Δημήτρης Πολιτάκης
Ήταν βαθύ καλοκαίρι στην Αθήνα και δεν μπορώ να θυμηθώ πιο έντονη κατάσταση προσμονής στην εφηβική ζωή μου: το φεστιβάλ που είχε ανακοινωθεί για το τέλος του Ιουλίου στο Καλλιμάρμαρο ήταν το μεγάλο ανέλπιστο δώρο για όσους σαν και μένα είχαν δεχτεί πρόθυμα τη μυθολογία του πανκ ως “σημείο μηδέν” και απόλυτη αφετηρία του νέου ροκ σύμπαντος. Ήμουν 15 και είχα πάει ήδη σε αρκετές συναυλίες – με πρώτη και σημαντικότερη, ως “ξεπαρθένιασμα” στα βαθιά, τους Bauhaus στο Σπόρτινγκ δυόμισι χρόνια πριν – αλλά αυτό το διήμερο έμοιαζε με μεγάλο και κοσμοϊστορικό event.
Και ήταν, αφού επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη συνάθροιση των μετα- πανκ “νεοκυματικών” φυλών (δεν ήταν ακόμα “δόκιμοι” ο όροι “εναλλακτικός” και “indie”), τουτέστιν μεγάλο ποπ / ροκ live χωρίς (πολλούς) μακρυμάλληδες, παλιοροκάδες και μεταλάδες. Παράδεισος, αν συνυπολογίσει κανείς και τους τουρίστες που είχαν καταφτάσει για το event, ανάμεσα τους πολλές goth/new wave πιτσιρίκες απ’ όλη την Ευρώπη (ένας φίλος είχε την ατυχή έμπνευση να πει σε μία, στα πλαίσια του φιλόξενου φλερτ, ότι του αρέσει ο Springsteen, για να εισπράξει τσιρίδες αποδοκιμασίας με μπλιάχ και ίουου).
Και τις δύο μέρες είμαστε από νωρίς (μεσημέρι) στο Στάδιο, απολύτως προετοιμασμένοι με τα κατάλληλα αξεσουάρ: βότκα ή ούζο σε μπουκάλια νερού και t-shirts των γκρουπ που θα έπαιζαν, κυρίως των Clash και των Cure. Το δικό μου μπλουζάκι (Clash) το είχα αγοράσει δυο μέρες πριν τη συναυλία από το Remember (το οποίο βεβαίως υπάρχει ακόμα στην Πλάκα ως vintage 80’s μαυσωλείο).
Οι Clash (χωρίς τον Mick Jones που είχε εκδιωχθεί δύο χρόνια πριν με την κατηγορία της “συμπεριφοράς ροκ σταρ”) θα έκλειναν τη δέυτερη μέρα, ενώ η πρώτη είχε ολοκληρωθεί κάπως πρόωρα και επεισοδιακά με το δημόσιο λιθοβολισμό (κυριoλεκτικά) του Boy George από το ροκ/macho κοινό. Θυμάμαι μια κοπέλα δίπλα μου να αναρωτιέται κλαψουρίζοντας “αυτόν με τη φούστα γιατί δεν τον κράξατε;” εννοώντας τον Martin Gore (που φόραγε μια δερμάτινη φούστα στο live) των Depeche Mode οι οποίοι είχαν εντυπωσιάσει και τους πλέον δύσπιστους με την ενέργειά τους και την άνεσή τους σε “stadium rock” καταστάσεις.
Το σίριαλ συνεχίστηκε την επόμενη μέρα με τον Τζον Μος – ντράμερ των Culture Club και γκόμενο του Boy George, να καταγγέλει δημόσια ως “προβοκάτορα” της επίθεσης τον παλιό γνώριμό του, Joe Strummer. Όχι άδικα, αφού αμέσως μετά την αποχώρηση των Culture Club, o ηγέτης των Clash εμφανίστηκε χαμογελαστός (ξεκαρδισμένος θα ήταν πιο σωστό) δεξιά στη σκηνή να χειρονομεί επιδοκιμαστικά προς το κοινό που τον αποθέωνε.
