Με δύο ταινίες στο ενεργητικό του το 2018, ο 88χρονος Κλιντ Ίστγουντ έχει σίγουρα περισσότερη ενέργεια από εμάς, που το 2018 στείλαμε μήνυμα σε άτομο που βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού μας για να έρθει να σβήσει το φως επειδή βαριόμασταν να σηκωθούμε από τον καναπέ. Η χρονιά είχε ξεκινήσει με το Αναχώρηση για Παρίσι 15:17 (για πολλούς μια από τις χειρότερές του ταινίες, για τους φανατικούς Κλιντόφιλους άλλο ένα παράσημο στη φιλμογραφία του) και έκλεισε με το Βαποράκι, άρτι αφιχθέν στις ελληνικές αίθουσες μετά την πρεμιέρα του στην Αμερική, όπου ήδη κοντεύει να φτάσει τα 100 εκατ. δολάρια σε εισπράξεις, χάρη σε μεγάλο βαθμό στην ενθουσιώδη αφοσίωση των συνταξιούχων στο πρόσωπο του θρυλικού σκηνοθέτη και ηθοποιού.
Ως bonus, στο Βαποράκι o Ίστγουντ κάνει την πρώτη του εμφάνιση μπροστά από την κάμερα εδώ και 6 χρόνια (από Τα Γυρίσματα της Ζωής), βάζοντας και εξωτερικά τη σφραγίδα του σε μια ταινία που μόνο δική του θα μπορούσε να είναι, αφού μέσα από το πορτρέτο ενός λίγο στριμμένου ηλικιωμένου που αναλαμβάνει να μεταφέρει οδικώς ναρκωτικά για λογαριασμό ενός μεξικάνικου καρτέλ, φτιάχνει την αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του εαυτού του ως σταρ, ως αμερικανού πολίτη, ως συντρόφου και ως πατέρα, στη δύση της ζωής του.
Το πρώτο σκέλος είναι ένα ζεριατρίκ Breaking Bad με κωμικές μικρο-στιγμές και τοποθετήσεις αμφίβολης πολιτικής ορθότητας: ο ήρωας της ταινίας, Ερλ Στόουν, είναι πιο τεχνοφοβικός κι από το Black Mirror, κατά λάθος ρατσιστής, υπεράνω πάσης υποψίας στη νέα του παράνομη απασχόληση και πάντα πρόθυμος να πέσει στο κρεβάτι με 20χρονες (στην ταινία ο Κλίνταρος συμμετέχει σε τρίο 2 ολόκληρες φορές). Κοινώς ο Ερλ Στόουν είναι γέρος. Αυτό είναι πολλές φορές αρκετό για να συγχωρήσει ο σκηνοθέτης της την ελαφρότητα που επιδεικνύει ο Ερλ απέναντι στο ρατσισμό και τις προκαταλήψεις, και η εσκεμμένη αφέλειά του μπορεί να ενοχλήσει πολλούς, αλλά τουλάχιστον είναι μια ειλικρινής στάση με την οποία μπορούν να ταυτιστούν μάλλον οι περισσότεροι συνομήλικοί του. Με ελαφρότητα, άλλωστε, ήρθε σε διάλογο με το δικό του είδωλο ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ένα άλλο βαθιά πολιτικοποιημένο σύμβολο αρρενωπότητας του παλιότερου Χόλιγουντ, στον Κύριο και το Όπλο, όπου υποδύθηκε κι αυτός έναν ηλικιωμένο εγκληματία ενώ ταυτόχρονα ερχόταν αντιμέτωπος με τον τεράστιο μύθο του. Το ίδιο κάνει και στο Βαποράκι ο Ίστγουντ, αλλά σε ακόμα πιο προσωπικό επίπεδο, αφού ο Ερλ έχει αποξενωθεί από την οικογένειά του εδώ και χρόνια, και χρησιμοποιεί τα κέρδη αυτής της δουλειάς ως αφορμή για να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος, μετανιωμένος και απολογητικός.
