Η κυκλοφορία του “Η Ώρα Του Αστεριού” της Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977) από τις εκδόσεις Αντίποδες είναι ένα εκδοτικό γεγονός, καθώς πρόκειται για την κορυφαία δημιουργό της Βραζιλιάς για τον 20ο αιώνα. Το μικρό βιβλίο, το τελευταίο της, είναι και, χωρίς αμφιβολία, το πιο προσβάσιμο από τα έργα της.
Η παγερή καλλονή έζησε μια ζωή που έχει ενδιαφέρον για τις ανορθογραφίες της. Ήρθε στον κόσμο επειδή η μητέρα της είχε σύφιλη και οι γονείς της πίστεψαν μια φήμη ότι αν μείνει έγκυος, θα ιαθεί. Το 1922 αναγκάστηκαν να φύγουν από την κομμουνιστική ΕΣΣΔ και βρέθηκαν στο Ρεσίφε της Βραζιλίας, όπου το μωρό θα παρακολουθούσε τη μητέρα του να λιώνει από την αρρώστια για ακόμα εφτά χρόνια. Για να προσφέρει λίγη χαρά, έφτιαχνε ιστορίες για τη μητέρα της, γεμίζοντας τες με ευφάνταστα ψέματα, το πρόπλασμα για την μελλοντική της πορεία. Σπούδασε στη Νομική, έγραψε σε περιοδικά και εφημερίδες, και σε ηλικία μόλις 23 ετών κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο (Near To The Wild Heart), το οποίο αναστάτωσε τα λογοτεχνικά νερά της χώρας με τα πρωτότυπα μοντερνιστικά στοιχεία του. Τότε όμως, εκείνη παντρεύτηκε έναν διπλωμάτη και έφυγε από τη χώρα για δύο δεκαετίες, στην διάρκεια των οποίων τον ακολούθησε σε αρκετές χώρες. Όταν πια πήρε διαζύγιο, επέστρεψε στη Βραζιλία και αφοσιώθηκε στη γραφή. Πάντα απομονωμένη, απέκτησε την εικόνα του ερημίτη και παρέμεινε ένα μυστήριο.
Αν υπάρχει ένας τρόπος να συνοψιστεί το έργο της, είναι ότι περιέγραψε τη γυναίκα όσο καμία άλλη συγγραφέας. Το έργο της σαν να ακολουθεί την βιολογική ζωή της, με τις ηρωίδες της να εξελίσσονται από την παιδική και νεανική ηλικία, στην ώριμη σύζυγο και μητέρα, στα γηρατειά.
Στυλιστικά, πειραματίστηκε αλλά η γραφή της έχει ένα στόχο: να πει όσο πιο απλά γίνεται μια ιστορία. Για να φτάσει σε αυτή την απλότητα, της αρκεί η βασική ιδέα και από εκεί της επιτίθεται σε κύματα σκληρού, απογυμνωτικού φωτός. Αυτό που προσφέρεται στον αναγνώστη είναι η ίδια η γραφή, κατά τη διαδικασία που προσπαθεί να πραγματωθεί.
Στην “Ώρα Του Αστεριού” παρακολουθούμε έναν συγγραφέα που γράφει την ιστορία της πιο ασήμαντης κοπέλας της Βραζιλίας: η Μακκαμπέα είναι μια άτυχη ύπαρξη, μια ταπεινή δακτυλογράφος που δεν ξέρει ορθογραφία, άσχημη, βρώμικη και αδύνατη όσο ένα φύλλο. Της αρέσει το σινεμά (λατρεύει την Marilyn Monroe) και η κόκα-κόλα. Τα φτιάχνει με έναν άχρηστο, επειδή της δείχνει το ελάχιστο ενδιαφέρον. Όταν τη χωρίζει για τη φίλη της, δεν λέει τίποτα, γιατί δεν έχει τίποτα να πει ποτέ και για τίποτα.
«Γράφω για το ισχνό ελάχιστο πλουμίζοντάς το με πορφύρα, στολίδια και λάμψη. Έτσι γράφει κανείς; Όχι, δεν είναι συσσωρεύοντας μα ξεγυμνώνοντας. Τη γύμνια όμως τη φοβάμαι, γιατί είναι η τελευταία λέξη». Αυτά λέει ο δημιουργός της Μακκαμπέα. Όμως, ποια είναι τα στολίδια που της χαρίζει; Το κορίτσι είναι ασήμαντο, διάφανο, υπάρχει απλά επειδή καταλαμβάνει χώρο, επειδή γεννήθηκε, τυχαία, και ρίχτηκε στον αδυσώπητο κόσμο, όπως κάθε μορφή ζωής. Κι όμως, ο συγγραφέας της προσφέρει το μεγαλύτερο δώρο: της γράφει ένα ολόκληρο βιβλίο! Αυτή η άδεια, γεμίζει τις σελίδες που θα γεμίζουν τις καρδιές αναγνωστών στο διηνεκές.
Αυτό που έχει δημιουργήσει στην Μακκαμπέα η Λισπέκτορ δεν είναι μια ηρωίδα ούτε το αντίθετό της. Είναι μια πρωτόγνωρη μορφή στην λογοτεχνία: ένα πλάσμα πέρα από την ηθική (γιατί οι φτωχοί και ασήμαντοι δεν εμπίπτουν στην ηθική), μια σκέτη ύλη, πρωτεϊκή, που ο αναγνώστης δεν μπορεί να αγαπήσει (αφού είναι ένα τίποτα) αλλά θέλει τόσο πολύ να την δει να επιβιώνει. Σαν το μυρμήγκι που κουβαλάει το φορτίο του και καθόμαστε και το παρακολουθούμε, με θαυμασμό για την επιμονή του να ζει αλλά ταυτόχρονα και με αδιαφορία. Δεν είναι, άλλωστε, παρά ένα μόνο από τα άπειρα μυρμήγκια.
Κάποιος είπε ότι η Λισπέκτορ γράφει σαν υπνοβάτης. Ίσως η πιο σωστη δήλωση να είναι ότι γράφει όπως ένα ρομποτ που έχει ψυχή. Στην “Ώρα του Αστεριού”, αυτή η σχεδόν απάνθρωπα τέλεια αποτύπωση μιας ανθρώπινης ύπαρξης στο χαρτί, στοιχειώνει τον αναγνώστη όπως μόνο τα αριστουργήματα μπορούν.