέχεται μέχρι και απειλές για τη ζωή της, ενώ της τηλεφώνησε κι ο CEO του Netflix, Τεντ Σαράντος, για να της ζητήσει προσωπικά συγγνώμη. (Η Ντουκουρέ ετοιμάζει άλλο ένα project για λογαριασμό της πλατφόρμας.) Η ταινία προστέθηκε στο πρόγραμμα στις 9 Σεπτεμβρίου, αλλά όχι χωρίς να συνοδεύεται από διάφορες online αιτήσεις για απόσυρσή της (που, όπως αυτή εδώ με 356.000 υπογραφές, είχαν ξεκινήσει πριν την προβολή της), τη διάδοση του hashtag #CancelNetflix στο Twitter και την παρέμβαση του κρατικού οργάνου ραδιοτηλεοπτικής εποπτείας της Τουρκίας που διέταξε το Netflix να αφαιρέσει τον τίτλο από τον τοπικό κατάλογό του.
(Στην Ελλάδα, το σχετικό βίντεο στο Γαλανόλευκο Στέκι αποτελεί το δεύτερο πιο δημοφιλές του καναλιού, το οποίο χαρακτηρίζει λανθασμένα το Cuties ως σειρά. Κάνε την έρευνά σου, Γαλανόλευκο Στέκι!)
Όμως στις Ηνωμένες Πολιτείες η κατακραυγή έχει γίνει το πιο πρόσφατο σύμβολο του πολιτικού διχασμού στη χώρα, με το Cuties να έχει στοχοποιηθεί από συντηρητικούς κυρίως γερουσιαστές που μονοπωλούν το διάλογο φωνάζοντας «παιδοφιλία» και καταδεικνύοντας τους αριστερούς αντιπάλους τους για υποστήριξη της κουλτούρας που τη συντηρεί (ανάμεσά τους κι ο Τεντ Κρουζ, που ζήτησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να ξεκινήσει έρευνα). Τον εκτροχιασμό τροφοδοτεί επίμονα το QAnon, μια ακροδεξιά θεωρία συνωμοσίας που τον τελευταίο καιρό έχει ξεφύγει από τα σκοτεινά υπόγεια του Ίντερνετ και έχει γίνει viral σε πολλά mainstream μίντια. Το κίνημα υποστηρίζει ότι ισχυρά corporations, μέσα ενημέρωσης κι επιχειρήσεις ελέγχονται από παιδόφιλους σατανιστές (για το Χόλιγουντ, συγκεκριμένα, η θεωρία προσθέτει ότι είναι και κανίβαλοι) κι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί τον σωτήρα/τιμωρό που θα τους ξεσκεπάσει και θα τους αφανίσει. Η εμμονή της ακροδεξιάς με τα υποτιθέμενα κυκλώματα παιδεραστών είχε εκφραστεί μέσα και από το αλήστου μνήμης Pizzagate πριν λίγα χρόνια. (Το μήνυμα του QAnon έχει αποδειχθεί αρκετά ανθεκτικό: πριν λίγο καιρό, αρκετοί influencers διέδωσαν τη θεωρία του ότι μια γνωστή εταιρεία επίπλων στην Αμερική διακινεί παιδιά για εκπόρνευση μέσα στα πανάκριβα ντουλάπια της, ενώ το hashtag #SaveTheChildren μετενσαρκώθηκε σε μεγάλες πορείες και, πλέον, συνδέεται και με το φιάσκο του Netflix.)
Στο επίκεντρο της συζήτησης για το Cuties βρίσκεται το αιώνιο ερώτημα του αν η απεικόνιση ισοδυναμεί με επιδοκιμασία, κάτι που σε αυτή την εποχή της αμφισβήτησης και του double-guessing κάθε καθιερωμένου έργου και δημιουργού έχει προκαλέσει νέες αναγνώσεις ταινιών (όπως το Zero Dark Thirty) και ολόκληρων φιλμογραφιών (πιο ηχηρά παραδείγματα εκείνα του Μάρτιν Σκορσέζε και του Κουέντιν Ταραντίνο.) Το ζήτημα δεν είναι καινούργιο – ο Φρανσουά Τριφό είχε δηλώσει ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα καμία αντιπολεμική ταινία γιατί όλες οι ταινίες εκθειάζουν τον πόλεμο – αλλά βεβαίως εξαρτάται από τη μαεστρία και την ικανότητα του κάθε σκηνοθέτη να επικοινωνήσει στο κοινό τη θέση του (Τζόκερ, εσένα κοιτάμε).
Το Cuties δεν αποφεύγει τις προβοκατόρικες εικόνες – κάθε άλλο, τις επιζητά και τις τοποθετεί με θράσος στο πρόσωπο του θεατή έτσι ώστε να μην μπορεί να αποστρέψει το βλέμμα (ή, αργότερα, την σκέψη του). Εξαιτίας της τεράστιας έκτασης που έχει πάρει το θέμα, είναι μάλλον δύσκολο να προσεγγίσει ένας νέος θεατής την ταινία χωρίς να ξεκινά από το ερώτημα «είναι δόλωμα για τους παιδόφιλους αυτό που παρακολουθώ;», έχοντας ένα υποσυνείδητο έστω σύστημα «αξιολόγησης» της κάθε θεωρητικά επίμαχης σκηνής που θα την αποκόπτει από το context της και θα τη συνδέει μόνο με τη σκανδαλώδη φήμη της. Κραυγαλέο παράδειγμα αυτό το απόσπασμα που έχει συγκεντρώσει 22 εκατ. προβολές (!) στο Twitter. Αρκετές από τις πρώτες κριτικές της από το Σάντανς, που δεν ήταν χρωματισμένες από τον ηθικό πανικό που τη συνοδεύει τώρα, θαύμασαν την ικανότητα της Ντουκουρέ να υιοθετεί την οπτική της συγκεκριμένης ηλικίας, αλλά σημείωσαν και την αδυναμία της να ξεπεράσει αφηγηματικά και καλλιτεχνικά τους προκλητικούς συνειρμούς των εικόνων της. Τότε, ο διάλογος για την αξία του ξεκινούσε από την αλληλεπίδραση με το ίδιο το έργο και όχι από ψεύτικα tweets, clickbait τίτλους και τις προσταγές μιας αόρατης 4Chan μάζας, για 7,99 ευρώ το μήνα.