Η οικογένεια, ιδιαίτερα η καταλυτική σχέση των γονιών με τα παιδιά τους, έχει απασχολήσει σημαντικά τον ελληνικό κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια, με πολύ καλές ταινίες, οι οποίες κατά κύριο λόγο μιλάνε για τον ρόλο των γονιών στη ζωή των παιδιών, τα τραύματα, την επιρροή, τα δράματα -και μέσα από τις ιστορίες τους αποσυνθέτουν, ανασυνθέτουν, αποδομούν ή αναδομούν τον θεσμό που αποκτά νέες διαστάσεις και έννοιες, έτσι κι αλλιώς, στον 21ο αιώνα.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά, η συμπεριφορά των παιδιών απέναντι στους γονείς τους όταν οι τελευταίοι βυθίζονται στην αδυναμία της προχωρημένης τρίτης ηλικίας και τα προβλήματα με τις αρρώστιες, τη μοναξιά, την άνοια που συχνά γεμίζουν τον ορίζοντά τους. Όταν τα ενήλικα πλέον “παιδιά” που ζουν αλλού τις ζωές τους έρχονται απέναντι στην δύσκολη ώρα να αναλάβουν εκείνους των οποίων η αυλαία της ζωής αρχίζει να πέφτει. Τότε που συχνά-πυκνά βγαίνουν στην επιφάνεια και τα θέματα της κληρονομιάς, της μοιρασιάς της -μικρής ή μεγαλύτερης- γονικής περιουσίας. Ιστορίες οικείες και επαναλαμβανόμενες στην ελληνική κοινωνία…
Σαν γροθιά στο στομάχι, το ντεμπούτο του Δημήτρη Κατσιμίρη, «Με Αξιοπρέπεια» που βλέπουμε αυτόν τον καιρό στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, μιλάει ακριβώς για αυτά. Φορτωμένη με το Βραβείο Κοινού στο τμήμα Film Forward του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης -κάτι που σημαίνει πολλά, αν σκεφθούμε πόσο νεανικό είναι το συγκεκριμένο κοινό-, επίσημες συμμετοχές και βραβεία σε δεκάδες διεθνή φεστιβάλ (Νέα Υόρκη, Βερολίνο, Ινδία, Ιράν, Καναδά, Αυστραλία κ.α.), η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του δημιουργού έρχεται ως συνέχεια σε ένα παρελθόν γεμάτο θεατρικά και μικρού μήκους έργα με κέντρο τον άνθρωπο και την πολύπλοκη ψυχή του. Ανάμεσά τους, το συγκλονιστικό μικρού μήκους «Γενέθλια» (ελεύθερο στο internet, δείτε το) που είχε κι αυτό κερδίσει την καρδιά του κοινού το 2016, αποσπώντας το βραβείο του.
Πάντα με εντυπωσιάζει όταν νεαροί δημιουργοί, πάνω στον οίστρο, τον ενθουσιασμό και τη χαρά της ζωής, ασχολούνται με το θέμα της τρίτης ηλικίας. Τι άλλο δείχνει αυτό πέρα από τρυφερότητα, ευαισθησία και αγάπη; Η ταινία του Δημήτρη Κατσιμίρη τρίζει τα δόντια στη γενιά του, τη γενιά μου, τη γενιά σου, μας βάζει όλους μπροστά από τις ευθύνες μας, αποκαλύπτει τα μυστικά και τα ψέματα πίσω από τις πόρτες των οικογενειών μας. Η αξιοπρέπεια -σε κάθε ηλικία- είναι κάτι που απασχολεί ιδιαίτερα τον δημιουργό, στο συνολικό έργο του. Σίγουρα είδαν πολλά τα μάτια του στην παρελθούσα πορεία του ως κοινωνικός λειτουργός. Προφανώς, όσα έχουν δει, σημάδεψαν και την καρδιά του…
Την ημέρα των γενεθλίων του κ. Δημήτρη, μαζεύονται τα παιδιά του στο σπίτι του μεγάλου αδερφού που τον φροντίζει, για να τον γιορτάσουν. Ο κ. Δημήτρης, 80χρονος ηλικιωμένος με εγκεφαλικό, έχει αφήσει το χωριό για να μείνει στην πόλη με τον γιο και τη νύφη του. Με αφορμή τα γενέθλια, ο γιος του, που ζορίζεται πολύ οικονομικά, καλεί την εύπορη 45άρα αδερφή του με τον άντρα της και τον, ανεύθυνο, κατά τη γνώμη τους, μικρότερο αδερφό, για να τους ανακοινώσει βασικά πως αδυνατεί πλέον να φροντίζει τον πατέρα τους. Μια άλλη λύση πρέπει να βρεθεί και όλοι καλούνται να πάρουν το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί και να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τη ζωή του – όση έχει απομείνει.
