ΣΙΝΕΜΑ

Ένα ακόμη σημαντικό βραβείο στο υπέροχο “Φῶς ἐκ Φωτός” του Νεριτάν Ζιντζιρία

Θυμάμαι, ήταν η πρώτη ταινία που άνοιξε το 46ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας πριν λίγους μήνες και κάπως, μετά την προβολή της, είχαμε μείνει ακίνητοι και χαμένοι να κοιτάμε την οθόνη. Μια ασπρόμαυρη φιλμική συζήτηση ανάμεσα σε έναν κινηματογραφιστή και έναν ιερομόναχο του Αγίου Όρους, ο οποίος έφτιαξε τη δικιά του φωτογραφική μηχανή προτού πεθάνει το 1932, δεν ήταν αυτό ακριβώς που περίμενες να δεις (και να βιώσεις), ίσως, από τον νικητή του 2012, στο ίδιο φεστιβάλ, με το τρυφερό και ατίθασο Χαμομήλι. Η ζωή όμως έχει τα γυρίσματα της και αυτά θα μας εξηγούσε στο πρώτο Q&A την επόμενη μέρα, ο γεννημένος στα Τίρανα σημαντικός αυτός δημιουργός.

Αυτή την κουβέντα θυμηθήκαμε, με αφορμή μια ακόμη (πολύτιμη) βράβευση του στο Φεστιβάλ του Αμερικάνικου Slamdance που γιόρτασε πριν λίγες μέρες και τα 30 χρόνια της παρουσίας του. Ένα φεστιβάλ που προγραμματίζεται από κινηματογραφιστές από όλο τον κόσμο κι έχει αναδείξει σκηνοθέτες που σήμερα χειροκροτάμε (ουρλιάζοντας) όπως τον Κρίστοφερ Νόλαν, τη Λίνα Ντάναμ, τον Άρι Άστερ και τον Μπονγκ Τζουν-χο. «Το πρώτο βραβείο στο Πειραματικό τμήμα», είπαν στην επίσημη συνοδευτική τους εξήγηση, «απονέμεται σε μία υβριδική ταινία, που χρησιμοποιεί τον κινηματογραφικό φακό και την τέχνη της φωτογραφίας για να εξετάσει, αλλά και για να αποκαταστήσει, την Ιστορία». Το φιλμ είχε κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Ρότερνταμ, προτού προβληθεί στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ  της Δράμας, όπου και απέσπασε το βραβείο ντοκιμαντέρ αλλά και στο 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας όπου πήρε αυτό της Χρυσής Αθηνάς.

Είχαν και οι ελληνικές επιτροπές το σκεπτικό τους πίσω από τα βραβεία που του έδωσαν:

Φεστιβάλ Δράμας: «Συνθέτοντας ένα βαθιά μυσταγωγικό κόσμο που μέσα από τη χρήση αρχειακού υλικού και τολμηρών κινηματογραφικών επιλογών, συνδιαλέγεται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον διαστέλλοντας το χρόνο, ξεχωρίσαμε μια ταινία βαθιά ποιητική και υπαρξιακή»

Νύχτες Πρεμιέρας: «Μια ταινία που μας συγκίνησε βαθιά με έναν τρόπο που μόνο η τέχνη του κινηματογράφου μπορεί να το κάνει. Είναι αυτή η περιοχή του άλεκτου όπου ο λόγος δεν έχει τόση σημασία για να αναλύσεις μια ταινία γιατί οι αισθήσεις και τα συναισθήματα που σου έχει προκαλέσει δεν μπορούν να χωρέσουν σε λέξεις. Μια ταινία που ανακατεύει παράδοξα και τολμηρά τα υλικά της δημιουργώντας ένα υβριδικό αλλά εντελώς προσωπικό σύμπαν που συνδέει την μεταφυσική φώτιση με το φως που αποτυπώνεται πάνω στο φιλμ φωνάζοντας δυνατά, ναι, το σινεμά είναι η δική μας εκκλησία».