Τη δέυτερη μέρα άνοιξαν οι παραγνωρισμένοι τότε Talk Talk, που συνάντησαν την ευγενική αδιαφορία ενός κοινού “φτιαγμένου” για το γκλάμορους σκότος των Cure και το πληγωμένο μεγαλείο των Clash. Οι Cure ήταν απίστευτοι (όλα ήταν απίστευτα και συναρπαστικά, δεν υπήρχε περιθώριο ψύχραιμης και αντικειμενικής αξιολόγησης) ειδικά αν ήσουν στην “πρώτη γραμμή” (σε μια φάση ψιλολιποθύμησα από το στριμωξίδι, τις μπύρες και τα ούζα και με σήκωσε ψηλά ένας χειροδύναμος συμμαθητής μου για να πάρω αέρα), εκεί που παρέμεινα για να “ζήσω” και την εμφάνιση των Clash που έσκασαν με το χαρακτηριστικό μιλιτέρ λουκ, τον Strummer και τον Paul Simonon να φέρουν στους ώμους του το θρυλικό brand του γκρουπ και μαζί τους δύο psychobilly μοντέλα στις κιθάρες, ουσιαστικά το line up του Cut the Crap, του τελευταίου “άδοξου” άλμπουμ τους.
Φυσικά ήταν (έμοιαζαν) θεϊκοί, και εμφανισιακά μεγαλειώδεις (οι Stones της μετα – πανκ γενιάς), αλλά μου είναι αδύνατο να θυμηθώ συγκεκριμένες στιγμές, εκτός από την συχνή “κατάδυση” των Strummer και Simonon στην τάφρο μεταξύ σκηνής και κοινού. Ήταν η τελευταία μεγάλη συναυλία των Clash (ακολούθησε μόνο μια χαμηλής κλίμακας φθινοπωρινή “busking tour” στη Βρετανία) πριν την οριστική και αμετάκλητη, ως απεδείχθη, διάλυσή τους.
Μετά το τέλος της εμφάνισής τους (και του φεστιβάλ) κατά τις 2 τα ξημερώματα, μείναμε να παρακολουθούμε τους πιο “μεγάλους” να πηγαίνουν κατευθείαν (κατευθείαν!) στον Πειραιά με προορισμό Σαντορίνες Μυκόνους Πάρους Αντιπάρους κλπ., ενώ εμείς έπρεπε να επιστρέψουμε στην οικογενειακή εστία. Δεν έχω ζηλέψει πιο πολύ, νομιζω.
Ο Δημήτρης Πολιτάκης αρθρογραφεί στην Popaganda για Κομμάτια, Συνειρμούς και Στιγμιότυπα. Και όχι μόνο.
Μάρκος Φράγκος
To Σάββατο 27 Ιουλίου που οι Clash ολοκλήρωσαν το διήμερο φεστιβάλ Rock In Athens (πόσο εμπνευσμένος τίτλος!) έκανε πολλή ζέστη. Είχα ήδη εξαντληθεί από την Νίνα Χάγκεν που αμέσως πριν τους headliners είχε παρουσιάσει το πιο επιθετικά κιτς υπερθέαμα, μαζί με ένα υστερικό ηλεκτρονικίζον new wave επί σκηνής. Επιπλέον, η τρομερή αναμονή των διψασμένων πανκιών για τους Clash, έκανε την ατμόσφαιρα να μυρίζει μία δυσοίωνη σκόνη.
Έμοιαζαν να μην μπορούν να περιμένουν για τη στιγμή που θα έπαιρναν εκδίκηση για την pop των Culture Club της προηγούμενης μέρας (με τα θλιβερά έκτροπα) ακόμα και για το μαυροφορεμένο post punk των Cure λίγο νωρίτερα το Σάββατο. Όταν οι Clash βγήκαν στη σκηνή, το Καλλιμάρμαρο φάνηκε αρχικά να δονείται από το τι σημαίνει rock ‘n’ roll, έστω και αν οι Clash εμφανίστηκαν επί σκηνής μόνο με τον Στράμερ και τον Σίμονον από την αρχική σύνθεσή τους.
