ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Περασμένες Ζωές: Πώς η Σελίν Σονγκ πέτυχε την καλύτερη κινηματογραφική χημεία της χρονιάς

Η ταινία Περασμένες Ζωές της Σελίν Σονγκ, που κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα στις ελληνικές αίθουσες, οδεύει ολοταχώς προς την κατάκτηση μιας θέσης στο πάνθεον των αθεράπευτα ρομαντικών και μελαγχολικών ερωτικών ιστοριών του σινεμά, θυμίζοντας από κλασικά tearjerkers όπως η Καζαμπλάνκα και το An Affair To Remember (μεγάλη κουβέντα – αλλά και αληθινή!) μέχρι πιο πρόσφατες, περίπλοκες ιστορίες σαν την Το Μυστικό του Brokeback Mountain, την Εξιλέωση και το Κάρολ.

Στην ταινία, μια κορεάτισσα συγγραφέας (Γκρέτα Λι) που ζει στη Νέα Υόρκη με τον σύζυγό της (Τζον Μάγκαρι), επανενώνεται με τον στενό παιδικό της φίλο (Τέο Γιου), με τον οποίο χωρίστηκε όταν οι γονείς της μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, και αναγκάζεται να αντιμετωπίσει το “what if…?” που έχει φωλιάσει μέσα της όλα αυτά τα χρόνια.

Η Σονγκ βασίστηκε στη δική της προσωπική εμπειρία για να δημιουργήσει την ιστορία. Καθόταν σε ένα μπαρ στο East Village και μετέφραζε την κουβέντα ανάμεσα στον αμερικανό σύζυγό της και τον παιδικό της έρωτα που τους επισκεπτόταν για λίγες μέρες από την Νότια Κορέα. Όμως η έμπνευση σταμάτησε κάπου εκεί. «Όταν μετατρέπεις μια προσωπική ιστορία σε σενάριο, συμβαίνει μια αντικειμενοποίηση της υποκειμενικότητας και στη συνέχεια συμβαίνει και πάλι με το κάστινγκ», λέει η Σονγκ στο λονδρέζικο Σάντανς. «Δεν μπορείς να βάλεις αυτόν που φαντάζεσαι στο ημερολόγιό σου, αλλά τους ηθοποιούς που θα υπηρετήσουν το σενάριο». Η επιλογές της αποδείχθηκαν ολόσωστες, με την Λι και τον Μάγκαρι ειδικά να βρίσκονται ήδη στη συζήτηση για τις επερχόμενες υποψηφιότητες των Όσκαρ για τις ερμηνείες τους.

Προερχόμενη από το θέατρο, η Σονγκ καταφέρνει ένα μικρό θαύμα με τις Περασμένες Ζωές: το ντεμπούτο της αποτελεί μια από τις πιο ολοκληρωμένες και άρτιες ταινίες των τελευταίων ετών, που δεν μοιάζει με πρώτη ταινία. Για την ίδια, το τεχνικό κομμάτι ήταν δευτερεύον και η εμπειρία της στη σκηνή ήταν στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο ατού της. «Δούλευα για 10 χρόνια στο θέατρο στη Νέα Υόρκη και πιστεύω πως τα πράγματα στα οποία επικεντρώνεσαι όταν κάνεις θεατρικά είναι η ιστορία, ο διάλογος, οι χαρακτήρες και η σκηνοθεσία», λέει η Σονγκ. «Αυτά, λοιπόν, είναι τα μοναδικά που χρειάζεται να ξέρει και ένας κινηματογραφικός σκηνοθέτης. Τώρα, οι φακοί, το call sheet και όλα αυτά εννοείται ότι είναι σημαντικά και έπρεπε να τα μάθω πάνω στη δουλειά, αλλά ευτυχώς είχα πολύ πρόθυμους συνεργάτες που μπόρεσαν να μου τα διδάξουν πολύ γρήγορα. Θεωρώ ότι δεν είναι τόσο απαραίτητα για έναν σκηνοθέτη όσο η ιστορία και οι χαρακτήρες».