Στο φιλμικό του αυτό ταξίδι μέσα στον χρόνο, ο Ζιντζιρία σκύβει με μεγάλο σεβασμό πάνω από τα πρόσωπα μιας άλλης εποχής, τα φροντίζει, σχεδόν τα κανακεύει, και τα επαναφέρει στο τώρα σαν να είναι ένας αρχαιολόγος που ανακαλύπτει στο πιο απρόσμενο σημείο το πιο σπάνιο και θαυμαστό θησαυρό του κόσμου. Η αγάπη του για την ανάγκη του επαναπροσδιορισμού της μνήμης είναι εμφανής. Όπως βεβαίως και το «παιχνίδι» με την ιδέα του θανάτου και της απώλειας. Αρκετοί ήταν αυτοί που θα ήθελαν από την ασπρόμαυρη (με τρεις μόνο φωτεινές έγχρωμες εξαιρέσεις) μικρού μήκους ταινία το λίγο παραπάνω. Δώδεκα λεπτά δεν τα χορταίνεις. Νομίζω κι εγώ το ίδιο. Ειδικά όταν εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό μιας δραμινής Τρίτης, συνειδητοποιήσαμε όλοι εκεί, στον θερινό Αλέξανδρο, πως αυτό το πέρα δώθε στο Άγιο Όρος για πέντε χρόνια γυρισμάτων και επτά ώρες τελικό υλικό, θα είχε περισσότερα λεπτά από αυτά που κρατά η ταινία (ο δημιουργός, πάντως, δεν βλέπει την μεταφορά της σε μεγάλου μήκους ή έστω μια πιο extended έκδοση της «μικρής»).

Είπε ο Νεριτάν Ζιντζιρία  μεταξύ άλλων, για το πώς και το γιατί τελικά γυρίστηκε η ταινία “Φῶς ἐκ Φωτός”:

Έμεινα στο Άγιο Όρος αρχικά τέσσερις μέρες για να τραβήξω κάποιες φωτογραφίες για μια συνεργασία με έναν αρχιτέκτονα. Υπήρχαν αυστηρές προϋποθέσεις για να μείνεις παραπάνω. Την τελευταία μέρα, μας βλέπει μια ευγενέστατη φιγούρα, ένας μοναχός δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Είχα μια αναλογική φωτογραφική, είχα και μια άλλη, ήμουν μαζί με τον ηχολήπτη, μας βλέπει να τραβάμε, να ηχογραφούμε, μας ρωτάει τι τραβήξαμε, του δείχνω, δεν είχα κι άλλη επιλογή. Του άρεσαν τα φιλμ και έρχεται μετά από λίγο και μου λέει αν θα ήθελα και εγώ να δω κάποιες φωτογραφίες που είχε τραβήξει ένας άλλος μοναχός. Του λέω φυσικά ναι, αν και πήγε το μυαλό μου σε στερεοτυπικές τουριστικές φωτογραφίες. Βρισκόμαστε στη Σιμωνόπετρα που βλέπετε και στην ταινία, η οποία θεωρείται ένα από τα πρώτα πολυώροφα κτήρια της Ευρώπης. Είμαστε στον τελευταίο όροφο, κατεβαίνουμε, αλλάζει η θερμοκρασία αμέσως και το τι νιώθω στο στομάχι μου. Και λίγο πριν βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου, ότι αυτά που θα δω μπορεί να έχουν τρομερή γοητεία, μπορεί και όχι, κάνει μια στροφή στα δεξιά, ανοίγει μια πόρτα και βγάζει από ένα ντουλάπι φωτογραφικές πλάκες και μου τις παραδίδει στα χέρια, και ξεκινάει να μου λέει την ιστορία.

