Τα σωματικά υγρά που ανταλλάσσονται, εκκρίνονται ή αμολιούνται στα πρώτα 30 λεπτά της Βαβυλώνας, της νέας ταινίας του βραβευμένου με Όσκαρ για το La La Land Ντέμιεν Σαζέλ, προειδοποιούν ότι ο γλυκόπικρος ρομαντισμός για το Χόλιγουντ εκείνου του μιούζικαλ (ή η ενδοσκοπική αυτοσυγκράτηση της επόμενης ταινίας του, Πρώτος Άνθρωπος), έχουν εγκαταλειφθεί οριστικά στο παρελθόν. Τη θέση τους έχει πάρει μια τόσο θεαματική όσο και φασαριόζικη εκτός ελέγχου καταβύθιση στην εποχή που η αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία έκανε το πέρασμα από το βωβό σινεμά στις ομιλούσες ταινίες, στη στιγμή “ανάμεσα στο κλικ του διακόπτη και την αρχή του ονείρου” που λέει και ένα τραγούδι, στη συνειδητοποίηση ότι όλα αλλάζουν οριστικά και μπορείς ή να ακολουθήσεις το κύμα ή να μείνεις πίσω και να ξεχαστείς σαν απολίθωμα.
Τα δύο αυτά μονοπάτια εκπροσωπούν στην ταινία αφενός η ανερχόμενη, προικισμένη, αυτοκαταστροφική ηθοποιός Νέλι ΛαΡόι (Μάργκο Ρόμπι σε ένα ρόλο πιο παλαβό κι από την Χάρλεϊ Κουίν) και ο φιλόδοξος μεξικάνος μετανάστης Μάνι (ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντιέγκο Κάλβα) που ονειρεύεται να γίνει σπουδαίος στα παρασκήνια, και αφετέρου ο καταξιωμένος γόης της μεγάλης οθόνης Τζακ Κόνραντ (Μπραντ Πιτ, ψύχραιμος αλλά εύθραυστος) που αρχίζει να βλέπει το τέλος του δρόμου της λαμπρής καριέρας του. Οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες, οι αποτυχίες και οι ζωές τους άλλοτε διασταυρώνονται, άλλοτε αποκλίνουν και άλλοτε συγκρούονται σε μια ταινία που έχει το βλέμμα στη μεγάλη εικόνα παρά στις προσωπικές φιγούρες που απαρτίζουν ολόκληρο τον καμβά – όπως και το Χόλιγουντ, άλλωστε, που συχνά απογειώνει και μετά μασάει τους ανθρώπους του.
Η ταινία εκτυλίσσεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν το Χόλιγουντ απολάμβανε μια μποέμικη ελευθερία πριν την εισαγωγή του Κώδικα Χέιζ, που θεσμοθετήθηκε για να λογοκρίνει ανήθικες συμπεριφορές επί της οθόνης, από τις εξωσυζυγικές σχέσεις ως την απεικόνιση εγκλημάτων. Η τεχνική και υπαρξιακή μεταμόρφωση που υπέστη το σινεμά εκείνη την περίοδο καθρεφτίζεται στις ανησυχίες και τους αγώνες των τριών κεντρικών χαρακτήρων, την ώρα που όλοι γύρω τους καλούνται να προσαρμοστούν σε μια πρωτόγνωρη πραγματικότητα. Ο Σαζέλ υιοθετεί μια “more is more” προσέγγιση, ανάλογη των εξωφρενικών συμβάντων που παρουσιάζει στις 3+ ώρες (από τα τρελά πάρτυ μέχρι την πάλη της Νέλι με ένα φίδι), που καμιά φορά μαρτυρά μια επιθυμία να αποδείξει απλώς ότι μπορεί να το κάνει (όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Πολ Τόμας Άντερσον πριν από εκείνον). Οι σκανδαλώδεις υπερβολές του κόσμου της Βαβυλώνας παρουσιάζονται με φρενήρη κωμικότητα που θυμίζει τις Ξέφρενες Νύχτες ή το Λύκο της Γουόλ Στριτ, μέχρι που ένα άκρως διχαστικό φινάλε κάνει την ταινία να αλλάξει εντελώς ταχύτητα και να υπονομεύσει τον κυνισμό για τον οποίο προσπαθούσε να μας πείσει τόσο επίμονα για όλες τις προηγούμενες ώρες.
Πριν περάσει από το διάχυτο ενθουσιασμό σε μια υπόγεια μελαγχολία, ο Σαζέλ δεν αφήνει λεπτό την Βαβυλώνα να αναπνεύσει, με την ανήσυχη, πρόθυμη κάμερά του να καταγράφει κάθε ασύλληπτη παραβίαση των ορίων, κάθε κωμικό σκηνικό (από τα highlights της ταινίας η πρώτη απόπειρα της Νέλι να γυρίσει ομιλούσα σκηνή, με ξεκαρδιστική κορύφωση), κάθε σνιφάρισμα, κάθε καβγά, κάθε πτώση, κάθε δάκρυ. Η Νέλι είναι μια ξεκάθαρα προικισμένη, αλλά και αυτοκαταστροφική προσωπικότητα, με την Ρόμπι να μεταμφιέζει την αδιέξοδη θλίψη της σε ξέφρενη απερισκεψία (ο χαρακτήρας βασίζεται στη μεγαλύτερη σταρ εκείνης της εποχής, την Κλάρα Μπόου). Όπως και με την ταινία, θες καμιά φορά να της πεις να σταματήσει λίγο, αλλά δεν μπορείς να μην παραδεχτείς ότι διασκεδάζεις και ότι θες να μείνεις σε αυτό τον ακατάστατο, ακαταμάχητο κόσμο λίγο ακόμα. Αν το σινεμά πατάει στους ώμους όλων αυτών των φαντασμάτων που το δημιούργησαν, η Βαβυλώνα είναι το μνημείο τους.