Τον 5ο με 4ο αιώνα π.χ εμφανίζεται στην αρχαία Ελλάδα για πρώτη φορά ένα είδος κοινωνίας το οποίο θεσπίζει τους νόμους της και νομιμοποιεί τη λειτουργία της γενικά, αποκλειστικά μέσα από αποφάσεις που έπαιρναν τα ίδια τα μέλη της (υπό όρους) κοινωνίας. Άρα οι νόμοι δεν είναι θεόσταλτοι, ούτε οφείλονται σε μια μακραίωνη παράδοση. Αυτό έχει σαν άμεση συνέπεια ότι μπορούν οι νόμοι να αμφισβητηθούν, μπορούμε να συζητήσουμε για αυτούς και να διαφωνήσουμε γι’ αυτούς. Αλλά όχι μόνο.
Διότι όπως συνηθίζουμε να συζητάμε για το τι θα κάνουμε για το ένα ή το άλλο θέμα, αρχίζουμε να ρωτάμε και να ψάχνουμε για απαντήσεις αντίστοιχα για το καλό ή το κακό, τη φύση του κόσμου κ.λ.π. Σε κοινωνίες όπου οι «σημασίες είναι κλειστές», ο νόμος των Προγόνων έχει την απάντηση για όλα, η Τορά έχει απάντηση για όλα, το Κοράνι και η Βίβλος επίσης. Σε κοινωνίες όπου μπορούμε να μιλάμε και να στοχαζόμαστε χωρίς περιορισμούς, οι σημασίες «ανοίγουν» και υπόκεινται σε διαρκής κρίση και διερεύνηση. Μιλάμε πια για τις απαρχές της Δημοκρατίας και της Φιλοσοφίας.
Την επόμενη φορά που θα εμφανιστούν τέτοιου είδους κοινωνίες ξανά, θα είναι τον 11ο και 12ο αιώνα στις αστικές δημοκρατίες των πόλεων στην Ιταλία. «Η αυτοσυγκρότηση της πρωτοαστικής τάξης, η κατασκευή και η ανάπτυξη των νέων πόλεων (ή η αλλαγή του χαρακτήρα αυτού που προυπήρχαν), η διεκδίκηση ενός είδους πολιτικής αυτονομίας (ξεκινώντας από τα κοινοτικά δικαιώματα και πηγαίνοντας ως την πλήρη αυτοκυβέρνηση, κατά τις περιπτώσεις και τις περιστάσεις) συνοδεύονται από νέες ψυχικές, διανοητικές, πνευματικές, καλλιτεχνικές στάσεις που προετοιμάζουν το έδαφος για τα εκρηκτικά αποτελέσματα της εκ’ νέου ανακάλυψης και της αποδοχής του ρωμαϊκού δικαίου, του Αριστοτέλη και αργότερα του συνόλου της εναπομένουσας ελληνικής κληρονομιάς. Η παράδοση και η αυθεντία χάνουν βαθμηδόν τον ιερό τους χαρακτήρα. Ο νεοτερισμός, η καινοτομία παύουν να αποτελούν όρους μειωτικούς. Έστω και υπό εμβρυώδη μορφή, έστω και αν πρέπει να κάνει διαρκείς συμβιβασμούς με τις εγκατεστημένες εξουσίες (Εκκλησία και μοναρχία), το πρόταγμα της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας επανεμφανίζεται μετά από μια έκλειψη δεκαπέντε αιώνων». (Κορνήλιος Καστοριάδης – Ο Θρυμματισμένος Κόσμος).
Η κρίση συνίσταται ακριβώς, στο ότι ο δυτικός κόσμος παύει να θέτει πραγματικά τον εαυτό του υπό αμφισβήτηση…
Τον 18ο αιώνα η ευρωπαϊκή δημιουργία απελευθερώνεται από κάθε «εκ των προτέρων δεδομένο» νόημα. Ο μαθηματικός Laplace φέρεται να έχει πει στον Ναπολέοντα, όταν τον ρώτησε αν ο Θεός είχε θέση στην ουράνια μηχανική του: “Μεγαλειότατε, δεν έχω ανάγκη από μια τέτοια υπόθεση” (Χομπσμπάουμ – Η Εποχή των Επαναστάσεων). Απο τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και μετά, δηλαδή απο το 1800 περίπου και για 150 χρόνια η Ευρώπη θα μπει σε μια περίοδο εκπληκτικής δημιουργίας σε όλα τα πεδία.