Όσο περνούσε η ώρα, αντιλαμβανόμουνα ότι όλο αυτό το μιλιτέρ, υπερδραματικό live μπροστά μου, δεν ήταν ακριβώς punk αλλά μία γραφική ανάμνησή του… Παρότι οι Clash, εκπαιδευμένοι, έμπειροι, ειλικρινείς, ήταν εκεί με όλα τους τα όπλα που τους δόξασαν, η αίσθηση ενός τυποποιημένου punk μύθου δε με άφηνε να απολαύσω πλήρως το set που επέλεξαν να παίξουν από όλο το φάσμα της καριέρας τους: αγαπημένα μου τραγούδια, όπως τα “London Calling”, “Tommy Gun”, “Straight To Hell”, “Know Your Rights”, “Janie Jones”, “White Riot”… όλα εκείνα που με έκαναν και μένα να πιστεύω ότι οι Clash είναι ένα από τα σημαντικότερα γκρουπ όλων των εποχών.
Σαν να μπορούσα κάθε στιγμή να προβλέψω την επόμενη στροφή τους. Σαν να ήξερα ακριβώς πώς θα σκάσει το κρεσέντο τους στα αυτιά μου (εκκωφαντικά), σαν να ήξερα πότε ακριβώς, ας πούμε, θα γονατίσει ο Strummer για να δώσει έμφαση στο “Police On My Back”… Οι Clash το 1985 προσγείωσαν ανώμαλα το μύθο που έτρεφα στο κεφάλι μου: η κινησιολογία του Στράμερ σαν φλεγόμενος αντάρτης με πορτοκαλί μαλλιά που θυσιάζεται στη σκηνή για κάτι ιερό αλλά όλο αυτό με Επιδαύρεια δραματικότητα, η ελαφριά αλαζονία (έστω γαλονάτη) του Σίμονον όταν βγήκε μπροστά να τραγουδήσει το “What’s My Name” και η σκόνη από τις πρώτες σειρές του χοροπηδηχτού pogo πλήθους, μου δημιούργησε την εικόνα ενός συγκροτήματος της δεύτερης αντιπαθητικής γενιάς του punk –GBH, Exploited κ.λπ.- που μιμούνταν τους Clash…
Τρεις μήνες μετά, η κάπως “τουριστική” εντύπωση που μου δημιούργησαν οι Clash στο Rock In Athens θα επιβεβαιωνόταν με μία στουντιακή απόδειξη της παρακμής τους – μ’ εκείνο το άθλιο Cut The Crap, ένα album που μου έκανε το χειμώνα του 1985- 1986 πιο άχαρο, επειδή ακούγοντάς το συνέχεια, προσπαθούσα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν ήταν τόσο χάλια. Ήταν όμως. Από τη βραδιά στο Καλλιμάρμαρο και το τελευταίο –ευτυχώς- album τους, κράτησα μόνο το γρέζι στη φωνή του Strummer – αυτό το γρέζι που συνειρμικά έχω συνδέσει με την γνησιότητα και την ειλικρίνεια. Και πάνω του εναπόθεσα τα λίγα, πλέον, ψήγματα που είχαν μείνει από τον παράφορο έρωτά μου για αυτόν.
Ο Μάρκος Φράγκος είναι μουσικοκριτικός και “φευγάτος στα σίγουρα“.
Μιχάλης Μένεγος
Τον Ιούλιο του 1985 άλλαξε όλη μου η ζωή. Μέχρι τότε δεν είχα φιλήσει κορίτσι, δεν είχα ταξιδέψει εκτός Ελλάδας, δεν ήξερα τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, δεν είχα διαβάσει πραγματική ποίηση, δεν είχα δει ποτέ μεγάλο συγκρότημα να παίζει ζωντανά. Μόνο σινεμά και λογοτεχνία (σε γερές βάσεις, όπως αποδείχτηκε αργότερα), προπόνηση σε ομάδα μπάσκετ και αγώνες, αγγλικό ποδόσφαιρο, ώρες ακρόασης ραδιοφώνου τη νύχτα και τα σαββατοκύριακα παρίστανα το μεγάλο και πήγαινα στα μπαρ.
