Έτυχε να δω τα «Μαγνητικά Πεδία» και τον «Χειροπαλαιστή» του Γιώργου Γούση, ίδια περίπου εποχή. Ταινίες με διαφορετικά θέματα, αλλά με κοινό άξονα την τρυφερότητα, την αγάπη, την ειλικρίνεια, την ευαισθησία. Μυθοπλασία το ένα, ντοκιμαντέρ το άλλο, κι όμως θα μπορούσε να είναι και vice versa, καθώς τα όρια μεταξύ αληθινού και φανταστικού και στις δύο περιπτώσεις είναι δυσδιάκριτα, μία αόρατη γραμμή.
Η πρώτη ταινία καταγράφει το σύντομο, κοινό, νησιώτικο οδοιπορικό μιας γυναίκας σε υπαρξιακή κρίση κι ενός άνδρα σε οικογενειακή “αποστολή”, άγνωστων μεταξύ τους, σε μια τυχαία συνάντηση-στιγμή ζωής η οποία αποβαίνει καθοριστική για τη συνέχειά τους. Η δεύτερη, αφηγείται την προσπάθεια ενός αθλητή, που τυχαίνει όμως να είναι ο ίδιος ο αδερφός του σκηνοθέτη, να κατακτήσει τον τίτλο, ενώ παράλληλα προσπαθεί να κατακτήσει την ζωή. Και στις δύο περιπτώσεις, μια ρεαλιστική καταγραφή της καθημερινής ζωής ανθρώπων της διπλανής πόρτας πάνω σε χρόνους και χώρους πραγματικούς, μια ευαίσθητη ανάσα μέσα σε ατμόσφαιρα κάπως συννεφιασμένη, αλλά, όπως και να έχει, φωτεινή.
Ο 36χρονος Γιώργος Γούσης ξεκίνησε από το κόμικ, όπου διακρίθηκε με έργα όπως ο πολυβραβευμένος «Ερωτόκριτος» (2016, εκδ. Polaris, συνδημιουργία με τους Δημοσθένη Παπαμάρκο και Γιάννη Ράγκο, βασισμένο στο έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου), για να φθάσει στη μεγάλη οθόνη. Ξεκίνησε από την ίδια την οικογένειά του για να ανοιχθεί στο πλατύ κοινό. Θέλησε, πέρα από την επιτυχημένη πορεία του ως κομίστας να κάνει σινεμά -και βρήκε τον τρόπο, χωρίς πολλά πολλά. Μια απόφαση που μπορεί να παρθεί σε ένα λεπτό, ιδιαίτερα όταν έχεις την κατάλληλη παρέα. Ίσως για αυτό όταν τον ρωτάς κάτι, συχνά απαντά με το «εμείς» κι όχι με το «εγώ».
Μέσα από τις ταινίες του “παρακολουθεί” τους ανθρώπους. Εκεί στην άκρη ενός νησιού, στην άκρη ενός χωριού ή στην άκρη της πόλης. Δίπλα σε ένα ποτάμι ή μια θάλασσα, δίπλα σε κοιμητήρια, εργοστάσια ή μάντρες αυτοκινήτων. Ο άνθρωπος στο μονοπάτι ή στη λεωφόρο του κόσμου. Μέσα σε σκηνικό καθημερινό, τόπους φυσικούς, οικείους. Το μέλλον θα δείξει τι άλλο θα φέρει, αν θα συνεχίσει στην ίδια τροχιά ή θα επιχειρήσει άλλα –προς το παρόν φαίνεται να τον απασχολεί πιο πολύ το σινεμά –«έχω ξεκινήσει να γράφω δυο τρία πράγματα και βλέπουμε…», λέει.
Στον βραβευμένο «Χειροπαλαιστή», που αυτές τις μέρες προβάλλεται στις αίθουσες, ακολουθεί την ζωή του αδερφού του. Ο Παναγιώτης, τελείως διαφορετικός από τον Γιώργο αν και μόλις με ένα χρόνο διαφορά μεταξύ τους, αθλητής της χειροπάλης –πιο γνωστής ως bras de fer (μπρα ντε φερ)-, επέλεξε κάποια στιγμή, πριν δέκα χρόνια, για λόγους επιβίωσης, να γυρίσει στο χωριό τους Βούλιστα Παναγιά «στην παλιά εθνική οδό, όπως πας από Άρτα προς Γιάννενα» και να ανοίξει εκεί ένα μπαρ-καφενείο. Αυτή η ιστορία αποτέλεσε και το θέμα του ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, πρώτης σκηνοθετικής απόπειρας του Γιώργου Γούση, που παρουσιάστηκε το 2019 και βραβεύτηκε επίσης.
