TRAIN DREAMS - (L-R) Gladys Oakley (Felicity Jones) and Robert Grainier (Joel Edgerton). Cr: Courtesy of Netflix
Τα δέντρα, οι δεκαετίες που ανασαίνουν ανάμεσά τους, τα δάση που δίνουν ζωή και εκείνα που δίνουν θάνατο, ο χρόνος και η ροή του, ο άνθρωπος, η απώλεια, το ράγισμα στην ψυχή, ο έρωτας, η αγάπη, η λάμψη της μέσα στις ρωγμές, η ύπαρξη, η ανάγκη, ο πόνος, η θλίψη, η αιώνια θλίψη, η συνεχόμενη θλίψη ακόμη κι όταν πιστεύεις πως «αυτό που συμβαίνει συμβαίνει σε κάποιον άλλον», η συμπόνια, η κατανόηση, η συνύπαρξη, το χάδι χωρίς άγγιγμα, το χάδι με το άγγιγμα, ο τρόπος να κυλάς την ύπαρξή σου μέσα στον χρόνο, ένα χαμόγελο εκεί ψηλά, αφού πλέον ξέρεις.
Τα τρένα- μια γραμμή, ένας ήχος που περνάει. Οι σιδηρόδρομοι – η πρόοδος, η βιομηχανική εποχή, η αλλαγή που προχωράει χωρίς να ρωτάει. Τα απίθανα locations. Ο σιδηρόδρομος που θα άλλαζε μια ήπειρο. Τα δέντρα των πεντακοσίων χρόνων που θα έπρεπε να θυσιαστούν. Οι ξυλοκόποι. Ο Ρόμπερτ Γκρέινιερ – ο κεντρικός χαρακτήρας που ανοίγει δρόμους, νέους κόσμους. Οι άνθρωποι που άλλαξαν μια ολόκληρη ήπειρο. Η καρδιά μιας εποχής που κρατούσε σφιχτά, πεισματικά, χέρια και πόδια στη γη για δεκαετίες· και που, αν το καλοσκεφτείς, δεν χρειάζεται να χάνεται στην τοπικότητα – ο άνθρωπος είναι μια οντότητα που κυλά μέσα στη σχεδόν αθέατη δύναμη του χρόνου και του τοπίου, όπου κι αν είναι, από όπου κι αν φωνάζει ή σιωπά. Για την τόση δα, ελάχιστη ύπαρξή του. Που κρατά μια στιγμή.
Train Dreams. (L-R) Joel Edgerton as Robert Grainier and Kerry Condon as Claire Thompson in Train Dreams. Cr. BBP Train Dreams. LLC. © 2025.
Train Dreams. Joel Edgerton as Robert Grainier in Train Dreams. Cr. BBP Train Dreams. LLC. © 2025.
Το Train Dreams είναι μια ταινία που, παρά την αργή ροή και τις στοχαστικές της παύσεις, δεν «βαραίνει» ποτέ. Αντίθετα, κάθε σκηνή είναι μετρημένη, δεν υπάρχει τίποτα περιττό, αλλά και τίποτα επιφανειακό. Η διάρκεια των 102 λεπτών είναι ιδανική: επαρκής για να «στεγαστούν» οι μεγάλες στιγμές, αλλά όχι τόσο ώστε να γίνει κουραστική. Το Train Dreams είναι ένας ύμνος στον καθημερινό άνθρωπο, στον εργάτη, στον παρατηρητή, σε όσους δεν θα γίνουν θρύλος, αλλά αφήνουν πίσω τους ένα αποτύπωμα. Χαιρετήθηκε επίσης ως ένας ύμνος στη δημιουργία της Αμερικής. Η ζωή του κεντρικού ήρωα μοιάζει με ένα ήσυχο ποτάμι που διασχίζει τον αιώνα. Δεν κάνει θόρυβο, γιατί δεν χρειάζεται.
Ο Ρόμπερτ δεν είναι «μεγάλος» ήρωας, δεν κάνει επικές πράξεις- είναι ένας άνθρωπος της απλότητας. Η ζωή του όμως, μέσα από τις σιωπές, τις απώλειες και τα μικρά θαύματα, αποκτά τραγική αλλά και γαλήνια μεγαλοπρέπεια. Μας υπενθυμίζει πως δεν χρειάζεται να κάνουμε «μεγάλα πράγματα» για να έχει η ζωή μας νόημα- η καθημερινότητα, η δουλειά, η αγάπη, η μνήμη είναι αρκετή. Ο Joel Edgerton, σε μία από τις πιο λιτές και βαθιές ερμηνείες του, μας δίνει έναν ήρωα που δεν φωνάζει, παρατηρεί, σκέφτεται, πονά, υπομένει… και ζει.