Στην πραγματικότητα, η ταραχώδης ιδιωτική ζωή του Ίστγουντ περιελάμβανε μια τοξική, γεμάτη απιστίες σχέση με την ηθοποιό Σόντρα Λοκ που κατέληξε σε δικαστικές διαμάχες που τράβηξαν για μια δεκαετία, ενώ σε μια meta κίνηση, τη θυμωμένη κόρη του υποδύεται η πραγματική του κόρη, Άλισον. Δυστυχώς η κλισέ, μελό τροπή του σεναρίου σε αυτές τις σκηνές δεν βοηθάει το πιθανό mea culpa του Ίστγουντ, που έτσι κι αλλιώς μοιάζει πιο άνετος όταν οδηγεί μόνος του στους απέραντους πίσω δρόμους της Αμερικής και σιγοτραγουδάει ό,τι παίζει το ραδιόφωνο.
Αν αυτή καταλήξει να είναι η τελευταία του ταινία, αποτελεί έναν ταιριαστό επίλογο για το έργο της ζωής του, αν και σίγουρα δεν είναι η καλύτερη στιγμή του. Επίσης, δεν πρέπει να παραλείψουμε να κοροϊδέψουμε τον Μπράντλεϊ Κούπερ, που «υποδύεται» τον πράκτορα της Δίωξης Ναρκωτικών που κυνηγάει τον Ερλ, κι αντιμετωπίζει τον basic ρόλο του (ξεκάθαρη χάρη στον ευεργέτη και μέντορά του) σαν περαστικός από το πλατό στα διαλείμματα μιας φωτογράφισης περιοδικού ή μιας συνεδρίας self-tanning. Never change, Μπράντλεϊ, ακόμα κι αν σε ένα μήνα πάρεις Όσκαρ.
Κι αν στο Βαποράκι ο Κλιντ Ίστγουντ έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με μια Αμερική που μεταλλάσσσεται, το Πράσινο Βιβλίο επιχειρεί να δείξει ποια ήταν κάποτε αυτή η Αμερική – το κάνει, όμως, με μια απλοϊκότητα και συγκατάβαση που στέλνει την ίδια την ταινία πίσω στη δεκαετία στην οποία εκτυλίσσεται, τα 60s. Συνεχίζοντας το ανησυχητικό μοτίβο κωμικών δημιουργών που στρέφονται στο οσκαρικό δράμα (ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα με τον Άνταμ Μακ Κέι και το Vice), βρίσκουμε σε γλυκερό mode τον Πίτερ Φαρέλι, τον άνθρωπο που εξ ημισείας με τον αδερφό του Μπόμπι επαναπροσδιόρισε το hair gel (Κάτι Τρέχει με την Μαίρη), την Γκουίνεθ Πάλτροου (Shallow Hal) και την ηλιθιότητα (Ο Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος). Σκηνοθετεί την αληθινή ιστορία ενός νεοϋορκέζου μπράβου ιταλικής καταγωγής (Βίγκο Μόρτενσεν, watchable όπως πάντα) που ανέλαβε να κάνει τον οδηγό ενός καταξιωμένου μαύρου πιανίστα (Μαχέρσαλα Άλι, στον πρώτο του σημαντικό ρόλο μετά το Όσκαρ για το Moonlight) κατά τη διάρκεια περιοδείας του στον αμερικάνικο Νότο το 1962. Το αταίριαστο αυτό δίδυμο συναντά πάσης φύσεως προκαταλήψεις κι επιθετικές συμπεριφορές στις, αφιλόξενες για τους μαύρους, Πολιτείες που επισκέπτεται, και η ταινία χρησιμοποιεί κάθε περιστατικό για να μας υπενθυμίσει πόσος ρατσισμός υπήρχε τότε και πόσο κακός είναι ο ρατσισμός και πόσο δεν πρέπει να είμαστε ρατσιστές, με τη χάρη, την πολυπλοκότητα και την τέχνη της φράσης που μόλις γράψαμε. (Και το elevator pitch του σεναρίου μάλλον ήταν ακριβώς αυτό.)