«Η περίοδος ολοκληρώνεται γύρω στα 1950 (ημερομηνία προφανώς αυθαίρετη, για να δώσουμε μια ιδέα), και αυτό δεν οφείλεται στο ότι μπαίνουμε σε μια “δημοκρατικότερη” φάση από την προυγούμενη. θα μπορούσε κανείς, χωρίς να παραδοξολογήσει, να υποστηρίξει το αντίθετο: δηλαδή ότι ο Δυτικός κόσμος μπαίνει σε κρίση. Η δε κρίση συνίσταται ακριβώς, στο ότι παύει να θέτει πραγματικά τον εαυτό του υπό αμφισβήτηση…”
Ο θρίαμβος του ορθού λόγου και η μελλοντική αναπόφευκτη πρόοδος, έννοιες απότοκες του διαφωτισμού που τις είχαν εκστερνιστεί τόσο ο κλασικός φιλελευθερισμός όσο και η επαναστατική αριστερά, στην πορεία θα καταστούν προβληματικές. Η «ορθολογικότητα» ως όρος, είτε στην οικονομία όπου πλέον ταυτίζεται μόνο με την βελτιστοποίηση του κέρδους και την αριστοποίηση της παραγωγής και του παραγόμενου προϊόντος, είτε στην πολιτική οργάνωση όπου έχουμε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς ολοένα και πιο αποκομμένους από την κοινωνία όπου προίστανται, δημιουργεί αντιφάσεις. Στην οικονομία, προβλήματα όπως η συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις (συνήθως μετά από ένα διάστημα κερδοσκοπικής υστερίας), η διαρκώς αυξανόμενη ανισότητα δεν αντιμετωπίζονται παρά την τεράστια πρόοδο του τεχνοκρατικού εργαλειακού λόγου (management, πληροφορική, κ.λ.π.)
Σε κοινωνίες όπου οι «σημασίες είναι κλειστές», ο νόμος των Προγόνων έχει την απάντηση για όλα, η Τορά έχει απάντηση για όλα, το Κοράνι και η Βίβλος επίσης. Σε κοινωνίες όπου μπορούμε να μιλάμε και να στοχαζόμαστε χωρίς περιορισμούς, οι σημασίες «ανοίγουν» και υπόκεινται σε διαρκής κρίση και διερεύνηση.
Στην πολιτική οργάνωση, ή στο πολιτικό προσωπικό η αποσύνθεση είναι πιο εμφανής. Ο Καστοριάδης εξηγεί: «Για όλα τα κόμματα ισχύει λίγο πολύ ο απόλυτος κανόνας του σύγχρονου γραφειοκρατικού κόμματος: η ικανότητα αναρρίχησης μέσα στον Μηχανισμό δεν έχει κατ΄αρχήν καμία σχέση με την ικανότητα διεύθυνσης των υποθέσεων με τις οποίες ο μηχανισμός είναι επιφορτισμένος. Η επιλογή των καταλληλοτέρων είναι η επιλογή των καταλληλοτέρων προς επιλογήν.
