Από την εποχή του “Psycho Killer” των Talking Heads έχει να διασταυρωθεί τόσο διασκεδαστικά η ποπ μουσική με την οπτική ματιά ενός δολοφόνου: στην Παγίδα, τη νέα ταινία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, ένας serial killer συνειδητοποιεί ότι η ποπ συναυλία στην οποία συνοδεύει την έφηβη κόρη του αποτελεί στην πραγματικότητα μια γιγάντια επιχείρηση της αστυνομίας για να τον εντοπίσει και να τον συλλάβει. Στις προσπάθειές του να βρει διέξοδο χωρίς να γίνει αντιληπτός όχι μόνο από τους διώκτες του, αλλά κυρίως από την κόρη του, δεν μπορεί παρά να συμμετέχει και το κοινό (της ταινίας), καθοδηγούμενο από τις σκηνοθετικές επιλογές του Σιάμαλαν που μονίμως τοποθετούν στο επίκεντρο τον ολοένα και πιο στριμωγμένο αντι-ήρωα, παίζοντας με τις ηθικές συμμαχίες με τρόπο που θυμίζει τις διασημότερες στιγμές του Χίτσκοκ (π.χ. Ψυχώ).
Εδώ, μεγάλο μέρος της έντασης πηγάζει από την εύθραυστη ισορροπία της διπλής ζωής του Χασάπη, όπως έχει ονομαστεί από τα ΜΜΕ, καθώς ο ίδιος αποτελεί αντικειμενικά έναν άψογο πατέρα, βγαλμένο από τα καλύτερα επιστημονικά βιβλία γονεϊκότητας, με μοναδικό ελάττωμα την τάση του να αιχμαλωτίζει και να τεμαχίζει αγνώστους στον ελεύθερο χρόνο του. (Άντρες, μπορείτε να τα έχετε όλα!)
Στημένη πρωτίστως πάνω στο εκφραστικό πρόσωπο του πρωταγωνιστή της, Τζος Χάρτνετ, η Παγίδα μπορεί τουλάχιστον να καυχιέται ότι σύστησε έναν αρκετά αξιομνημόνευτο ψυχοπαθή στα μέχρι τώρα θρίλερ της δεκαετίας. Περνώντας από το ρόλο του χαζομπαμπά που θα θυμάται το αγαπημένο τραγούδι της κόρης του και θα σταθεί στην ουρά για τα μπλουζάκια ως την κοινωνιοπαθή ευγένεια κι από εκεί τον ελεγχόμενο πανικό ενός αρρωστημένου μυαλού σε κλοιό, ο πάλαι ποτέ εφηβικός καρδιοκατακτητής Χάρτνετ αναβιώνει τη χολιγουντιανή καριέρα του με μια ζουμερή ερμηνεία που δεν του ξεφεύγει ποτέ σε παρωδία, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τις κατά βάση trashy απαιτήσεις του σεναριακού υλικού.
Ο Σιάμαλαν, μετά το φιλοσοφικό, μεταφυσικό Χτύπο στην Καλύβα, επιλέγει εδώ ένα παραδοσιακό κυνηγητό γάτας-ποντικού, με απίθανες αλλά όχι κλισέ ευκολίες, σπρώχνοντας τις όχι απολύτως πετυχημένες ψυχαναλυτικές απόπειρες στην τρίτη πράξη και δίνοντας γενναιόδωρο χώρο στην ίδια τη συναυλία επί σκηνής, έξω και παρασκηνιακά – γεγονός λογικό εφόσον την ποπ σταρ υποδύεται η κόρη του, Σανίκα Νάιτ Σιάμαλαν, μουσικός.
Στην Σανίκα ανήκει ένα αρκετά σημαντικό μέρος της ταινίας, που δικαιολογεί την απόφαση του Σιάμαλαν να μην περιορίσει στο συναυλιακό χώρο τη δράση της ταινίας και που συνάδει με το σκηνοθετικό και ουσιαστικό παιχνίδι με τη δυϊκότητα που διατρέχει την Παγίδα. Γυρισμένη με το κάδρο συχνά κομμένο στα δύο και το μοντάζ να ακολουθεί, η ταινία θυμίζει συνεχώς τη φύση και την εσωτερική μάχη της κεντρικής φιγούρας της, ενώ η σύγκρουση του πατρικού καθήκοντος με τη σκοτεινή, θαμμένη πλευρά του εαυτού της μπορεί να φανερώνει σκέψεις και άγχη του Σιάμαλαν για τη δική του θέση ως πατέρα που ταυτόχρονα δεν μπορεί να αντισταθεί στο έμφυτο πάθος του για δημιουργία.
Η σχέση, άλλωστε, πατέρα-κόρης είναι το πιο καλογραμμένο στοιχείο της ταινίας. (Ή απλώς το 2024 είναι η χρονιά που αποφάσισε να τακτοποιήσει επαγγελματικά τις κόρες του: πριν λίγους μήνες, η Ισάνα Σιάμαλαν έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο με την ταινία τρόμου Οι Παρατηρητές.) Σε σχέση με την υπόλοιπη φιλμογραφία του, η Παγίδα στέκεται κάπου στη μέση, αλλά η παιχνιδιάρικη, ιδιαίτερη φρενίτιδά της την κάνει ικανοποιητικό καλωσόρισμα στα σινεμά μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, χωρίς να φτάνει ποτέ τα μεγαλειώδη ύψη του παρελθόντος. Ελπίζουμε τουλάχιστον το σίκουελ να τιμήσει τον αγγλικό τίτλο και να εκτυλίσσεται σε τραπ συναυλία. Ο Rack τον έχει άνετα τον Χάρτνετ.