Άκουγα ροκ και πανκ και new wave, οι Talk Talk ήταν το καλοκαίρι εκείνο η αγαπημένη μου μπάντα, λίγο ρέγκε, λίγο σόουλ. Είχα μόλις περάσει την φάση με τους Boomtown Rats, τον Ian Dury και τους Police και ένιωθα άνετα και με τους Φατμέ. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να ανήκω σε μουσικό στρατόπεδο όπως όλοι μου οι φίλοι, φλώροι, κιουράδες, ντεθάδες, μεταλάδες, καρεκλάδες, μοντ, πανκιά, σκίνια, ροκάδες. Ήμουν από τότε κάπως σαν αυτό που είμαι και σήμερα κι ας μου έλειπε κάτι για να φουντώσει τη μέσα μου φωτιά.
Στα μέσα Ιουλίου είδαμε με ανοιχτό στόμα στην τηλεόραση το Live Aid. Στο τέλος του μήνα έπαιζαν οι Talk Talk σε μια μεγάλη συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο, ένα πραγματικό διήμερο φεστιβάλ με τα μεγαλύτερα ονόματα εκείνης της εποχής, το πρώτο του είδους στην Ελλάδα, τα εισιτήρια ακριβά κι εγώ ανήλικος αλλά έπρεπε να πάω, όπως κι έγινε.
Με τη συνοδεία του μεγάλου ξάδερφου ενός φίλου, ο οποίος ήταν και τις δύο ημέρες απασχολημένος με την εμφάνισή του και τα διπλανά του κορίτσια, ήμουν νομιμοποιημένος. Ακόμη κι όταν συνέβησαν τα επεισόδια με το μεγάλο ντου κι οι μπασκίνες του Αττικάρχη Αρκουδέα (τι καταπληκτικό όνομα!) ξεκίνησαν πόλεμο με τους τζαμπατζήδες και τις λοιπές αναρχικές δυνάμεις στην είσοδο του Σταδίου κι οι καπνοί των καμμένων ανέβαιναν ως το ύψος της Ακρόπολης, εγώ απολάμβανα τους Stranglers από ψηλά κι από την ασφάλεια των μαρμάρινων θέσεων.
Ακούγαμε το “Golden Brown”, το “Midnight Summer Dream” και το “European Female” ενώ πίσω κι επάνω από τη σκηνή, στο βάθος, διαδραματιζόταν ένα φωτοχημικό ηλιοβασίλεμα στις γραμμές του Παρθενώνα. Οι Μουσικές Ταξιαρχίες δεν έπαιξαν ποτέ, τους Depeche Mode δεν τους κατάλαβα και οι απίθανοι Culture Club πετροβολήθηκαν από τους κανίβαλους.
Η επόμενη ημέρα, ακόμη πιο ζεστή από την προηγούμενη, ήταν η δική μου. O Mark Hollis στη σκηνή έμοιαζε με βικτωριανό τρελό, η μπάντα είχε ήχο και ρυθμό εκπληκτικό, κατέβηκα και χώθηκα μέσα στο κοινό, μπροστά στη σκηνή, ασφυκτιούσα αλλά χόρευα εκστασιασμένος, οι Talk Talk ήταν όντως η μπάντα μου!
Προηγήθηκαν οι φοβεροί γάλλοι Téléphone που συγκίνησαν ελάχιστους κι αργότερα ανέβηκαν οι Cure με εμφάνιση, φώτα και ήχους από άλλον πλανήτη κι η Νίνα Χάγκεν που ουσιαστικά λειτουργούσε ως αντίθετος πόλος των μαντονοειδών της εποχής.
Κανείς δεν ήξερε ποιo ήταν το συγκρότημα-έκπληξη που θα έκλεινε εκτός, ίσως, των δημοσιογράφων. Η φήμη για τους Clash κυκλοφορούσε στο Στάδιο από το απόγευμα και φαινόταν υπερβολική για να την πιστέψουμε ακόμη κι όταν λεγόταν με βεβαιότητα από τους λαϊκούς σεκιουριτάδες με τα φρικτά αμάνικα της εποχής, που βρίσκονταν εκεί από το sound check του μεσημεριού.
