Συνεχίζει την εκθειαστική φεστιβαλική πορεία του η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, Poor Things, που μετά τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας, άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις στο τελευταίο Σαββατοκύριακο του κινηματογραφικού φεστιβάλ του Λονδίνου, στο οποίο βρέθηκε ο βραβευμένος σκηνοθέτης για να παρουσιάσει και να (μην) προλογίσει την ταινία (‘not really’ απάντησε όταν ρωτήθηκε αν έχει να πει κάτι πριν ξεκινήσει η προβολή). Στην πραγματικότητα, ό,τι και να έλεγε δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί με αυτά που συνέβησαν στην οθόνη τις επόμενες περίπου 2,5 ώρες, που ήταν αστεία, αποκαλυπτικά, απρόβλεπτα και ριζοσπαστικά – και περιστρεφόμενα γύρω από μία από τις καλύτερες γυναικείες ερμηνείες των τελευταίων ετών, εκείνη της Έμμα Στόουν στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Μπέλα Μπάξτερ.
Η Στόουν υποδύεται μια γυναίκα στης οποίας το άψυχο σώμα ένας βικτωριανός Φρανκενστάιν, ο Δρ. Μπάξτερ (ο Γουίλεμ Νταφόε, του οποίου το παραμορφωμένο πρόσωπο συμπληρώνει την εικόνα του χαρακτήρα του εξίσου καλά με το σενάριο), έχει εμφυτεύσει τον εγκέφαλο του νεκρού εμβρύου της για να την επαναφέρει στη ζωή. Στην αρχή το δημιούργημά του, που βαφτίζει Μπέλα, έχει ενήλικο σώμα αλλά παιδικό μυαλό και συστήνεται στο θεατή κάνοντας ένα σωρό ζημιές, σκανταλιές (και μερικές απρέπειες) μέσα στην έπαυλη/παιδική χαρά/εργαστήριο/γυάλα (το fisheye της Ευνοούμενης, διά χειρός του διευθυντή φωτογραφίας Ρόμπι Ράιαν, επιστρέφει δριμύτερο) όπου η Μπέλα είναι αναγκασμένη να ζει. Όταν ένας ευκατάστατος δικηγόρος (Μαρκ Ράφαλο), φημισμένος για τις σεξουαλικές του ικανότητες (ή έτσι πιστεύει ο ίδιος), την πείθει να τον ακολουθήσει σε μια περιήγηση ανά την Ευρώπη για να γνωρίσει την καλή ζωή και τις απολαύσεις της σάρκας, του ουρανίσκου και του πνεύματος, ξεκινά το ταξίδι της Μπέλα προς την ολική απελευθέρωση – με τρόπους που ο “ευεργέτης” της δεν είχε υπολογίσει. Ο Ράφαλο καταβροχθίζει τον πιο ενδιαφέροντα ρόλο του εδώ και χρόνια (αν και με ταινίες όπως το Dark Waters και το Spotlight είχε ξεμυτίσει πιο συχνά από το MCU από τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, που φέτος θύμισε σε όλους τι ηθοποιός πραγματικά είναι στο Οπενχάιμερ), εξίσου γλοιώδης, αξιολύπητος, απάνθρωπος και, τελικά, κωμικός με κάθε κομπλεξικό άντρα ανεξαρτήτου εποχής.
Όμως η ταινία αδιαμφισβήτητα ανήκει στην Έμμα Στόουν, που αφήνεται πλήρως στην καθοδήγηση του Λάνθιμου για να πλάσει μια από τις πιο συναρπαστικές ηρωίδες του 21ου αιώνα. Το ταξίδι της Μπέλα από την παιδική ηλικία προς την ενηλικίωση κι από εκεί προς την ύψιστη συνειδητοποίηση της ανθρωπιάς της, που περνάει μέσα από πολύ σεξ και λίγη φιλοσοφία, αποτυπώνεται στην εκφραστικότητα του προσώπου της ηθοποιού, στις λεπτομερείς, εξελισσόμενες κινήσεις της που φέρνουν στο νου σταρ του βωβού σινεμά (οι αναφορές στο “τσαπλινικό” της στυλ δεν είναι αβάσιμες) και στο κωμικό της timing, που θυμίζει τις καλύτερες στιγμές της Γκίλντα Ράντνερ (δηλαδή όλες τις στιγμές της Ράντνερ, γιατί είχε μόνο τις καλύτερες). Δεν υπάρχει κοφτερή ατάκα από το σενάριο του Τόνι ΜακΝαμάρα που η Στόουν να μην απογειώνει, εκτοξεύοντάς τη με τη χαρά της άγνοιας ενός ατόμου που βλέπει με ξεκάθαρο βλέμμα την υποκρισία και τη ματαιότητα του κόσμου, πριν διαφθείρει την ψυχή της η αυτοσυντήρηση και την προσγειώσει η ενσυναίσθηση απότομα και σκληρά. Είναι μια ερμηνεία που αν βρισκόταν στα χέρια άλλης ηθοποιού θα αποτελούσε παρωδία, όμως η Στόουν, μια κομεντιέν άλλης εποχής παγιδευμένη στη μορφή μιας μιλένιαλ σούπερ σταρ, δεν κάνει ούτε ένα στραβοπάτημα.
Θα επιστρέψουμε στο Poor Things όταν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα στις αρχές Ιανουαρίου του 2024, ωστόσο αποτέλεσε πανηγυρικό φινάλε για το πλούσιο 67ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου (το οποίο βράβευσε το Evil Does Not Exist του Ριουσιύκε Χαμαγκούτσι με το βραβείο καλύτερης ταινίας).