Ο Δημήτρης Κατσιμίρης καταφέρνει να χτίσει το κλειστό σύμπαν αυτής της οικογένειας με τον καλύτερο τρόπο. Η ένταση ανεβαίνει σιγά σιγά, μέσα από στιγμές επιτηδευμένου χιούμορ, αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια στο χωριό και επιδείξεις αγάπης στον πατέρα, ενώ το ρολόι τρέχει και οι “καλεσμένοι” βιάζονται απροκάλυπτα να πάνε στις δουλειές τους μόλις κοιμηθεί «ο μπαμπάς». Η κάμερα σφίγγει στα πρόσωπα, ο μεγάλος αδερφός ομολογεί ότι δεν μπορεί να φροντίζει άλλο τον πατέρα, τα πέπλα πέφτουν, το δράμα κορυφώνεται, οι εκρήξεις ξεσπάνε. Ως τα άκρα.
Το γερό, ρεαλιστικό σενάριο και οι θαυμάσιες ερμηνείες (Ηλέκτρα Γεννατά, Γιώργος Γερωνυμάκης, Γιάννης Κότσιφας, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Θανάσης Χαλκιάς, Χάρης Τσιτσάκης) συμβάλλουν καθοριστικά στο αποτέλεσμα, ενώ η κάμερα στο χέρι και το μοντάζ (Βασίλης Σταυρόπουλος) κατορθώνουν να απομακρύνουν το εγχείρημα από μία θεατρική εκδοχή και πετυχαίνουν να κάνουν μια ταινία δωματίου, δυνατή, ασφυκτική. Μια βασικά diy ταινία που έγινε με μόλις 63.000 ευρώ (!!), χωρίς την καλύτερη υποστήριξη που θα όφειλε να έχει ή τη μεγαλύτερη διανομή που θα της άξιζε. Αλλά όταν έχεις μεράκι και πείσμα, όλα γίνονται…
Τον Δημήτρη Κατσιμίρη τον γνώρισα στην ουσία ένα χειμωνιάτικο βράδυ που έβρεχε, σε μια σουρεάλ καντίνα με λουκάνικα, ηλεκτρονικούς ήχους και έναν αξέχαστο 70άρη καντινιέρη, κοντά στην πλατεία Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο Βερολίνο, όπου πήγαμε αρκετοί… πεινασμένοι φεύγοντας μετά τα μεσάνυχτα από τις ωραίες προβολές του φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου, The Greek Film Festival in Berlin που μας φιλοξενούσε. Μαζί στην παρέα και ο Σπύρος Ιακωβίδης της εξαίρετης μαύρης κωμωδίας Black Stone. Δύο σκηνοθέτες με δύο άξια έργα, ο καθένας με το δικό του σημαντικό πρίσμα πάνω στην αγία ελληνική οικογένεια. Δεν θα ξεχάσω τι όμορφα περάσαμε, αλλά και το πόσο προσγειωμένοι στη δύσκολη πραγματικότητα και ρεαλιστές, αν και καλλιτέχνες, μου φάνηκαν και οι δύο δημιουργοί. Πράγμα που εκπέμπουν και οι ταινίες τους.
Ξαναβρήκα τον Δημήτρη Κατσιμίρη στο λιμάνι του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πριν λίγες μέρες. Και εκεί, πάνω στον ντόκο, είπαμε δυο λόγια για την ταινία του που συναντά τώρα το πλατύ κοινό – και την αξιοπρέπεια που αξίζει στον καθένα μας, πάνω απ’ όλα.
Τι ήταν εκείνο που σου έδωσε την έμπνευση και την ιδέα για την ιστορία σου;
Έχω σπουδάσει και δουλέψει ως κοινωνικός λειτουργός σε ΚΑΠΗ με ηλικιωμένα άτομα και πάντα η τρίτη ηλικία μου προκαλούσε έντονο ενδιαφέρον σχετικά με υπαρξιακά θέματα όπως ο χρόνος, ο θάνατος, η αρρώστια και η σχέση με το γερασμένο μας σώμα. Οι βασικές θεματικές, δηλαδή, του αγαπημένου μου συγγραφέα Φίλιπ Ροθ. Η ιδέα όμως του σεναρίου προέκυψε από την εμπειρία που είχα με την αδελφή μου Φωτεινή, η οποία έζησε εννέα μήνες στο νοσοκομείο προσπαθώντας να κρατηθεί στη ζωή. Μέσα στο διάστημα αυτό, βίωσα πολλές φορές τη σκηνή όπου ένα ανήμπορο άτομο βρίσκεται καθηλωμένο σε ένα κρεβάτι πίσω από μια πόρτα και έξω οι συγγενείς και οι φίλοι του συζητάνε, παίρνουν αποφάσεις και συγκρούονται για εκείνο. Η ιδέα του σεναρίου ξεπήδησε μια μέρα στη σκέψη τι θα γινόταν αν το άτομο αυτό άκουγε όλα όσα συζητούνται ερήμην του, πώς θα ένιωθε πραγματικά και τι άβολα συναισθήματα όλο αυτό θα του προκαλούσε.