Αυτοί οι τυχαίοι και αναπόφευκτοι ηγέτες τοποθετούνται επικεφαλής του τεράστιου γραφειοκρατικού μηχανισμού που λέγεται σύγχρονο κράτος και που είναι οργανικός φορέας και παραγωγός μιας καλπάζουσας ανορθολογικότητας. Στους κύκλους των στελεχών του το παλιό γραφειοκρατικό ήθος (του ανώτερου κρατικού λειτουργού ή του ταπεινού ευσυνείδητου υπαλλήλου) σπανίζει ολοένα περισσότερο. Τέτοιου είδους άνθρωποι λοιπόν πρέπει να αντιμετωπίσουν μια κοινωνία που γίνεται όλο και πιο αδιάφορη για την “πολιτική”, δηλαδή για την τύχη της ως κοινωνία…”
Κάθε κοινωνία δημιουργεί τον δικό της κόσμο, δημιουργώντας παράλληλα τις δικές της ιδιαίτερες σημασίες. Σημασίες που έχουν να κάνουν με τις παραστάσεις γύρω μας, με το τι είναι καλό να γίνει ή τι όχι, με τον σκοπό δηλαδή και με τα συναισθήματα. Επίσης από τις σπουδαιότερες σημασίες που η κοινωνία θεσπίζει είναι εκείνη που αφορά την ίδια. Μια κοινωνία μπορεί να φαντάζεται τον εαυτό της ως περιούσιος λαός, ως Ελληνες σε αντίθεση με τους Βαρβάρους ή τέλος σαν τους υπήκοους του Βασιλιά της Αγγλίας.
Οι τυχαίοι και αναπόφευκτοι ηγέτες τοποθετούνται επικεφαλής του τεράστιου γραφειοκρατικού μηχανισμού που λέγεται σύγχρονο κράτος και που είναι οργανικός φορέας και παραγωγός μιας καλπάζουσας ανορθολογικότητας.
«Η συλλογική οντότητα όμως είναι ιδεατά ακατάλυτη μόνο εάν τα μέλη της κοινωνίας ενστερνίζονται τον ακατάλυτο χαρακτήρα του νοήματος και της σημασίας που αυτό θεσμίζει. Και φρονώ ότι όλο το πρόβλημα μας σχετικό με τη διαδικασία ταύτισης σήμερα μπορεί και πρέπει να προσεγγίζεται και κάτω από αυτό το πρίσμα: που βρίσκεται το νόημα που οι σημερινοί άντρες και γυναίκες βιώνουν ως ακατάλυτο; Η απάντηση μου, όπως καταλαβαίνετε, είναι πως το νόημα αυτό δεν βρίσκεται, από την κοινωνική άποψη πουθενά. Νόημα που αφορά την αυτοπαράσταση της κοινωνίας, νόημα μεθέξιμο απο τα άτομα, νόημα που τους επιτρέπει να δημιουργούν για δικό τους λογαριασμό ένα νόημα του κόσμου, ένα νόημα της ζωής και, τελικά, ένα νόημα του θανάτου τους.»
Η εξαντλητική ιδέα που η σημερινή κοινωνία επιβάλει στα μέλη της είναι απλή και κοινότοπη. Πρέπει το άτομο να κερδίζει όσο γίνεται περισσότερο και να απολαμβάνει όσο γίνεται περισσότερο. Ξεκινώντας από μια τέτοια βάση, εξηγείται η ολοένα εντονότερη μετατροπή του οικονομικού συστήματος απο τη μια, σε χρηματιστηριακό καζίνο και από την άλλη στην ανάδυση ενός επιφανειακού “ατομικισμού” σαν πνεύμα της εποχής.
Στην πραγματικότητα ο χαρακτήρας της εποχής τόσο στο επίπεδο της καθημερινής ζωής όσο και στο επίπεδο της κουλτούρας, δεν είναι ο “ατομικισμός” αλλά το αντίθετο του, ο γενικευμένος κομφορμισμός και το κολλάζ. «Κομφορμισμός που είναι δυνατός μόνο εφόσον δεν υπάρχει σημαντικός και στέρεος πυρήνας ταυτότητας. Με τη σειρά του ο κονφορμισμός αυτός, ως καλά ριζωμένη κοινωνική διαδικασία, καθιστά αδύνατη τη συγκρότηση ενός τέτοιου πυρήνα ταυτότητας. Όπως έλεγε ένας από τους εξέχοντες εκπροσώπους της σύγχρονης αρχιτέκτονικής σ’ ένα συνέδριο στη Νέα Υόρκη το 1986: “Χάρη στον μεταμοντερνισμό, εμείς οι αρχιτέκτονες απαλλαχτήκαμε επιτέλους από την τυραννία του στυλ”. Απαλλάχτηκαν, με άλλα λόγια, από την τυραννία του να πρέπει να είναι ο εαυτός τους. Τώρα μπορούν να κάνουν ότι να ΄ναι, να κολλάνε έναν γοτθικό πύργο πλάι σ’ έναν ιωνικό κίονα, κι όλα αυτά μέσα σε μια ταυλανδέζικη παγόδα, διότι δεν τυραννιούνται πια από το στυλ, αλλά είναι γνήσιες ατομικιστικές ατομικότητες: η ατομικότητα έγκειται πια στο να τσιμπολογάμε δεξιά κι αριστερά διάφορα στοιχεία ώστε να παράγουμε κάτι. Το ίδιο όμως ισχύει πιο συγκεκριμένα για τον καθημερινό άνθρωπο: ζει φτιάχνοντας κολάζ, η ατομικότητά του είναι μια κουρελού.»
Η εξαντλητική ιδέα που η σημερινή κοινωνία επιβάλει στα μέλη της είναι απλή και κοινότοπη. Πρέπει το άτομο να κερδίζει όσο γίνεται περισσότερο και να απολαμβάνει όσο γίνεται περισσότερο.
Η Άνοδος της Ασημαντότητας είναι μια συρραφή από άρθρα, διαλέξεις και συνεντεύξεις του Καστοριάδη ανάμεσα στο 1982 και 1995 περίπου, που αφορούν την σύγχρονη πραγματικότητα, και τον στοχασμό πάνω στη κοινωνία και την πολιτική. Οι εξελίξεις στον Δυτικό κόσμο δικαιώνουν τη σκέψη του Καστοριάδη σε μεγάλο βαθμό και την κάνουν όλο και πιο επίκαιρη.
Οι αναπάντεχες οικονομικές κρίσεις, η παράλυση του πολιτικού συστήματος όπου είναι διάχυτη η εντύπωση ότι δεν έχει τίποτα να προσφέρει, η ανάδειξη σ΄όλη την Ευρώπη νεοακροδεξιών κινημάτων, φύση εχθρικών προς τις πνευματικές κατακτήσεις του Δυτικού κόσμου, για να απαριθμήσουμε μερικά παραδείγματα που συνδέονται μεταξύ τους, μας φανερώνουν, ότι η “αποσάθρωση της Δύσης” είναι ένα φαινόμενο που εντείνεται ποιοτικά, και που σίγουρα μας ακολουθεί στον 21ο αιώνα.
Ακόμα και οι τεχνολογικές-επιστημονικές εξελίξεις, η επανάσταση του διαδικτύου, και οι σαρωτικές αλλαγές που επέφερε στις επικοινωνίες, στη ψυχαγωγία (μουσική, τηλεόραση, κινηματογράφος), τα κοινωνικά δίκτυα (προσοχή εδώ το κοινωνικό έχει την σημασία της διεπαφής με κάποια άλλα άτομα, πράγμα που στην τρέχουσα ορολογία αυτό είναι αρκετό για να χρησιμοποιηθεί ως όρος), κ.λ.π. δεν είναι ικανές να οραματιστούμε ένα καλύτερο μέλλον.
Οι εξελίξεις στον Δυτικό κόσμο δικαιώνουν τη σκέψη του Καστοριάδη σε μεγάλο βαθμό και την κάνουν όλο και πιο επίκαιρη.
Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για τα λεγόμενα του Καστοριάδη για την ταυτότητα του ανθρώπου σήμερα από το facebook. Η ταυτότητά μας εξαντλείται σε ό,τι αφορά κάποια χόμπι, μερικές προτιμήσεις σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές και μερικές φωτογραφίες. Ενώ ύψιστη χειρονομία αποδοχής ή όχι, κάτι σαν διαδικασία κοινωνικής ταύτισης δηλαδή, μας δίδεται η επιλογή του Like.
Κορνήλιος Καστοριάδης – Η Άνοδος της Ασημαντότητας (εκδ. Ύψιλον).