Κάποια χρόνια μετά, ο Παναγιώτης, απογοητευμένος από την νοοτροπία της μικρής κοινωνίας αλλά κυρίως από την ελλιπή προπόνησή του στο χωριό, κάτι που του στερεί το όνειρο για τίτλο, αποφασίζει να ασχοληθεί πιο ουσιαστικά και επαγγελματικά με το άθλημά του. Άρα να ξαναγυρίσει στην πόλη, παρά το οικονομικό ρίσκο, να ανοίξει νέο μαγαζί, συγκεκριμένα στον Ασπρόπυργο, δηλαδή στις παρυφές της πρωτεύουσας κι όχι στην καρδιά της και να ξαναρχίσει. Ο Γιώργος αποφασίζει τότε επίσης να καταγράψει και αυτήν την προσπάθεια του αδερφού του, τους αγώνες και τις αγωνίες τόσο του αθλήματος όσο και της επιβίωσης, τα προβλήματα και τις αποτυχίες, τις χαρές και τις επιτυχίες, σε ένα ντοκιμαντέρ που ανοίγει πλέον σε μεγάλου μήκους, όπως το νέο κεφάλαιο της ζωής του Παναγιώτη που έλκεται από το όνειρό του σαν μαγνήτης.
Στην έκτη θέση του παγκόσμιου πρωταθλήματος bras de fer σήμερα, ο Παναγιώτης φιλοδοξεί για ακόμη καλύτερη, αρχίζει να ταξιδεύει με το άθλημά του στον κόσμο, αλλά κάπου μέσα στην καρδιά του, έχει ανοίξει ήδη και μια νέα θέση για το σινεμά!
Απόλαυσα πραγματικά την κουβέντα με τα δύο αδέρφια. Χάρηκα την υποστήριξη του ενός στον άλλον, την διαφορετική και κοινή ταυτόχρονα πορεία τους, την αμεσότητά τους, την αγάπη, κρυμμένη πίσω από τα λόγια. Ο Παναγιώτης, ίδιος στην αληθινή ζωή όπως και στην ταινία, πέρα από τα άλλα, μου αποκάλυψε ότι θεωρεί τον Γιώργο καλύτερο, εκ φύσεως, αθλητή από τον ίδιο, που όμως δεν ασχολείται πια όπως παλιά γιατί τον τράβηξε πίσω καταρχήν η τέχνη του κομίστα αλλά και ο φόβος μην χτυπήσει το χέρι που σκιτσάρει. Ο Γιώργος, γέλασε όταν το άκουσε θεωρώντας το μάλλον υπερβολή, μου έστειλε το ωραίο σκίτσο που έκανε για το ντοκιμαντέρ και μου αποκάλυψε με τη σειρά του ότι ο Παναγιώτης «αισιοδοξεί πως μετά τον «Χειροπαλαιστή», μπορεί να αρχίσει να κάνει περισσότερα πράγματα και στο σινεμά».
Γιώργο, τι σε παρακίνησε να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ για τον αδερφό σου που ξεκίνησε μάλιστα από μικρού μήκους κι έγινε μεγάλου; Τι είναι εκείνο που σε γοητεύει στην τόσο διαφορετική ζωή του από τη δική σου;
Η μικρού μήκους που κάναμε έχει τελικά διαφορετικό θέμα από την μεγάλου μήκους, πράγμα που έχει ενδιαφέρον και σίγουρα αποτέλεσε σημαντικό κίνητρο για εμάς ώστε να συνεχίσουμε την κινηματογράφηση. Στην νέα ταινία υπάρχει το πορτρέτο ενός ανθρώπου από την στιγμή που ο ίδιος αλλάζει την ζωή του και αρχίζει να κυνηγάει τα όνειρα που έλεγε ότι είχε στη μικρού μήκους. Θεωρήσαμε λοιπόν πως αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε να τον ακολουθούμε, ώστε να κάνουμε πιο “τρισδιάστατο” και πιο πλήρες αυτό το πορτραίτο.