Ποια είναι για σένα η πιο συγκινητική στιγμή που ένιωσες στην ταινία σου, είτε στα γυρίσματα είτε μετά την ολοκλήρωσή της;
H πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή για μένα. Τότε ήταν που πρώτη φορά η ταινία επικοινώνησε με το κοινό και κατάλαβα τη δύναμή της. Υπήρξε μια έντονη ταύτιση του κοινού με τη θεματική και ακούστηκε από πολλά άτομα ότι αυτό που είδαν συμβαίνει και μέσα στο δικό τους σπίτι.
Υπήρξαν δημιουργοί ή ίσως ταινίες, όπως το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη, που σε επηρέασαν τίνι τρόπω στην ταινία σου;
Ο Γιάννης Οικονομίδης αποτέλεσε όλα αυτά τα χρόνια πρότυπο συμπεριφοράς για μένα, όσον αφορά κυρίως τις απόψεις του για την αλήθεια και την αυθεντικότητα στην τέχνη. Θυμάμαι όταν είχα πρωτοδεί το Σπιρτόκουτο κατάλαβα αμέσως πως πίσω από όλο αυτό το εγχείρημα βρίσκεται ένας αυθεντικός σκηνοθέτης με προσωπική ματιά. Αυτό το στοιχείο είναι κάτι που το εκτιμώ πολύ στους δημιουργούς. Οι ιστορίες είναι άπειρες, η προσωπική ματιά όμως μοναδική. Από εκεί και πέρα συμβουλεύτηκα πολύ τις ταινίες αγαπημένων δημιουργών όπως ο Χάνεκε, o Νόε και ο Τρίερ, όσον αφορά κυρίως το ρυθμικό κομμάτι.
Έκανες μια ταινία δωματίου και βασικά σχεδόν ενός μόνο δωματίου, καταφέρνοντας κιόλας χάρη στην κινηματογράφησή σου να μην είναι θεατρική. Γιατί; Λόγω budget ή γιατί είχες αυτήν ακριβώς την άποψη, να δώσεις μια ατμόσφαιρα τόσο κλειστή, γεμάτη ένταση, με μια κάμερα που “πέφτει” πάνω στα πρόσωπα αποκαλύπτοντάς τα;
Η χρήση της κινούμενης κάμερας, ο έντονος ρυθμός στο μοντάζ και ο πολύ μικρός χώρος του διαμερίσματος, βάζουν τον θεατή κοινωνό στο όλο εγχείρημα. Η αίσθηση του “σαν να είμαι εκεί” ήταν ένας κύριος σκηνοθετικός στόχος. Σίγουρα το budget της ταινίας είναι πολύ χαμηλό, μόλις 63 χιλιάδες ευρώ, αλλά και περισσότερα χρήματα να είχαμε, αυτό δεν θα άλλαζε το τελικό αποτέλεσμα. Το να παραμείνουμε μέσα σε ένα διαμέρισμα και να μην υπάρχει κανένα εξωτερικό πλάνο ήταν μια σκηνοθετική απόφαση που χρησιμοποίησα και στο παρελθόν με τη μικρού μήκους ταινία μου «Γενέθλια».
Ήταν δύσκολο να βρεις τους συγκεκριμένους ηθοποιούς που ήταν αναγκαίο να δέσουν ως σύνολο -ως οικογένεια- μεταξύ τους;
Βασίζομαι πολύ στο ένστικτο για την επιλογή των ηθοποιών και σχεδόν ποτέ δεν πραγματοποιώ κάστινγκ. Αντιθέτως μιλάω πολύ με συναδέλφους, παρακολουθώ συνεχώς ελληνικές ταινίες και βρίσκομαι σχεδόν καθημερινά σε κάποια θεατρική παράσταση, αναζητώντας ηθοποιούς και συνεργάτες.
