Η φιλμογραφία του Γιώργου Λάνθιμου εξακολουθεί να ακολουθεί όλο και πιο απρόβλεπτες κατευθύνσεις, με κάθε νέα ταινία του να ανατρέπει τις προσδοκίες (εκτός από μία: την παρουσία της Έμμα Στόουν). Μεγαλύτερο pivot από ποτέ, δεδομένης της παγκόσμιας επιτυχίας που έχουν γνωρίσει οι δύο προηγούμενες ταινίες του, Poor Things και Η Ευνοούμενη, αποτελούν, λοιπόν, οι Ιστορίες Καλοσύνης, που βρίσκουν τον σκηνοθέτη να επιστρέφει εκεί όπου νιώθει πιο άνετα: στην κρύα, αφιλόξενη αγκαλιά μιας γνησίως δυσάρεστης ιστορίας. Συγκεκριμένα τριών ιστοριών, οι οποίες είναι φαινομενικά ασύνδετες και ενώνονται μόνο από έναν χαρακτήρα με τα αρχικά R.M.F. (Γιώργος Σταυριανάκος σε ένα βουβό ρόλο, που με ένα βλέμμα μπορεί να επικοινωνήσει περισσότερα απ’ ό,τι τρεις σελίδες διαλόγου) και ένα καστ ηθοποιών (Στόουν, Τζέσε Πλέμονς, Μάργκαρετ Κουάλεϊ, Γουίλεμ Νταφόε, Τζο Άλγουιν, Μάμουντου Άτσι, Χονγκ Τσάου, Χάντερ Σέιφερ) που μεταμορφώνεται και ανακυκλώνεται σε κάθε κεφάλαιο καθώς διασκεδάζει, πειραματίζεται και εκπλήσσει μέσα στο λανθιμο-φιλιππικό σύμπαν (ο σκηνοθέτης εδώ επανασυνδέεται με τον υποψήφιο για Όσκαρ συν-σεναριογράφο του Αστακού, του Θανάτου του Ιερού Ελαφιού, του Κυνόδοντα και των Άλπεων).
Στην πρώτη ιστορία, ο Πλέμονς, που κέρδισε το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, υποδύεται έναν άντρα έρμαιο του αφεντικού του (Νταφόε), που του υπαγορεύει κάθε στιγμή της καθημερινότητάς του, από το τι θα φορέσει και πότε θα κάνει έρωτα με τη γυναίκα του (Τσάου) μέχρι την υπέρτατη απαίτηση, το να προκαλέσει σοβαρό τρακάρισμα με το αυτοκίνητό του σκοτώνοντας τον άλλο οδηγό. Στη δεύτερη ιστορία, ο Πλέμονος υποδύεται έναν αστυνομικό του οποίου η αγνοούμενη σύζυγος (Στόουν) επιστρέφει, αλλά εκείνος αμφιβάλλει για το αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Για να τη δοκιμάσει, της ζητάει να του κάνει όλο και πιο ακραίες χάρες, βγάζοντας επιτέλους από τη λανθιμική wishlist τον κανιβαλισμό. Στην τρίτη ιστορία, μια γυναίκα (Στόουν) που έχει παρατήσει την οικογένειά της για μια αίρεση και μια μωβ Mustang αναζητά μια μυστηριώδη κοπέλα (Κουάλεϊ) που έχει τη δύναμη να ξυπνά τους νεκρούς.
Όλη αυτή η σχεδόν τρίωρη ανθολογία ελάχιστων απολαύσεων έχει σκοπό να αμφισβητήσει τα ρευστά παιχνίδια εξουσίας και κυριαρχίας που φωλιάζουν στις ψυχές των ανθρώπων και τους δίνουν ζωή. Οι ήρωες της ταινίας μοιάζουν με πειραματόζωα σε μια αρρωστημένη ανθρωπολογική μελέτη. Μέσα σε αυτή τη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα, οι ηθοποιοί καταφέρνουν να ανάψουν το φως στρογγυλεύοντας τις αιχμές του σεναρίου και την ειρωνεία του τίτλου και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του upgrade του Λάνθιμου σε διεθνές επίπεδο: τα ψήγματα ανθρωπιάς που λαθραία τρυπώνουν στη σκοτεινή κοσμοθεωρία του τα κορυφαία ταλέντα που έχει προσελκύσει και δίνουν μια περίεργη γοητεία στα αποκρουστικά τεκταινόμενα. Για παράδειγμα, ο Πλέμονς, που έχει τελειοποιήσει το στυλ “φιλικό ψυχάκι” από το Breaking Bad ως το ξεκαρδιστικό Game Night και το πρόσφατο ανατριχιαστικό πέρασμά του από τον Εμφύλιο Πόλεμο, επικοινωνεί εδώ μια απελπισία ακόμα και στις πιο σκληρές του στιγμές και η αδυναμία του είναι που τον κάνει άνθρωπο και όχι καρικατούρα (άλλωστε οι χοντροκομμένες φιγούρες ποτέ δεν ενδιέφεραν το σκηνοθέτη).
Όμως η επιμονή στην πρόκληση της δυσφορίας του θεατή με τον υπαρξιακό παραλογισμό που εκτυλίσσεται στην οθόνη τελικά υπονομεύει την ταινία, που απαιτεί μια θεματική ανανέωση με κάθε επανεκκίνηση της αφήγησης και αναγκαστικά καταλήγει σε στυλιστική ματαιότητα που πασχίζει να έχει πειστική ματιά ή αποφασιστική θέση. Σε επίπεδο κινηματογραφικής γραμματικής, πάντως, ο Λάνθιμος παραμένει εξωφρενικά διαβασμένος, διατηρώντας το πλεονέκτημα της παρέκκλισης από τις επιβληθείσες νόρμες με τη βοήθεια ενός καταπληκτικού επιτελείου μπροστά και πίσω από τις κάμερες.