Οπότε, ενώ το θέμα της μικρού μήκους ήταν η ασφυξία που μπορεί να βιώνει ένας νέος άνθρωπος στην επαρχία, τώρα, στην μεγάλου μήκους, το θέμα είναι περισσότερο ψυχαναλυτικό και αφορά την ασφυξία που νιώθει ένας νέος άνθρωπος με τον εαυτό του, σε συνάρτηση με τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής μας για την επιτυχία, την ευτυχία, την απόλυτη νίκη ή την απόλυτη ήττα, χωρίς αυτό να ταυτίζεται απαραίτητα με έναν τόπο.
Στη μεγάλη εκδοχή, οι συγκρούσεις είναι πολύ περισσότερο εσωτερικές, παρά εξωτερικές. Στη ζωή του αδερφού μου με γοητεύουν οι αντιφάσεις της μεταξύ σκληράδας και τρυφερότητας, η εξωστρέφειά της, οι εικόνες της, τα προβλήματά της και γενικά όλα τα χαρακτηριστικά που την μετατρέπουν στα δικά μου μάτια σε μύθο και κινηματογραφική αφήγηση, όντας όμως ταυτόχρονα ένας πολύ καθημερινός τύπος. Είναι κάπου κρυμμένα αυτά τα χαρακτηριστικά στην καθημερινότητά του και μας ιντρίγκαρε που έπρεπε να τα “ξετρυπώσουμε” για να τα δείξουμε στο κοινό.
Πόσο παράξενο ήταν για σένα να μπεις με την κάμερα μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, τους γονείς, την οικογένειά σου, τους θείους σου και μάλιστα στο χωριό και να τους τραβάς για ταινία;
Παραδόξως δεν ήταν καθόλου παράξενο. Με έναν τρόπο, κάθε κινηματογραφικό σετ προσπαθεί να λειτουργεί ως μια οικογένεια, αυτός είναι ο στόχος, να δημιουργηθεί ένα τέτοιο κλίμα εμπιστοσύνης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε ήδη αυτό και χωρίς να καταλαβαίνουν απαραίτητα τι κάνουμε, μας στήριζαν και μας έδειχναν τυφλή εμπιστοσύνη ότι δεν θα τους εκθέσουμε και ότι στο τέλος, η ταινία, δεν θα είναι κλειδαρότρυπα στη ζωή τους, αλλά το πρίσμα για να αναδειχτεί το θέμα της και η κοινωνία μας. Ήταν πολύ γενναιόδωροι μαζί μας και αυτό μπορώ να το δω μόνο ως τρυφερό δώρο…
Ήταν δύσκολο να κάνεις μια ταινία για τον αδερφό σου, τόσο από συναισθηματικής όσο και από τεχνικής άποψης;
Προσπαθήσαμε να μείνουμε όσο πιο ανεπηρέαστοι γίνεται και να αφήσουμε το συναίσθημα να δουλέψει μόνο του σε τρίτο επίπεδο, κάτω από την ιστορία και το θέμα της ταινίας. Έτσι κι αλλιώς, είναι ένα ζητούμενο να μένεις όσο πιο αποστασιοποιημένος και αντικειμενικός γίνεται απέναντι στο υλικό σου, ώστε να μπορείς να μοντάρεις την ταινία όχι μόνο ως δημιουργός, αλλά και ως θεατής. Παρόλα αυτά, η αδερφική μας σχέση δεν είναι απούσα από την ταινία, ενώ συγχρόνως δεν την καπελώνει.
Από τεχνικής πλευράς, όπως είπα και προηγουμένως, πάντα ο στόχος είναι να αναπτυχθεί μια αμφίδρομη σχέση εμπιστοσύνης με τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη ώστε να μπορείς να ρισκάρεις, να εκτεθείς, να “ξεγυμνωθείς” απέναντι στον άλλον, γνωρίζοντας πάντα πως η αγάπη στο τέλος θα κυριαρχήσει. Και αν υπάρχει και λίγη τύχη, θα καθορίσει και το υλικό που θα περάσει στην ταινία και στο κοινό. Ό,τι νιώσαμε στα «Μαγνητικά Πεδία» με τον Αντώνη (σ.σ. Τσιοτσιόπουλο) και την Έλενα (σ.σ. Τοπαλίδου), το νιώσαμε και εδώ με τον Παναγιώτη.
