Στην αρχή του Thor: Love and Thunder, γινόμαστε μάρτυρες του “Joker moment” του νέου κακού του MCU: ένας έκπτωτος απόστολος που πενθεί για το χαμό της μικρής του κόρης ορκίζεται ότι θα σκοτώσει όλους τους θεούς του σύμπαντος, αλαζόνες που απαιτούν μόνο θυσίες και δεν προσφέρουν τίποτα σε αντάλλαγμα. (Ο αποτρόπαιος σφαγέας των θεών λέγεται Γκορ και τον υποδύεται ένας οριακά αγνώριστος Κρίστιαν Μπέιλ, που παρά τις συνειδητές προσπάθειες των δημιουργών να μην μοιάζει με τον Βόλντεμορτ, μοιάζει πολύ με τον Βόλντεμορτ.) Αυτές οι βαριές φιλοσοφικές υποσχέσεις (περισσότερο υποθέσεις εκ μέρους του θεατή, για να είμαστε ακριβείς) φυσικά δεν εξαργυρώνονται αφηγηματικά σε αυτή την εκ νέου επιστροφή του εκκεντρικού Νεοζηλανδού σκηνοθέτη Τάικα Γουατίτι στο σύμπαν του Θορ, για την αναγέννηση του οποίου θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος. Το 2017, το Thor: Ragnarok ξεχώρισε από την υπόλοιπη γραμμή παραγωγής των Marvel Studios, αλλά και τους άμεσους προκατόχους του (ως τότε οι περιπέτειες του Θορ εκτός των Εκδικητών αποτελούσαν τις χειρότερες ταινίες του MCU), για το ιδιόρρυθμο χιούμορ του και την έξυπνη διοχέτευσή του σε μια κριτική της αποικιοκρατίας. Στο Thor: Love and Thunder, το χιούμορ μοιάζει εύκολο και, κυρίως, παράταιρο σε μια ταινία που θέλει να σπάσει πλάκα ενώ υποβόσκει όχι μόνο η αποδόμηση των θεϊκών μορφών, αλλά και μια πολύ γήινη, θανάσιμη ασθένεια όπως ο καρκίνος.
Στη νέα ταινία, ο Θορ (ο άνετος και σταθερά αστείος Κρις Χέμσγουορθ) έχει ξεπεράσει την κατάθλιψή του και ζει ως κατά παραγγελία σωτήρας πλανητών που βρίσκονται σε κίνδυνο. Όταν, όμως, μαθαίνει για την απειλή του Γκορ, επιστρέφει στο Νέο Άσγκαρντ, που πλέον έχει μετατραπεί σε τουριστική παγίδα. Ταυτόχρονα, ξανασυναντά το μεγάλο του έρωτα, την Τζέιν Φόστερ (μεγάλο comeback από την Νάταλι Πόρτμαν), που χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του σφυριού Μιόλνιρ για να γίνει κι εκείνη υπερήρωας και να νικήσει τον τερματικό καρκίνο από τον οποίο υποφέρει. Οι δυο τους, μαζί με τη βασίλισσα, πλέον, του Άσγκραντ, Βαλκυρία (Τέσα Τόμσον) και τον πέτρινο γίγαντα Κοργκ (Γουατίτι), θα τα βάλουν με τον Γκορ σε μια αναμέτρηση που διατηρεί την ελαφρότητά της όσο περισσότερο μπορεί, μέχρι να αναγκαστεί να βάλει μια μάσκα σοβαρότητας για την κορύφωσή της (η ταινία το επικοινωνεί περνώντας κυριολεκτικά από μια κατάσταση επιθετικού χρώματος σε μια ασπρόμαυρη σεκάνς).
Ο Γουατίτι, μια ευχάριστα πρωτότυπη φωνή στο ξεκίνημά του αλλά του οποίου η δουλειά υποφέρει από μια φθίνουσα ποιότητα (συμπεριλαμβάνουμε και το Όσκαρ του για το Τζότζο), βασίζεται υπερβολικά στην αλλοπρόσαλλη, φευγαλέα ικανοποίηση ενός αστείου για το οποίο φάνηκε να μην έχει προσπαθήσει πολύ παρά στην ισχυροποίηση των δεσμών μιας ενδιαφέρουσας και χαρισματικής ομάδας. Μοιάζει σαν να μην θέλει πραγματικά να περάσει χρόνο με αυτούς τους χαρακτήρες, απλώς να αποσπάσει ένα απερίσκεπτο γελάκι μέχρι την αναπόφευκτη ενασχόλησή του με το μεγάλο κεντρικό δράμα στην καρδιά της ιστορίας, όπως επιβάλλει το συμβόλαιό του. Ενδιάμεσα, φροντίζει να αρμέξει όσο περισσότερο γίνεται τον Ράσελ Κρόου στο ρόλο του χοντρού Δία με ελληνική προφορά και ροπή προς την ανοησία, να συνδέσει βιαστικά την περιπέτεια του Θορ με τις άλλες παρέες του MCU των οποίων οι ταινίες βρίσκονται στα σκαριά (τους Φύλακες του Γαλαξία) και να δοκιμαστεί σε ό,τι κοντινότερο έχει συμβεί σε ρομαντική κομεντί σε υπερηρωικό πλαίσιο, αναγνωρίζοντας την υπαρκτή χημεία του Χέμσγουορθ με την Πόρτμαν. Δεν την αξιοποιεί αρκετά, όμως, γιατί προέχει το πέρασμα στο επόμενο αστείο.