Είχα μείνει άναυδος από την ομορφιά τους, τις είχε βρει ο ίδιος στο πίσω μέρος του Αγίου Όρους. Ο  Άθως στην πίσω πλευρά του ονομάζεται έρημος γιατί δεν υπάρχει πρόσβαση σε πόσιμο νερό και εκεί πάνε οι ερημίτες για να καταλήξουνε, και ανάμεσα σε καλύβες που δεν είχαν ζωή πλέον τις ανακάλυψε, τις καθάρισε, τις αποκατέστησε και είχε ένα παλιό μικρό υπολογιστή και τις σκάναρε μόνος του. Και μου λέει την ιστορία για την Αγιορίτικη φωτογραφία. Εγώ δεν μιλάω. Ήμουν ήδη σε μια περίεργη κατάσταση προσωπικά. Είναι 2017 και η μικρού μήκους ταινία θεωρώ πως έχει αλλάξει σοβαρά. Εγώ ξεκίνησα το 2007 και είχα πάντα στο μυαλό μου ότι κάθε ταινία πρέπει να αποτελεί μια πρόταση όσο αφορά την φιλμική γλώσσα, δεν ήξερα τι μπορούσα πια να κάνω, δεν ήξερα τι θέλω να κάνω και βρίσκομαι σε μια στιγμή που ακούω μια ιστορία από έναν μοναχό που βρήκε ένα υλικό που είχε τραβήξει ένας άλλος μοναχός δεκαετίες πριν. Υπάρχει μια αρχή στο Άγιο Όρος, πως τίποτα δεν πετιέται, αφού όλα μπορούν να διορθωθούν και να αποκατασταθούν.

Το 1845 είναι η χρονιά που φτάνει για πρώτη φορά η φωτογραφία στο Άγιο Όρος από Ρώσους εξερευνητές, οι οποίοι είχαν αυτά τα μεγάλα ξύλινα κουτιά, όπως έμοιαζαν τότε οι μηχανές. Είχαν χαλάσει όμως κάποιες και τις άφησαν εκεί. Όταν οι ντόπιοι μοναχοί τις βρήκαν, τις αποκατέστησαν. Πως; Ένας από αυτούς, ο ιεροδιάκονος Προκόπιος, του οποίου τις φωτογραφίες έχω χρησιμοποιήσει, έστελνε επιστολές στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει πως χρησιμοποιείται αυτή η κάμερα, δηλαδή δεν είχε δει ποτέ φωτογραφία αλλά κατάφερε να φτιάξει μια κάμερα. Το άκουγα και κάτι μου χτυπούσε νεύρο, γιατί άπτεται άμεσα της δουλειάς μου. Είχα κολλήσει στο ότι δεν είχε δει ποτέ φωτογραφία. Ποια είναι δηλαδή η πρώτη φωτογραφία που τραβάς, αν δεν έχεις δει ποτέ φωτογραφία; Και να τα σκέφτομαι όλα αυτά ακούγοντας τον μοναχό μπροστά μου να μου λέει ότι έμαθε την τέχνη όχι για να εκφραστεί καλλιτεχνικά, αλλά για να διαφυλάξει το πρόσωπο και το όνομα του αδελφού του. Το βρήκα πολύ συγκινητικό. Σκεφτόμουν πως εγώ αγχωνόμουν αν οι ταινίες μου θα πάνε ή όχι στις Κάννες και ένας άνθρωπος έμαθε μόνος του την τέχνη για να διαφυλάξει την τέχνη κάποιου άλλου, οπότε έκανα έναν επαναπροσδιορισμό και είπα οκ, πάμε λίγο να δούμε αυτή την ασκητική ζωή και να την μελετήσουμε σε ένα άλλο χρόνο, αφού της οφείλουμε πάρα πολλά. Και είπα ωραία θα βρω έναν τρόπο να μείνω συνεχόμενα για κάνα μήνα.

Υπάρχουν λίγα δευτερόλεπτα παλιού φιλμ του 1930 και όλο το υπόλοιπο είναι σούπερ 8 που με την κατάλληλη επεξεργασία έδωσε αυτό τον «παλιό» χαρακτήρα. Ήμασταν παιχνιδιάρηδες.