Στο πλευρό του, δύο ισχυρές φιγούρες. Η Felicity Jones και η Kerry Condon σηκώνουν επάξια τα δύο αντίβαρα του ταξιδιού του: τον έρωτα και τη συμπόνια. Και κάπου εκεί, χωμένος μέσα στις σκιές που γεννά η φωτιά των καταυλισμών, ο William H. Macy αναδύεται σαν φιγούρα αιώνια, αρχέγονη, απόλυτα εναρμονισμένη με το φυσικό περιβάλλον, το οποίο διεκδικεί τη σοφία του και την ίδια του την ύπαρξη, με κάθε κόστος. Μια έξοχη παράσταση από έναν ηθοποιό που προσφέρει εδώ κάτι σχεδόν τελετουργικό.
Train Dreams. (Featured) William H. Macy as Arn Peeples and Joel Edgerton as Robert Grainier in Train Dreams. Cr. BBP Train Dreams. LLC. © 2025.
Η φωτογραφία του Adolpho Veloso είναι σχεδόν ποιητική: δέντρα που υψώνονται, σκιές που παίζουν στο φως της δύσης, ποτάμια και δασώδεις εκτάσεις που αναπνέουν μέσα από τον φακό. Η αφήγηση ενισχύεται από τη φωνή του Will Patton, που λειτουργεί ως μια σχεδόν υπόγεια συνείδηση, σαν να διαβάζουμε όχι μόνο τη μνήμη του Robert, αλλά και τη μνήμη ενός ολόκληρου τόπου.
Η μουσική του Bryce Dessner συνοδεύει αυτό το ταξίδι με διακριτικότητα: δεν φωνάζει, δεν υπερβάλλει, αλλά προσθέτει έναν υπόκωφο ρυθμό, σαν τις ανάσες μιας μνήμης που δεν ξεχνά. Λέγεται πως χρησιμοποιήθηκαν παλιά όργανα -ένα banjo, ένα πιάνο από τις αρχές του 20ού αιώνα- και αναλογικά στούντιο, ώστε η μουσική να αποκτήσει μια “παλαιότερη” υφή που να αντηχεί αυθεντικά με την εποχή της ταινίας. Το πρωτότυπο τραγούδι στο φινάλε, η συνεργασία Bryce Dessner και Nick Cave, μοιάζει ήδη προορισμένο να ξεχωρίσει- ένα κομμάτι που αφήνει την τελευταία λέξη στο συναίσθημα που σε σφίγγει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Ο Clint Bentley σκηνοθετεί σαν να φοβάται μήπως ενοχλήσει το ίδιο το τοπίο. Η κάμερα δεν παρεμβαίνει, παρατηρεί. Δεν εκβιάζει το συναίσθημα, το αφήνει να αναδυθεί. Η φωτιά του δάσους, οι καπνοί, οι φλόγες που γλείφουν τον ουρανό, δεν λειτουργούν ως εντυπωσιασμός, είναι η βία του κόσμου που δεν νοιάζεται για τη μοίρα του καθενός, απλώς συνεχίζει να καίει. Μια υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος είναι ευάλωτος, προσωρινός, σχεδόν διαφανής μπροστά στη φύση.
Όταν ο Robert ζει την πιο δραματική στιγμή του, δεν υπάρχει μουσική που υψώνεται, δεν υπάρχει καλοστημένη δραματουργία – αυτός απλώς συνεχίζει. Περπατά, δουλεύει, αναπνέει. Εκπροσωπεί με συνέπεια την αλήθεια ότι ο «απλός» άνθρωπος δεν είναι ποτέ απλός. Και ότι τα όνειρα που κάνουμε – εκείνα που δεν λέμε ποτέ- βρίσκουν τρόπο να ταξιδεύουν μαζί μας, ως το τέλος της ιστορίας μας. (Ή αλλιώς: τα τελευταία εκατόν επτά δευτερόλεπτα, έτοιμα να σε στείλουν στο διάολο.)