Είναι πολύ “κολλητή” η σχέση που έχετε; Από μικροί ήσασταν τόσο διαφορετικοί; Ο ένας στην τέχνη κι ο άλλος στα σπορ;
Δεν έχουμε καθόλου κολλητή σχέση. Όντας δυο πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, από την εφηβεία και μετά αρχίσαμε να έχουμε ξεχωριστές καθημερινότητες, παρέες, και κατ’ επέκταση ζωές, με αποτέλεσμα οι σχέσεις μας να είναι καλές, αλλά τυπικές. Το παράδοξο είναι πως από την στιγμή που αποφασίζει να φύγει, γύρω στο 2012, από την Αθήνα και να μετακομίσει στην επαρχία, η επικοινωνία μας γίνεται πιο συχνή και πιο ουσιαστική. Τα γυρίσματα ήταν το πικ αυτής της επικοινωνίας και έσφιξαν πολύ την σχέση μας. Με αφορμή την ταινία, μάθαμε καλύτερα ο ένας τον άλλον και κατ’ επέκταση, τους εαυτούς μας. Κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσής μας, όντως άρχισε να με ενδιαφέρει εμένα περισσότερο η τέχνη και αυτόν περισσότερο τα σπορ, όμως τελικά παρατηρώ ότι και εγώ ασχολούμαι με τα σπορ ακόμα σήμερα, κι εκείνος, μέσω της υποκριτικής, με την τέχνη.
Ο κόσμος του bras de fer είναι σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα. Σε γοήτευσε ιδιαίτερα αυτό το στοιχείο, αυτός ο κόσμος στο “περιθώριο”; Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να αποφασίσεις να κάνεις την συγκεκριμένη ταινία; Υπήρχε κάτι ιδιαίτερο, διαφορετικό, στο κοινό και την ατμόσφαιρα στους αγώνες σε σχέση με άλλα αθλήματα πιο γνωστά, όπως π.χ. το μποξ;
Αν και αυτό που λέμε «έλα να βάλουμε χέρι», το bras de fer δηλαδή, το έχουμε κάνει σχεδόν όλοι στη ζωή μας κάποια φορά για πλάκα, λίγοι ξέρουν ότι είναι άθλημα. Οπότε, σε πρώτο επίπεδο έχει ενδιαφέρον για έναν θεατή. Είναι πρωτόγνωρο και εξωτικό στα μάτια μου, πολύ περισσότερο απ’ ότι το μποξ ας πούμε, που έχει χιλιοκινηματογραφηθεί. Παρόλα αυτά, εμείς δεν κάνουμε μια ταινία για να αναδείξουμε το σπορ, αλλά τον χαρακτήρα και κυρίως τα υπόλοιπα προβλήματα του πρωταγωνιστή μας, που όμως φιλτράρονται και νοηματοδοτούνται πολύ έντονα και εύστοχα, μέσα από το συγκεκριμένο σπορ. Έτυχε ο αδερφός μου να ασχολείται με αυτό, και ως πρώτη ύλη μας κέντρισε το ενδιαφέρον ακριβώς επειδή έχει τα χαρακτηριστικά της γρήγορης πάλης, των χεριών, της έντονης προσπάθειας, της γρήγορης νίκης και ήττας, αλλά και την αρρενωπότητα που υποσυνείδητα καταπιέζει. Ο κόσμος και οι άνθρωποι του «Χειροπαλαιστή» δεν είναι καθόλου “περιθώριο”, είναι ο βασικός κορμός της κοινωνίας μας.
Παναγιώτη, εσένα πώς σου φάνηκε το ντοκιμαντέρ όταν το είδες;
Μου έκανε εντύπωση η ταινία όταν την είδα πρώτη φορά… Στην αρχή δεν μου άρεσα πολύ, μου φαινόμουν γκρινιάρης, άσχημος και δε μου άρεσε όπως ακουγόταν η φωνή μου. Ίσως να το παθαίνουν όλοι στην αρχή αυτό… Μετά συνήθισα και σιγά σιγά άρχισα να παίρνω απόσταση από τον εαυτό μου. Προσπάθησα να με δω ως θεατής και να δω αν εξυπηρετώ την ταινία τελικά και όχι το εγώ μου.