Άλλο ένα ντου, βραδινό αυτήν την φορά, πάλι ψιλοεπεισόδια και φωνές ενώ η ώρα είχε πάει μία τη νύχτα, η ζέστη κι οι καπνοί μας έπνιγαν, οι χιλιάδες άνθρωποι αποκαμωμένοι, μεθυσμένοι, ζαλισμένοι, ερωτευμένοι, κάθονταν όπου βρουν. Αρκετοί έκαναν να φύγουν μετά από γιουχαΐσματα για την καθυστέρηση ώσπου η μουσική που έπαιζε στο βάθος σταμάτησε ξαφνικά και τα φώτα της σκηνής έσβησαν.
Από τον βοηθητικό φωτισμό είδαμε φιγούρες να παίρνουν σβέλτα θέσεις στη σκηνή και μιά δυνατή βραχνή φωνή να μας ξυπνά: “ATHENS CALLING!” Ανατριχίλα. Ήταν οι Clash. Δεν θυμάμαι με ποιa τραγούδια ξεκίνησαν, δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ (ποτέ!) το συναίσθημα του να βλέπεις τον Joe Strummer να τραγουδά “The Magnificent Seven”, “Brand New Cadillac”, “I Fought the Law”, “Janie Jones” κι όλους μαζί “Guns of Brixton”, “Police on my Back”, “White Riot”, ασταμάτητα, με λίγα δευτερόλεπτα παύσης ανάμεσα στα τραγούδια, γουλιές μπύρας, άναμμα τσιγάρου και πάμε πάλι.
Πρέπει να έπαιξαν για μία γεμάτη ώρα, ίσως λίγο παραπάνω, χωρίς τον Μικ Τζόουνς και τον Τόπερ που είχαν φύγει από το γκρουπ λίγα χρόνια πριν, δεν γνωρίζαμε καν τα ονόματα των αντικαταστατών τους, ήμασταν όμως εκεί, κολλημένοι μπροστά στον νευρόσπαστο Στράμερ και τον επικό Σίμονον, λίγο πιο εκεί οι πάνκηδες από όλην την Ευρώπη είχαν κάνει ένα σοβαρό mosh pit κι ανοίγαμε τα αυτιά μας και το μυαλό μας σε αυτό που έμελλε να είναι η τελευταία ουσιαστικά συναυλία των Clash.
Έφτασα σπίτι ιδρωμένος, με το κεφάλι μου να βουίζει και στο μυαλό μου να παίζει το “Bankrobber” χωρίς σταματημό. Κοίταξα την πορτοκαλί πόλη από το παράθυρο και χώθηκα στο κρεβάτι, τα σεντόνια έκαιγαν και κοιμήθηκα τα χαράματα. Οι Clash ήταν πλέον η μπάντα μου. Τον Αύγουστο πήγα στο Λονδίνο για summer school και την έβγαλα στα δισκάδικα και στις συναυλίες, πήρα το Cut the Crap απ’το δισκοπωλείο στην Berwick Street Market, έκοψα τα μαλλιά μου κι έκανα ένα υποτυπώδες κοκόρι με μπόλικη μπρυλκρήμ, πήρα μπροσούρες από το London Film School, βρήκα κάπου τα ποιήματα του Γεφτουσένκο και το Κατά Σαδδουκαίων του Κατσαρού, τα έφτιαξα με μια Ισλανδή νεράιδα που φιλούσε σαν το νερό και ξημεροβραδιαζόμουν στο σινεμά και στα μπαρ. Και τώρα, χωρίς τις απώλειες και τις προσθήκες του χρόνου, κάπως έτσι είμαι, τουλάχιστον μέσα μου, κι εν μέρει το οφείλω στον Ιούλιο του 1985 και στον Τζο Στράμερ.
Ο Μιχάλης Μένεγος είναι μύστης της ζωής.
Αθηνά Μικροπούλου
Δεν θυμάμαι πως είχαμε μάθει για την συναυλία, φαντάζομαι από το ραδιόφωνο, τότε αυτό ήταν το βασικό μέσο διάδοσης νέων σχετικά με τη μουσική συν κάποια ιστορικά περιοδικά όπως ο ΗΧΟΣ κι ένα δυό ακόμα καθώς και οι εφημερίδες τοίχου στα περάσματα της γενιάς μου. Τότε δεν είχα μπει ακόμα σε αυτό που λέμε παραγωγή κι έκανα διάφορες δουλειές το χειμώνα για να μαζεύω λεφτά για να γυρνάω στα νησιά το καλοκαίρι.