Τι σημαίνει ο χρόνος και πώς τον μεταβολίζεις; Δεν υπάρχει χρόνος εκεί, όπως εμείς τον νιώθουμε εδώ έξω. Είναι ένα σοβαρό ζήτημα για την κινηματογράφηση. Πώς κινηματογραφείς ένα τοπίο που δεν έχει σημείο αναφοράς χρονικά; Ήθελα να δω αν μπορώ να μεταβολίσω τον χρόνο σε σημείο που να μην τον αναγνωρίζω. Άφησα το χαρακτήρα της ύπαρξης μου εκτός, έγινα μέρος των προσευχών, έκανα πάρα πολύ πεζοπορία, δεν υπήρχε το εγώ, ήμασταν μόνο το εμείς. Ένιωθα πως δεν υπάρχει σκηνοθέτης στην ταινία και αυτό ήταν ένα σημείο στο οποίο ήθελα κάπως να καταλήξω.

Επέλεξα απευθείας το φιλμ γιατί προσδίδει έναν σαμανικό τόνο, ήθελα να φτιάξω μια ωδή στο φιλμ, ώστε να έχει ένα χαρακτήρα διαλογισμού! Ήθελα να αφήσω τον χρόνο όπως τον βίωσα. Το μόνο σημείο αναφοράς που είχα ήταν οι προσευχές, ήταν πολλές και σύντομες. Αποφάσισα να έχω μια αρχή, γιατί θα μπορούσα να χαθώ στο υλικό. Κατέληξα με εφτά ώρες φιλμ, από το οποίο όμως ένα σημαντικό κομμάτι ήταν καμένο γιατί δεν είναι εύκολο το σούπερ 8.

Πήρε πέντε χρόνια για να γυριστεί. Όταν την έβλεπα μετά, έλεγα μάλλον δεν είναι ταινία αυτή. Έφτασε όμως τελικά σε ένα σημείο να μου προσφέρει πολλά και να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο εγώ προσδιορίζω τι είδους δημιουργός είμαι. Οκ, έχουμε ζήσει όλα αυτά τα φεστιβάλ, αλλά είναι και κάτι άλλο που χρειαζόμαστε. Ένα κίνητρο να ξυπνάμε το πρωί. Όταν είσαι πιο μικρός, ναι, αυτό το κίνητρο μπορεί να είναι τα φεστιβάλ, μετά όμως πρέπει να είναι η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιείς, το καινούργιο που προτείνεις. Αυτή η ταινία με βοήθησε στο να δω και να βγάλω ένα πιο ουσιαστικό μου κομμάτι. Κι ας συμπίεσα πέντε χρόνια μέσα σε 12 λεπτά.

Υπάρχουν τρία έγχρωμα κομμάτια μέσα στη ταινία. Θέλαμε να παίξουμε με τον αμφιβληστροειδή. Όπως είναι όταν έχεις άπλετο φως που καίγεται το μάτι και δεν ξεχωρίζεις τα χρώματα της ίριδας. Είναι μια ωραία απεικόνιση στο τώρα.

Όπου και να κοίταζες, έβλεπες μαύρο. Το μαύρο είναι θέμα από μόνο του. Η κάμερα έκανε θόρυβο και με κοίταζαν και μου κοβόντουσαν τα ύπατα. Όταν η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Ρότερνταμ και έπρεπε να πάω να την δείξω στο μοναστήρι, να την δει κι ο μοναχός που πρόσφερε όλο αυτό το υλικό, φυσικά και είχα άγχος. Ήθελα να τους αρέσει, ήθελα να είναι χαρούμενοι με αυτό και ότι δεν ήρθε το παιδί εδώ πέντε χρόνια, πέρα δώθε, και έκανε μια χαζομάρα. Το μόνο που μετρούσε για αυτούς ήταν πως το παιδί ήθελε να κάνει κάτι με το υλικό τους. Δεν ζήτησαν τίποτα, ήταν ευγενέστατοι, ήταν πολύ προσεκτικοί ακόμη κι όταν τους έδειξα  την ταινία, με βοήθησαν πολύ με τα λόγια τους.

Δημήτρης Πάντσος