Όχι ακριβώς η πιο εορταστική κινηματογραφική πρόταση αυτών των ημερών (πώς να συναγωνιστεί κανείς τον Χιου Γκραντ ως Ούμπα Λούμπα στο Γουόνκα, την άλλη σημαντική κυκλοφορία της εβδομάδας;), αλλά παρόλα αυτά μια από τις καλύτερες ταινίες της φετινής χρονιάς, η Ζώνη Ενδιαφέροντος του Τζόναθαν Γκλέιζερ τολμάει να ζητήσει από το κοινό να ζήσει την απόλυτη τραγωδία του Ολοκαυτώματος όχι με τα μάτια, αλλά μέσα από τη φαντασία και την ακοή του. Αυτή η φορμαλιστική, αφαιρετική άσκηση καταλήγει τελικά να έχει πολύ μεγαλύτερη επίδραση από άλλες ταινίες που προσέγγισαν το ίδιο θέμα από πιο παραδοσιακές, συναισθηματικά ισχυρές οδούς, όπως έγινε φανερό από την πρεμιέρα της ταινίας στις Κάννες, από όπου γράψαμε τον περασμένο Μάιο τα παρακάτω:
Ένα ειδυλλιακό εξοχικό τοπίο φιλοξενεί την οικογένεια του Ρούντολφ Ες (Κρίστιαν Φρίντελ) και της γυναίκας του (Σάντρα Ούλερ). Mood διακοπών. Το σπίτι τους είναι πάντα ανοιχτό για φίλους, το παιχνίδι και το κολύμπι στη διπλανή λίμνη αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητας, ο ανθισμένος κήπος δίνει μια όμορφη νότα στις βόλτες με το νεογέννητο. Όμως, ένα σωρό μικρές λεπτομέρειες συνθέτουν τη φρικιαστική μεγάλη εικόνα: είμαστε στη δεκαετία του 1940, η κατοικία βρίσκεται δίπλα στο Άουσβιτς, μια βαρκάδα μπορεί να διακοπεί από την παρουσία ανθρώπινων κοκάλων στο νερό, το λίπασμα των λουλουδιών περιέχει ανθρώπινες στάχτες. Ο Ες είναι ο διοικητής του πολωνικού στρατοπέδου συγκέντρωσης, μια αληθινή φιγούρα της οποίας τη λεπτομερή ρουτίνα παρακολουθεί ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Γκλέιζερ μέσα από στατικές κάμερες, travelling πλάνα, απότομες φορμαλιστικές αλλαγές (η οθόνη ματώνει ή γίνεται μονόχρωμη) και σχολαστική προσήλωση στις μικρές, καθημερινές δραστηριότητες. Η αντίθεση ανάμεσα στον παράδεισο του πρώτου πλάνου και της κόλασης στο φόντο είναι συνεχώς παρούσα.
Ο Γκλέιζερ παρουσιάζει εδώ την απόλυτη κινηματογράφηση της “κοινοτοπίας του κακού”, της φημισμένης θεωρίας της Χάνα Άρεντ. Ο Ες καπνίζει στην παραδεισένια αυλή του και ο καπνός καθρεφτίζει εκείνον του φουγάρου του στρατοπέδου που βρίσκεται πίσω του, με τη συνειδητοποίηση της προέλευσής του να κάνει τον τρόμο σχεδόν casual. Οι γυναίκες θαυμάζουν τα καινούργια τους διαμάντια και σχολιάζουν με λεπτή ειρωνεία την “εξυπνάδα” των Εβραίων νοικοκυρών που τα είχαν κρύψει στις οδοντόκρεμες. Φορούν τις γούνες τους σαν παράσημα. Στο στρατόπεδο, ωστόσο, δεν μπαίνουμε ποτέ, με την ταινία αυτή να πηγαίνει τη δύναμη της υπόνοιας ένα βήμα πιο πέρα από το Γιο του Σαούλ που πέτυχε αντίστοιχο αντίκτυπο αφήνοντας μετά βίας εκτός πλάνου τις λεπτομέρειες.
Μεταφέροντας στο σινεμά το ομώνυμο βιβλίο του Μάρτιν Έιμις (η είδηση για το θάνατό του ήρθε μια μέρα μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Καννών), ο βρετανός σκηνοθέτης της Γέννησης και του Κάτω από το Δέρμα οδηγεί τον θεατή αργά και υπόγεια προς την απόλυτη συναισθηματική κατεδάφιση, με τις έννοιες της ανθρωπιάς, της μνήμης, της γνώσης και της συνενοχής να τον περικυκλώνουν χωρίς να προσφέρεται καμία απόδραση. Βασικός πλοηγός μέσα στην ανατριχίλα είναι η μουσική της Μίκα Λέβι, μάλλον στην καλύτερη συνεργασία της με τον Γκλέιζερ, της οποίας η παρουσία παρατείνεται στην αρχή και το τέλος της ταινίας και τα συστατικά της περιλαμβάνουν βροντερές προσταγές, βασανιστικές κραυγές, βοές από τα γρανάζια του κρεματορίου και ουρλιαχτά που τρυπούν τα σωθικά.
Διαφθείροντας τον Κήπο της Εδέμ, ο Γκλέιζερ μαεστρικά πετυχαίνει το ακατόρθωτο: μια καταδικαστική ματιά στην “άλλη πλευρά”, χωρίς ωραιοποιήσεις και απόπειρες κατανόησής της (στο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, άλλωστε, αυτό θα ήταν ασύλληπτα ανήθικο), μόνο εκθέτοντας την απλότητα του τέρατος και αφήνοντας τον καθένα να το αντιμετωπίσει μόνος του.