Εκείνο το καλοκαίρι το ρύθμισα γύρω από αυτό το μοναδικό συναυλιακό γεγονός, το πρώτο στην Ελλάδα και της ζωής μου. Όταν ήρθαν οι μέρες ήμασταν πολύς κόσμος από αυτό που αποκαλούσαμε οι ροκάδες της Αθήνας στην Αντίπαρο, στο camping. Φύγαμε πολλοί μαζί με το ίδιο καράβι να γυρίσουμε πίσω. Cure και Clash θέλαμε να δούμε κυρίως.
Και δύο ήταν τα βασικά θέματα που μας απασχολούσαν όλους: To πρώτο ήταν ότι φοβόμασταν ότι η συναυλία μπορεί να ακυρωθεί, μας φαινόταν too good to be true. To δεύτερο ήταν μην μας την χαλάσουν οι μπάτσοι, καμμένοι όντες από τις δύο προηγούμενες συναυλίες των Police και του Rory Gallagher.Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε πως θα παίζανε οι Clash το “Guns of Brixton” μέσα σε μπάτσους.
Τέλος πάντων έφτασε η δεύτερη μέρα. Η τελετουργία τότε προέβλεπε της κάθε συναυλίας να προηγείται ικανή κατανάλωση αλκοόλ κλπ σε κοντινά σημεία στο εκάστοτε venue ώστε να είσαι σε κάποια κατάσταση όταν μπεις μέσα. Στο Ζάππειο και τον Εθνικό Κήπο εν προκειμένω. Στην είσοδο προς τα μέσα θυμάμαι πολλούς από το “σινάφι”, αυτούς που μαζευόμασταν στα clubs και τα δισκάδικα της Πλάκας κι ακούγαμε ροκ, αυτούς που “χτίσαμε” Ίο, Ανάφη, Αντίπαρο τότε.
Πολλά αγόρια ήταν ντυμένα στα πρότυπα των Clash και αρκετά χτενισμένα ανάλογα. Πάρα πολλοί μπάτσοι παντού. Ένστολοι φανεροί αλλά και κρυμμένοι μέσα στο πλήθος, αυτό που λέγαμε χαφιέδες. Απίστευτη ζέστη και σκόνη, ιδρώτας, θυμάμαι μπροστά μας έριχναν νερά- αλλά ήταν αφόρητα, μετακινηθήκαμε κοντά στη σκηνή, στο δεξί όπως την βλέπουμε από μπροστά διάζωμα.
Θυμάμαι ακόμα κόσμο χωρίς εισιτήρια να πηδάει από το δασάκι της Αρδηττού μέσα, μπάτσους να τους απωθούν και ξανά από την αρχή. Και μετά άρχισαν όλα κι αυτό που θυμάμαι μετά τους οργασμικούς Cure που ξεσήκωσαν χιλιάδες τύπους ντυμένους και (ψιλο)βαμμένους σαν τον Θεό Ρόμπερτ Σμιθ, ήταν οι κάπως αμήχανοι; – πάντως σίγουρα όχι τόσο άγριοι όσο θα τους θέλαμε Clash κι εμάς να τραγουδάμε “Police On My Back” και να ισχύει.
Δε θυμάμαι να έγιναν συλλήψεις. Δεν θυμάμαι καν αν έπαιξαν encore, νομίζω όχι, ούτε πώς φύγαμε, πού πήγαμε μετά, τι ώρα ήταν.Θυμάμαι μόνο ότι πολλοί από εμάς ξαναγυρίσαμε Αντίπαρο και περιμέναμε να γίνει αυτό και του χρόνου και του παραχρόνου και να δούμε τους Stones χωρίς μπάτσους και φόβο, κάτι που το ζήσαμε όταν ξανασυναντηθήκαμε – γονείς πλέον οι περισσότεροι- στην αρένα του ΟΑΚΑ, δεκατρία ολόκληρα χρόνια μετά.
Η Αθηνά Μικροπούλου είναι το ένα μισό των Timeliners.
Page: 1 2