Τα γυρίσματα έγιναν σε έναν τόσο μικρό, κλειστό χώρο και με κάμερα μάλιστα στο χέρι, κάθε άλλο παρά εύκολο…
Πάντα σε συνεργασία με τον Βασίλη Σταυρόπουλο, τον διευθυντή φωτογραφίας της ταινίας, πάρθηκε η απόφαση η κάμερα να είναι εξ ολοκλήρου στο χέρι και να συμπεριφέρεται ως ένας έξτρα χαρακτήρας, αυτός του παρατηρητή. Ο χαρακτήρας αυτός ακούει ειλικρινά τους ήρωες και προσπαθεί να καταλάβει τα κίνητρά τους. Όχι κριτικά αλλά με μια δόση ενδιαφέροντος. Πάνω σε αυτό το σκεπτικό κρατήθηκαν λάθη, φλου κουνημένα πλάνα και αστοχίες, με σκοπό να δώσουμε την αίσθηση του εδώ και τώρα και όχι του εκεί και τότε. Το λάθος και το μη άρτιο στην τέχνη είναι κάτι που προσωπικά με αγγίζει συναισθηματικά και μου δημιουργεί μια ενσυναίσθηση σε αυτό που βλέπω. Σε όλο αυτό συνέβαλε φυσικά ο μικρός περιοριστικός χώρος.
Πώς ένιωσες όταν πήρες το Βραβείο Κοινού; Πώς ένιωσες ταξιδεύοντας με την ταινία σου στον κόσμο; Τι περιμένεις τώρα στη συνάντησή της με το κοινό;
Ξέραμε ότι η ταινία αγγίζει ευαίσθητες χορδές και προκαλεί συγκίνηση. Μεγάλη η χαρά για το βραβείο διότι ανοίγει πόρτες σε όλα τα επίπεδα. Η ταινία έχει ταξιδέψει ήδη σε όλο τον κόσμο και, όπου και όποτε είναι εφικτό, την ακολουθούμε. Αν και το θέμα μιλάει για την αγία ελληνική οικογένεια, μου προκαλεί εντύπωση πώς το κοινό του εξωτερικού, διαβάζοντας μάλιστα αγγλικούς υπότιτλους, νιώθει την ίδια συγκίνηση…
Γιατί παρόλο που το Βραβείο Κοινού αποτελεί ισχυρή προώθηση, η ταινία δεν έχει βγει τόσο καιρό στις αίθουσες και βγαίνει τώρα μόνο στην Ταινιοθήκη; Θεωρείς ότι υπάρχει θέμα στον τομέα της διανομής ελληνικής ταινίας στην Ελλάδα;
Το παλέψαμε πολύ, απευθυνθήκαμε σχεδόν σε όλες τις εταιρείες διανομής. Κάποιες έδειξαν ενδιαφέρον, άλλες καθόλου. Ξέρουμε τι έχουμε στα χέρια μας και θέλαμε μια συνεργασία που να δείξει τον ανάλογο σεβασμό και μεράκι με αυτό που πιστεύουμε κι εμείς για την ταινία. Αν και οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές, θέλω να πιστεύω ότι με τη στήριξη όλων η ταινία θα καταφέρει να φτάσει στο ευρύ κοινό…
«Με Αξιοπρέπεια» του Δημήτρη Κατσιμίρη
προβολές στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος
Πρωταγωνιστούν: Ηλέκτρα Γεννατά, Γιώργος Γερωνυμάκης, Γιάννης Κότσιφας, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Θανάσης Χαλκιάς, Χάρης Τσιτσάκης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κατσιμίρης / Διεύθυνση Φωτογραφίας – Μοντάζ – Color: Βασίλης Σταυρόπουλος / Καλλιτεχνική Διεύθυνση-Ενδυματολόγος:
Αναστασία Μαστρακούλη / Ηχοληψία: Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος / Μακιγιάζ – Κομμώσεις: Σαββίνα Σκεπετάρη, Νατάσσα Μάλλη Μουσική: Their Methlab – Arctic Funk / Διεύθυνση Παραγωγής: Βασίλης Σταυρόπουλος / Οργάνωση Παραγωγής: Ανθή Στεφανή
Βοηθός Σκηνοθέτη: Βασιλική Χρυσικού / Σκριπτ: Σοφία Τότου / Βοηθός Διευθυντή Φωτογραφίας: Αριάδνη Χριστoφορίδου / Βοηθός Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης – Ενδυματολόγου: Βασίλης Φώτου / Βοηθός Παραγωγής: Φοίβος Χατζηαντωνίου / BTS: Διονυσία Πατήρη
Συμβολή στη συγγραφή του σεναρίου: Δημήτρης Σινόπουλος / Mετάφραση – Απόδοση Διαλόγων: Ντίνα Κοέδρου
Executive Producers: Πέτρος Νιαμονιτάκης, Πάνος Κατσιμπέρης / Παραγωγή: Frau Films / Συμπαραγωγοί: ΕΡΤ, Correct Creative Productions/ Με την υποστήριξη: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου / 2022, 75’