Τι σκέφτηκες όταν πρωτοείδες τον εαυτό σου “πρωταγωνιστή”; Σου άρεσε τόσο ώστε να θελήσεις να ξαναπροσπαθήσεις να παίξεις και σε μία άλλη ταινία;
Ναι, μου άρεσε όταν με είδα. Κυρίως ένιωσα καλά επειδή τα κατάφερα να σταθώ στις σκηνές ανάλογα των περιστάσεων. Είχα παίξει και στο παρελθόν κάποιους μικρούς ρόλους σε ταινίες, όπως στο «Μικρό Ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη και στο «Dye» του Γιώργου Τελτζίδη και ένιωθα ωραία συμμετέχοντας σε αυτή την διαδικασία. Ευχαρίστως θα το ξανάκανα και θα με ιντρίγκαρε πολύ να με δω και σε άλλους ρόλους.
Πώς άρχισες να ασχολείσαι με το άθλημα του bras de fer;
Μου αρέσει γενικά η γυμναστική και τα βαριά αθλήματα. Έχω παρελθόν στο άθλημα της άρσης βαρών, όπου έκανα πρωταθλητισμό μέχρις ενός σημείου στη ζωή μου. Το bras de fer το είδα στο internet. Διοργάνωναν τότε κάποιους αγώνες και πήγαιναν γνωστοί μου και μου άρεσε γιατί μου θύμιζε αυτό το «βάζαμε χέρι» όταν ήμασταν μικροί για να δούμε ποιος είναι πιο δυνατός. Όταν στα 26 μου έφυγα από την Αθήνα και πήγα στο χωριό, όπου λόγω του μαγαζιού δεν είχα πολύ ελεύθερο χρόνο, αλλά και δεν υπήρχε και κανένα γυμναστήριο κοντά, είδα ότι αν ασχοληθώ με το bras de fer, θα μπορώ να γυμνάζομαι και μόνος μου στο σπίτι. Έφτιαξα με τον πατέρα μου ότι χρειαζόταν από εξαρτήματα και όργανα γυμναστικής για την προπόνηση και ξεκίνησα. Κάθε φορά που γινόταν ένας αγώνας στην Αθήνα, ήταν για μένα λόγος να το σκάω για λίγο από την μονοτονία του χωριού.
Παρακολουθώντας την ταινία ένιωθα ότι ο Παναγιώτης διακατέχεται από μια κάπως ιδιότυπη αμηχανία. Αισθανόσουν περίεργα στη διάρκεια των γυρισμάτων έχοντας μια κάμερα να μπαίνει συνέχεια στην προσωπική σου ζωή; Θα το έκανες με κάποιον άγνωστο σκηνοθέτη ή το δέχθηκες ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης ήταν ο αδερφός σου;
Καθόλου περίεργα δεν αισθανόμουν, ίσα ίσα μπορώ να πω ότι με γοητεύει η διαδικασία αυτή. Μπορείς να πεις ότι είμαι λίγο ψώνιο, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που με κάνει να το ευχαριστιέμαι. Κάποιος πρέπει να κάνει και αυτή τη δουλειά! Αυτή την αμηχανία την έχω στη ζωή μου πάντως, είναι αληθινή, δεν είναι λόγω της κάμερας. Πρόσφατα άκουσα την Εύα Στεφανή που έλεγε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό σε έναν άνθρωπο, από το να μη φοβάται να γίνεται ρόμπα. Μου άρεσε αυτό, έβγαζε νόημα και για μένα. Σίγουρα θα το έκανα και με άλλον σκηνοθέτη, αν είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη μου, αν ένιωθα ότι έχει νόημα να μπω σε αυτή τη διαδικασία και να του δώσω το χρόνο μου. Με τον αδερφό μου, λόγω της σχέσης μας, απλά δεν χρειάστηκε να το πολυσκεφτώ.