Ωστόσο, παρά τον αδέξιο, επιδερμικό χειρισμό του, το Πράσινο Βιβλίο είναι αρκετά ευχάριστο και όμορφα κινηματογραφημένο για να κάνει κάποιους ανθρώπους που δεν είναι ρατσιστές αλλά και δεν πολυσκέφτονται τέτοια θέματα να αισθανθούν καλά με τον εαυτό τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το λευκό ήρωά του. Η ταινία είναι υποψήφια για 5 Χρυσές Σφαίρες και σε λιγότερο περίπλοκες εποχές θα θεωρείτο φαβορί για τα μεγάλα Όσκαρ, στα οποία έχουμε γνήσια περιέργεια να δούμε πώς θα τα πάει με την ανανεωμένη σύνθεση της Ακαδημίας, ειδικά σε μια χρονιά που στο διάλογο βρίσκονται το Black Panther και η Παρείσφρηση.
Σε μια κινηματογραφική εβδομάδα που παρουσιάζει διαφορετικές εικόνες της Αμερικής με ανάμικτα αποτελέσματα, τις εντυπώσεις κερδίζει το Destroyer της Κάριν Κουσάμα με την Νικόλ Κίντμαν κι έχει ενδιαφέρον το πώς δύο γυναίκες με ξεχωριστή παρουσία κινούνται μέσα σε ένα παραδοσιακά ανδρικό είδος όπως το σκοτεινό, ασυμβίβαστο αστυνομικό δράμα.
Το Destroyer είναι ένα σύγχρονο νουάρ με την Κίντμαν στο ρόλο μιας, well, κατεστραμμένης αστυνομικού, της Έριν Μπελ, που υποψιάζεται ότι ένας κακοποιός από το παρελθόν της βρίσκεται πίσω από τη μυστηριώδη δολοφονία με την οποία ξεκινάει η ταινία. Το παζλ του πώς έφτασε η Κίντμαν να είναι τόσο παραιτημένη (και τόσο άσχημη – η Κουσάμα επιμένει να κεντράρει στο άδειο πρόσωπο της ηρωίδας της και κατ’ επέκταση στη μεταμόρφωση της πρωταγωνίστριάς της) και των κρίσιμων γεγονότων του παρελθόντος που συνδέονται με την υπόθεση ξετυλίγεται αποσπασματικά και νευρικά, πάντα σε μια περίεργη σύμπνοια με τον ταραγμένο εσωτερικό κόσμο της Έριν. (Για να είμαστε δίκαιοι, κι εμείς θα πελαγώναμε αν είχαμε τη σπινθηροβόλα χημεία της Κίντμαν με τον Σεμπάστιαν Σταν, που υποδύεται το συνεργάτη της στα flashbacks, και ξαφνικά τη χάναμε. Τελικά η Νικόλ Κίντμαν έχει χημεία με τους πάντες εκτός από τον Τομ Κρουζ.)
Η Κουσάμα έχει μια καριέρα-τραμπάλα στο Χόλιγουντ, που περιλαμβάνει τις θρυλικές αποτυχίες Aeon Flux με την Σαρλίζ Θερόν και Jennifer’s Body με την Μέγκαν Φοξ (“it smells like Thai food in here – have you guys been fucking?” ήταν η αξέχαστη ατάκα με την υπογραφή της Ντιάμπλο Κόντι σε μια ταινία που τελευταία επανεκτιμάται από τη νέα γενιά κριτικών), για την οποία «τιμωρήθηκε» από την ανδροκρατούμενη βιομηχανία με χρόνια ανεργίας. Για τη σχετικά υψηλού προφίλ επάνοδό της, εκείνη και η Κίντμαν τολμούν να πουν την ιστορία μιας γυναίκας δύσκολης, όχι ιδιαίτερα συμπαθούς, με τους δαίμονες ζωγραφισμένους στο πρόσωπό της – μιας γυναίκας με εικόνα αντίθετη από εκείνη που ανέκαθεν προσπαθούσε να επιβάλλει η κοινωνία και η ποπ κουλτούρα. Είναι ένα πορτρέτο που ξένισε αρκετούς κριτικούς και γι’αυτό ελπίζουμε να το συναντάμε συχνότερα.