Σε μια από τις κομβικές στιγμές της ταινίας, ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος επιλέγει να πάει κόντρα στη στιγμή όπως αναδύεται από τη νουβέλα του Denis Johnson. Ο Ρόμπερτ δεν παίρνει μέρος στη δολοφονία του ξένου εργάτη, απλώς παρατηρεί, χωρίς να κάνει τίποτα. Αυτή η επιλογή της μη δράσης, της απάθειας μπροστά σε ένα έγκλημα, κάνει όσα θα ακολουθήσουν ακόμη πιο δυσβάσταχτα. Το φάντασμα του μετανάστη θα τον ακολουθεί όχι σαν τιμωρία, αλλά σαν υπενθύμιση για το τι συνέβη όταν δεν πήρε θέση σε μια ζωή γεμάτη διλήμματα.
Το Train Dreams του Clint Bentley – και κράτα εδώ το ενδιαφέρον τουίστ: έχει γράψει το σενάριο του Sing Sing που σκηνοθέτησε ο Greg Kwedar, ο οποίος εδώ κρατά τη θέση του συνσεναριογράφου – είναι το αριστούργημα που ενθουσίασε το εναλλακτικό Sundance του Ρέντφορντ στις αρχές της χρονιάς – ένα ανεκτίμητο δώρο στην πολύτιμη εργασία του σκηνοθέτη ηθοποιού μέγκασταρ λίγο πριν πεθάνει. Και μια ταινία που ήρθε για να τα κάνει όλα άνω κάτω – κυρίως τα οσκαρικά προβλεπόμενα που όπου να ’ναι έρχονται. Μπορούμε να μετατοπίσουμε αυτή τη συζήτηση σε άλλο όμως πλαίσιο; Ή έστω να την αφήσουμε να εμπλουτιστεί με άλλα, εξαίσια μέλη;
Ναι, μπορούμε. Η παρουσία του φιλμ στο φεστιβάλ της Γιούτα, σαν αθόρυβη έκρηξη, τράβηξε το ενδιαφέρον του Netflix. Αφού το άφησε να ταξιδέψει σε επιλεγμένα σινεμά της Αμερικής στις 7 Νοεμβρίου, προγραμμάτισε μια παγκόσμια πρεμιέρα στην πλατφόρμα στις 21 του μήνα. Και μέσα σε μία μέρα, τα κοινωνικά δίκτυα γέμισαν με επιφωνήματα και ξαφνικούς οργασμούς.
Train Dreams. (Featured) Director Clint Bentley and Joel Edgerton as Robert Grainier in Train Dreams. Cr. Daniel Schaefer/BBP Train Dreams. LLC. © 2025.
Train Dreams. (L-R) Director of Photography Adolpho Veloso and Joel Edgerton as Robert Grainier on the set of Train Dreams. Cr. Daniel Schaefer/BBP Train Dreams. LLC. © 2025.
Ο Clint Bentley, με μια κινηματογράφηση που θυμίζει βύθισμα σε ένα συνεχές όνειρο – και ενίοτε εφιάλτη – αφηγείται μια ιστορία που, τελικά, δεν αφορά το έθνος, αλλά τον άνθρωπο: τη θλίψη, τη συμπόνια και την βαθιά ανάγκη να συνεχίζεις να αναπνέεις. Η αφήγησή του, ακουμπισμένη ακομπλεξάριστα, σεβαστικά και ελεύθερα στα άρματα των Terrence Malick και Kelly Reichardt, δεν ταιριάζει στην «pleasure-guilty» αισθητική των πλατφορμών – και αυτό από μόνο του συνιστά ένα εθιστικό στοίχημα. Αν αφήσουμε τη γκρίνια στην άκρη – ποιος δεν θα ήθελε να ξαναδεί την ταινία αμέσως, σε μια μεγάλη αίθουσα; – η πρόσβαση που προσφέρει η πλατφόρμα σε ένα ευρύτερο κοινό, που διαφορετικά θα προσπερνούσε το έργο, ανοίγει τη γνωριμία και την εκτίμηση σε θεατές που διαφορετικά θα έχαναν την εμπειρία. Ναι, είναι μια ταινία για μεγάλες οθόνες. Αλλά είναι ευτύχημα που δεν χάθηκε στην αγριάδα του φεστιβαλικού κύκλου. Σε μια εποχή που πολλά σπιτικά «σινεμά» μοιάζουν πια με συνοικιακά μούλτιπλεξ, το Train Dreams βρίσκει τη θέση του στον θρόνο που του αξίζει και προσφέρει στους δημιουργούς του την αναγνώριση που τους αναλογεί.