Γιώργο, περίμενες ποτέ όλο αυτό τον θρίαμβο που προέκυψε από τα πολυβραβευμένα «Μαγνητικά Πεδία» που πλέον έχουν πάρει και τον δρόμο για τα Όσκαρ (σ.σ. η υποψηφιότητα της Ελλάδας); Είναι κάτι που σε αγχώνει σε σχέση με τον «Χειροπαλαιστή» ή το επόμενο project σου;
Όχι. Εμείς βιώσαμε την πορεία των «Μαγνητικών Πεδίων» ως ένα θαύμα, από αυτά που καμιά φορά συμβαίνουν και που καμιά φορά, πιο σπάνια ακόμα, συμβαίνουν και σε εσένα τον ίδιο. Πιστεύω πως σε σχέση με τον «Χειροπαλαιστή», θα με άγχωνε μόνο αν ένιωθα ανασφάλεια για το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας, αλλά ευτυχώς δεν νιώθω καθόλου έτσι. Είμαι πολύ χαρούμενος με τις αντιδράσεις του κόσμου που έχουν δει την ταινία ως τώρα, φαίνεται να φεύγουν από την αίθουσα πολύ γεμάτοι και ανυπομονώ για την συνέχεια. Γενικά η χαρά και η ενέργεια που έχουμε εισπράξει από τον κόσμο όλους αυτούς τους μήνες, μόνο με όρεξη για την συνέχεια με έχει γεμίσει, καθόλου άγχος.
Έχεις πει: «Η απρόσμενη επιτυχία καμιά φορά είναι τρομερή παγίδα, είναι θέμα βεβαίως διαχείρισης». Θεωρείς ότι μπόρεσες να την διαχειριστείς σωστά;
Μόνο ο χρόνος μπορεί να απαντήσει αυτή την ερώτηση. Εγώ μπορεί να σου απαντήσω τώρα «ναι» και ο χρόνος να με βγάλει ψεύτη. Πολλοί θα βρεθούν να χρησιμοποιήσουν αυτή την “επιτυχία” γύρω από το όνομά μου, για να κάνουμε τώρα “κανονικές” ταινίες, που σημαίνει ταινίες με μεγάλα budgets και να κινηθεί το χρήμα, να μπούμε στα μεγάλα σαλόνια και στις αγορές κτλ. Αλλά πιστεύω ελάχιστοι, μπορεί και κανένας, δεν θα βρεθεί να με στηρίξει καθαρά και μόνο με καλλιτεχνικά κριτήρια, αν εγώ π.χ. θελήσω να συνεχίσω να κάνω ταινίες με μικρά budget, χωρίς ξένες συμπαραγωγές και πολυεθνικές από πίσω, άρα μικρά έσοδα και ίσως όχι δεδομένες πρεμιέρες στις αγορές των μεγάλων Φεστιβάλ. Επιτυχία για εμένα είναι να καταφέρεις να μην χάσεις το φόκους σου από την ουσία των πραγμάτων. Kαι στο σινεμά η ουσία βρίσκεται στην ίδια την ταινία, όχι στο μέγεθος της παραγωγής ή στο με ποιον τρόπο την έφτιαξες ή πόσα βραβεία πήρες.
Κόμικς και κινηματογράφος: ποιό είναι για σένα το κοινό τους σημείο; Ποια η μεγαλύτερη αγάπη σου ή δεν τα διαχωρίζεις; Από μικρός ήθελες να ασχοληθείς και με τα δύο ή προέκυψε στην πορεία σου;
Στη βάση τους αυτές οι δυο τέχνες έχουν τον ίδιο στόχο, να αφηγηθούν μια ιστορία συνδυάζοντας εικόνες και λόγο. Είναι πολύ διαφορετικός ο τρόπος για να φτάσεις στο αποτέλεσμα, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά κοινά προβλήματα που πρέπει να λύσεις και στις δύο. Για μένα, η διαδικασία της ταινίας είναι ένας πιο εξωστρεφής και περιπετειώδης τρόπος, που αυτή τη στιγμή με γοητεύει περισσότερο από το σχεδιαστήριό μου. Δεν αποκλείω να αλλάξει πάλι αυτό μια μέρα. Κανένα από τα δύο δεν είχα όνειρο να το κάνω από μικρός. Μπάλα μου άρεσε να παίζω. Και τα δύο άρχισαν να μου κινούν το ενδιαφέρον από την στιγμή που τα δοκίμασα και μετά. Τα κόμικς στα 20 μου και τις ταινίες στα 33 μου. Αρχικά από περιέργεια. Στην πορεία άρχισα να εθίζομαι…