Όμως το πραγματικά σπουδαίο επίτευγμά της είναι, φυσικά, η καταπληκτική χημεία που καταφέρνει να χτίσει ανάμεσα στην πρωταγωνιστική τριάδα. Η δυναμική προς όλες τις κατευθύνσεις και τις δυάδες (Λι με Μάγκαρι, Λι με Γιου, Μάγκαρι με Γιου) προσδίδει ένα ξεχωριστό βάθος στην ταινία, το οποίο η Σονγκ εξηγεί: «Δεν άφησα τον Τέο και την Γκρέτα να αγγίξουν ο ένας τον άλλον μέχρι τη μέρα που γυρίσαμε τη σκηνή που οι χαρακτήρες τους συναντιούνται στο πάρκο για πρώτη φορά μετά από 24 χρόνια», λέει ξεκινώντας να εξηγεί την ενδιαφέρουσα σκηνοθετική της προσέγγιση. «Αυτή η στιγμή έπρεπε να αποκαλύψει… όλοι έχουμε μια ιδέα για τον άλλον άνθρωπο μέσα στο μυαλό μας, αλλά την τελευταία φορά που οι δύο συγκεκριμένοι άνθρωποι ήταν μαζί, σωματικά, ήταν παιδιά και είχαν πιάσει ο ένας το χέρι του άλλου. Την πρώτη φορά που επανενώνονται σαν ενήλικες, πίστευα ότι ήταν σημαντικό να γυρίσουν τη σκηνή με ένα τρόπο που θα φανέρωνε τη σημασία της εκτός των εκφράσεων του προσώπου τους. Δεν μπορούσα να βάλω πυροτεχνήματα από CGI για να είναι όσο συναρπαστική, παράξενη και ενθουσιώδης χρειαζόταν η στιγμή αυτή, οπότε είχα γράψει στο σενάριο ότι είναι σαν να βλέπουν και οι δύο ένα φάντασμα. Τους έχει παρασύρει η χαρά της σωματικής συνύπαρξης με τον άλλον. Για να δημιουργηθεί αυτό, λοιπόν, θεώρησα ότι θα βοηθούσε να μην τους επιτρέψω να έχουν επαφή μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όταν γύρισαν την πρώτη λήψη, που δεν είναι στην ταινία, στη συνέχεια ήξεραν πώς να το κάνουν ακόμα πιο σωστά. Ένα άλλο πράγμα που έκανα είναι να μην αφήσω τον Τζον και τον Τέο να γνωριστούν καθόλου μέχρι να γυρίσουμε τη σκηνή που συστήνονται για πρώτη φορά στο διαμέρισμα. Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε να προσπαθήσει λίγο το συνεργείο να τους κρατήσει μακριά στο πλατώ, αλλά νομίζω ότι τελικά τους βοήθησε πολύ αυτό. Καταρχάς, ο καθένας τους είχε την ευκαιρία να δημιουργήσει χημεία με την Γκρέτα χωρίς να έχει εικόνα της χημείας της με τον άλλον. Επίσης -και αυτό οι ηθοποιοί το θεώρησαν λίγο άρρωστο (γέλια)- ζήτησα από την Γκρέτα στις πρόβες να πει στον καθένα τους πώς είναι η πρόβα με τον άλλον, για να χτιστεί μια ιδέα στο κεφάλι τους για την ύπαρξη του άλλου. Αυτή η στιγμή είναι λιγότερο για την όποια “αντιπαράθεση” και περισσότερο για την άποψη που έχει ο ένας για τον άλλον και την αναγνώριση της πραγματικότητας. Η ταινία αυτή είναι γι’ αυτούς τους τρεις ανθρώπους που προσπαθούν να μάθουν ο ένας τον άλλον, όπως εκφράζεται από την πρώτη τους συνάντηση, στην οποία ο ένας λέει ‘γεια’ στα κορεάτικα και ο άλλος απαντάει ‘γεια’ στα αγγλικά».

Όλη αυτή η προετοιμασία οδήγησε, βεβαίως, στη συναισθηματική κατεδάφιση του φινάλε, στο οποίο συμβάλλει και η μουσική των Κρίστοφερ Μπέαρ και Ντάνιελ Ρόσεν (γνωστοί ως Grizzly Bear). «Ήθελα πολύ η μουσική της ταινίας να είναι σε συνεχή διάλογο με τον ήχο», λέει η Σονγκ. «Καμιά φορά ο ήχος της πόλης είναι πιο αποτελεσματικός από ένα μουσικό κομμάτι. Πριν από αυτό το τελικό κομμάτι, ήθελα να υπάρχει μια συγκράτηση και να έχει το κοινό χώρο να έρθει να συναντήσει τη μουσική και την ταινία με τα συναισθήματά του».

Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου