ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Ιωσήφ Βαρδάκης μας ξεναγεί στην ταινία του για το ΑΚΟΕ και το περιοδικό ΑΜΦΙ

«Μεγάλωσα στο Ρέθυμνο και ήθελα να γίνω σκηνοθέτης από μικρός. Πέρασα δυο-τρία χρόνια στην Αθήνα από το 1985 ως το 1988, την περίοδο δηλαδή που κατέβηκα τα σκαλιά της Ζαλόγγου 6Α και έγινα ένα με την ιστορία του ΑΚΟΕ, και μετά πήγα στην Αμερική για να σπουδάσω σκηνοθεσία κινηματογράφου στο NYU. Με πλήρη άγνοια κινδύνου. Δεν είχα καταλάβει πόσο φοβερό είναι αυτό το σχολείο και πόσο σημαντικό είναι που με είχανε δεχτεί εκεί».

Είναι ένα Αθηναϊκό μεσημέρι στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου. Το οποίο σημαίνει πως έχει ήλιο, κοντομάνικα, καφέ γεμάτα και φωνές χωρίς εντάσεις που μπερδεύονται χαλαρά και κάπως «κατασκοπευτικά». Ανάμεσα τους και οι δικές μας. 

Συνομιλώ με τον σκηνοθέτη μιας ταινίας που ξεδιαλύνει το «μυστήριο» της πρώτης εποχής  της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας με τον πλέον συγκινητικό τρόπο. Αυτός διηγείται «φέτες ζωής» και εγώ τις καταγράφω. Ο Ιωσήφ (Σήφης) Βαρδάκης ήταν αυτό που λέμε αυτόπτης μάρτυρας. Έζησε εκ των έσω την ιστορία των πρώτων εκείνων τολμηρών μπροστάρηδων «που βγήκαν προς τα έξω», γι’ αυτό και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου αποφάσισε να κάνει κάτι γι’ αυτό: «Πρώτη μου ταινία. Τα πράγματα γίνονται όταν έρχεται η ώρα τους. Είναι το timing το φημισμένο». Ένιωσε πως κάτι (τους) χρωστά. «Για μένα, όλο αυτό ήταν μια υπαρξιακή ανάγκη. Ήταν τόσο κομβική η επαφή μου με το ΑΚΟΕ, που ήθελα να του πω ευχαριστώ κατά κάποιο τρόπο. Πρόσεξα να είμαι σωστός στις λεπτομέρειες, στις ημερομηνίες, στην σειρά των γεγονότων, ήθελα να προσφέρω, να κάνω δώρο στην κοινότητα έναν άξονα, έναν σίγουρο ξεκάθαρο άξονα, έναν μπούσουλα γύρω από τον οποίο να μπορούν να χτίσουν όλοι όσοι θέλουν τις δικές τους ιστορίες. Ήθελα η ελληνική ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα να έχει πρόσβαση στο παρελθόν της και τη δυνατότητα να καταλάβει».

Την ώρα που ένα σπουργίτι κάνει ντου και κλέβει το μπισκοτάκι του καφέ, αυτός μιλάει για τις «φοβερές του ανασφάλειες», την «ανέλπιστα ζεστή υποδοχή που έχει δεχτεί αυτή η πρώτη φορά», «τον τρόπο που ξεκινούν τα πράγματα», το «σύνθημα που ξεχωρίζει περισσότερο».

«Προτιμώ το Love is Love. Η ταύτιση της ομοφυλοφιλίας με το σεξ βοηθούσε στο κατηγορητήριο εναντίον της, αλλά δεν είναι έτσι. Αγάπη ονειρευόμασταν, όχι σεξ».

Την περίοδο της καραντίνας αποφασίζει να καταθέσει μια ιδέα για την ιστορία της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στο Κέντρο Κινηματογράφου σε ένα πρόγραμμα για τον covid. Εγκρίνεται και…

«Πανικοβλήθηκα, δεν είχα σκεφτεί τι θα γίνει μετά! Είχε προηγηθεί και μια άλλη απόπειρα παλιά, ανεπιτυχής, θα σου πω μετά». Απευθύνεται στον καλό του φίλο Λευτέρη Χαρίτο και του ζητά βοήθεια. Αυτός του συστήνει τους παραγωγούς του, Μαρίνα Δανέζη και Τάσο Κορωνάκη. «Ήταν ένα πολύ ευτυχισμένο προξενιό. Ήξεραν ακριβώς πώς να βρούμε αρχεία, υλικό. Ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Τώρα καταλαβαίνω γιατί λένε στα όσκαρ “ευχαριστώ τους παραγωγούς μου..”. Ένιωθα σαν το ψάρι έξω από το νερό. Ό,τι είχα μάθει στο παρελθόν, τα πέταξα από το παράθυρο. Είχα δουλέψει με φιλμ που το έκοβες, έκανες αρνητικά, και τώρα αντιμετώπιζα αλλιώς τα γυρίσματα. Η τεχνολογία δεν είχε απλά προχωρήσει, είχε εκτοξευτεί, έπρεπε να ανακαλύψω όλες τις νέες διαδικασίες».

Μια ταινία, μια ιστορία. Το 1977 η κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθεί να περάσει ένα νομοσχέδιο «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων». Μια ομάδα από ομοφυλόφιλα και τρανς άτομα νιώθει πως ήρθε η ώρα να εκφραστεί και ιδρύει στην Αθήνα το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδος. Πρώτη εκδήλωση διαμαρτυρίας, στο θέατρο Λουζιτάνια, στις 25 Απριλίου 1977. Το ΑΚΟΕ, το περιοδικό ΑΜΦΙ και τα γραφεία του στο θρυλικό υπόγειο της οδού Ζαλόγγου, γίνονται πόλοι έλξης για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα της χώρας, προσφέροντας ένα σημείο αναφοράς για μια κοινότητα που άρχιζε να σχηματίζεται και να συνειδητοποιείται. Μια επαναστατική πράξη για το δικαίωμα στην ύπαρξη, το δικαίωμα στην ευτυχία, το δικαίωμα στην αγάπη. Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά, μια ταινία έρχεται να καταγράψει αυτά που προηγήθηκαν και αυτά που ακολούθησαν. Και να διασώσει την «καρδιά» τους.

Η πρώτη εκδήλωση διαμαρτυρίας στις 25 Απριλίου 1977 στο θέατρο Λουζιτάνια.

Ζητώ από τον Σήφη να τα πάρουμε από την αρχή και να θυμηθεί τα χρόνια τα παλιά, εκείνα στην επαρχία. Και την πρώτη του συνάντηση με ένα έντυπο που τόσα χρόνια μετά θα κατέληγε στο να γίνει ο άτυπος κινηματογραφικός ιστορικός  του. Μου διηγείται μια ιστορία. «Όταν ήμουν μικρός  στο Ρέθυμνο, πες το από αφέλεια, πες το από άγνοια κινδύνου, φίλησα έναν συμμαθητή μου στο στόμα, στο σχολείο. Έγινε σούσουρο, το έμαθαν όλοι και έτσι έγινε το προσωπικό μου outing. Μιλάμε για αρχές των 80s. Μη νομίζεις, από βλακεία έγινε, όχι από κανέναν ακτιβισμό. Έτσι άρχισα να κάνω παρέα με άλλα gay άτομα που γνώρισα στην πόλη. Λίγα χρόνια μετά, οδηγούσα πια, άρα θα ήμουν δεκαοχτώ, έρχονται κάποιοι φίλοι από το Ηράκλειο και μου φέρνουν ένα περιοδικό – εκεί ήξεραν έναν τύπο που είχε ένα ψιλικατζίδικο και το έβαζε ανάμεσα στα άλλα στη ζούλα, προφανώς gay κρυφός. Αυτό ήταν το ΑΜΦΙ. Σοκαριστικό για μένα. Ευχάριστα σοκαριστικό.

Μιλάμε για το πορτοκαλί τεύχος με τον Καβάφη. Ήταν φοβερή η αίσθηση. Να νιώθεις πως υπάρχει ένα περιοδικό που απευθύνεται σε σένα. Το θέμα της αποδοχής, όπως εκφραζόταν μέσα από αυτό το περιοδικό, ήταν μεγάλη υπόθεση. Στα τέλη των 70s αλλά και στις αρχές των 80s, οι ομοφυλόφιλοι όχι μόνο δεν είχαν φωνή αλλά ζούσαν και μέσα στην απαξίωση. Μόνο τους τίτλους να διάβαζες στο ΑΜΦΙ ή να έβλεπες τις εικόνες με τον ερωτισμό τους, και αυτό ήταν κάτι που σου έδινε μια δύναμη να συνεχίσεις τη ζωή σου».

Η ταινία «ΑΚΟΕ/ΑΜΦΙ: Η ιστορία μας επανάστασης (Να κοιμάμαι στο στήθος του…)», μια πολυσχιδής εκσκαφή στα όνειρα απλών ανθρώπων που διεκδίκησαν την θέση τους στη ιστορία, βρίθει εκπλήξεων και συγκινητικών σκηνών από μια ζωή που δεν χαρίστηκε αλλά διεκδικήθηκε και αγαπήθηκε με άγριο πάθος. Παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές της με τρυφερότητα, «σχεδιάζει» τις απουσίες, εξηγεί με ευγνωμοσύνη, καταγράφει με βαθιά κατανόηση. Αγκαλιάζει την γλώσσα της εποχής και υποκλίνεται στις αλλαγές που ακολουθούν: «Τότε τα πράγματα ήταν χονδροειδώς τσουβαλιασμένα. Στο ντοκιμαντέρ χρησιμοποιούμε τις λέξεις της εποχής οι οποίες δεν ταυτίζονται με τις σημερινές. Όπως η λέξη “ομοφυλόφιλος” κάλυπτε όλη τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα έτσι και η λέξη “τραβεστί” κάλυπτε μια ομάδα από τρανς και non-binary άτομα αλλά και ομοφυλόφιλους cis άντρες, οι οποίοι ντύνονταν απλώς για να εργαστούν. Ευτυχώς πλέον πολλά είναι πιο ξεκάθαρα, είναι πάρα πολύ ωραίο ότι αναδύονται ατομικότητες και διεκδικούν το δικαίωμα της ύπαρξης τους, είναι υπέροχα ενδυναμωτικό γιατί μιλάμε για το δικαίωμα του να είσαι ο εαυτός σου, το δικαίωμα να υπάρχεις, να ζεις και να διεκδικείς την ευτυχία σου».

Οι πληγωμένοι άνθρωποι που ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες του υπογείου στη Ζαλόγγου 6Α, οι ψίθυροι απόγνωσης στις γραμμές του τηλεφωνικού πανικού, ο θάνατος και η απανθρωπιά που συνόδευσαν τις απώλειες στα χρόνια του Aids, περνούν από τις σκηνές του ντοκιμαντέρ βαραίνοντας την ανάσα και αναμοχλεύοντας με ανεπαίσθητο λυγμό τη μνήμη. H μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα, σε μια από τις πιο τρυφερόκαρδες παρουσίες της, ντύνει νωχελικά το ευφυές μοντάζ, ενώ τα πρόσωπα του κινήματος – έστω κάποια από αυτά, όπως ο Άγγελος Παπαδημητρίου, ο Γρηγόρης Βαλιανάτος, ο Μάρκελλος Νύκτας, η Μπέττυ Βακαλίδου, η Μαρία Cyberdyke, ο Νίκος Μυλωνάς μεταξύ άλλων  – παρουσιάζουν τις σκέψεις και χάνονται μέσα στις αναμνήσεις τους. Η «παγωμένη» και εντελώς συναρπαστική αφήγηση του Ιωάννη Ιώκο Κοτίδη είναι επίσης ένα από τα ατού της. Όπως βεβαίως και η εξαιρετική δουλειά του Στηβ Στιβακτή στο σκίτσο και της Αφροδίτης Μπιτζούνη στο animation που συμπληρώνουν τα κενά και αναδεικνύουν με απρόσμενο συναίσθημα τις χαμένες εικόνες μέσα στις σκηνές: «Πολλά από αυτά τα πράγματα για τα οποία μιλάμε δεν έχουν καταγραφεί. Ήταν κι αυτό μέσα στα πλαίσια της ανωνυμίας που περιέβαλε όλα τα μέλη του ΑΚΟΕ καθώς δεν κατέγραφαν ποτέ τα πραγματικά τους ονόματα».

Η Μπέττυ Βακαλίδου ήταν αυτή που βγήκε και μίλησε, πρώτη όλων, στο Λουζιτάνια.

Βάζω στην άκρη όλα αυτά που έμαθα μέσα από την κουβέντα και δεν ήξερα, ή δεν θυμόμουν. Εικοσιτέσσερα τεύχη έβγαλε το ΑΜΦΙ μέσα σε αυτά τα χρόνια κι αυτό γιατί λεφτά δεν υπήρχαν, έβγαινε όποτε μπορούσε. Η περίφημη «ατέλεια χάρτου», η οποία σε βοηθούσε να γλιτώνεις έξτρα φόρους, εδώ δεν έπαιζε μπαλίτσα – ήθελε σταθερότητα και έκδοση σε τακτά χρονικά διαστήματα, οπότε, φαύλος κύκλος. Οι πρώτοι εκπρόσωποι του ΑΚΟΕ εμφανίζονταν στην τηλεόραση με την πλάτη – μετά ήρθε ο Βαλιανάτος, έδειξε πρόσωπο και εντυπωσίασε ακόμη και τις θείες στο χωριό… Ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος στο ΑΜΦΙ, ο ένας εκ των δύο ιδρυτικών μελών (με τον Λουκά Θεοδωρακόπουλο, συγγραφέα του θρυλικού Καιάδα που «παίζει να είναι η πρώτη ακτιβιστική δημοσίευση στην Ελλάδα») υπέγραφε πάντα με ΑΒ … Πηγή έμπνευσης για το ελληνικό κίνημα στάθηκε μια συνέντευξη του Guy Hocquenghem στο Nouvel Observateur (10.1.72) αλλά και το Γαλλικό κίνημα FHAR … Αντιστοίχως το πρώτο περιοδικό με ομοφυλόφιλο περιεχόμενο στη Γαλλία, το Arcadie του 1954, ενέπνευσε το ΑΜΦΙ λόγω της φιλοσοφικής του διάθεσης – ανάμεσα στις υπογραφές του σαν λαμπερό διαμάντι αστράφτει αυτό του Jean Cocteau … Το αρχείο του ΑΚΟΕ δεν έχει διασωθεί!

Αναρωτιέμαι γιατί αυτή η ταινία άργησε τόσο. «Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα» μου λέει ο Σήφης – Ιωσήφ, «μετά τις σπουδές μου στην Αμερική, δεν ήμουν σίγουρος τι ήθελα να κάνω. Εννοώ, οκ, το φιλμ ήταν ο μεγάλος μου έρωτας, αλλά δεν σταματούσε να με σοκάρει σε πόσο τεχνικό κομμάτι βασιζόταν. Είχα από παλιά μια αγάπη για τα κείμενα και όλη αυτή η διαδικασία με τα φώτα, τις ρυθμίσεις, την κάμερα, σαν να ήταν εκτός της λογικής μου. Ήθελα να αφοσιωθώ στον λόγο, τους ηθοποιούς, έτσι ανακάλυψα το θέατρο και έμεινα σε αυτό. Άσε που όταν γύρισα στην Ελλάδα το 1994, η κατάσταση με τα φιλμ ήταν πολύ δύσκολη. Στην Αμερική μπορούσες να αγοράσεις μικρά ρολς 16 χιλ. παντού, να τα εμφανίσεις και να κάνεις την ταινία σου. Εδώ υπήρχαν άλλοι κανονισμοί και δεν μπορούσες να τα αγοράσεις εύκολα. Το φιλμ ήθελε πολλά λεφτά για να γίνει, ήταν τρομερά δυσκίνητο».

Ο Ιωσήφ Βαρδάκης, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ © Γεράσιμος Δομένικος

Μπορεί η θεατρική σκηνή να τον κέρδισε, δεν παραδόθηκε όμως σε αυτή χωρίς δεύτερη σκέψη. Υπήρξαν και οι στιγμές της αντίστασης. «Κατέθεσα μια-δύο φορές σενάρια στο Κέντρο Κινηματογράφου αλλά δεν προχώρησαν. Δεν σου λέω ότι ήταν καλά, δεν ξέρω, στη σχολή ήμουν καλός, οπότε θεωρούσα πως είχα την άνεση να δομήσω ένα σενάριο, δεν ξέρω αν το έκανα σωστά, αν ακολουθούσα τους κανόνες που έπρεπε, δεν ξέρω. Μια από αυτές τις προτάσεις ήταν και η πρώτη φορά που φλέρταρα με την ιδέα να παρουσιάσω την ιστορία του ΑΚΟΕ μέσα από μια fictional υπόθεση γύρω από μια φιγούρα – όχι από τους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ –  που είχα ξεχωρίσει στο γραφείο του υπογείου εκείνη την περίοδο. Οι απορριπτικές επιστολές το 1997 έλεγαν πως δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι στην Ελλάδα και ότι δεν αφορά κανέναν μια τέτοια ιστορία! Ευτυχώς όμως τώρα τα χρόνια πέρασαν και έχουν αλλάξει αυτά».

«Επειδή όλα γίνονται για καλό, μέσα από αυτό γνώρισα τον Λουκά Θεοδωρακόπουλο. Είχε μάθει για αυτό που σκεφτόμουν να κάνω, με πήρε τηλέφωνο και έτσι ξεκίνησε μια φιλία. Με τίμησε με την παρουσία του. Παρότι ήταν στα ιδρυτικά μέλη του ΑΜΦΙ, είχε σταματήσει να έρχεται στα γραφεία του ΑΚΟΕ όταν εγώ ξεκίνησα να τα επισκέπτομαι το ‘85. Μπορεί να αργήσαμε να βρεθούμε αλλά τα καταφέραμε. Έμενε τότε σε ένα υπόγειο στην οδό Σκαλιστήρη και ήταν περήφανος για αυτό. Είχαμε κάνει μια συνέντευξη αλλά χάθηκε η κασέτα. Ευτυχώς στο πρώτο γύρισμα με τη Μαρία (Cyberdyke) συνάντησα τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη και μου αποκάλυψε πως είχε στα χέρια του μια συνέντευξη του Λουκά που είχε κάνει με τον Πάνο Κούτρα. Κι έτσι, τα αποσπάσματα αυτής της συνέντευξης είναι που βλέπουμε στην ταινία. Είμαι ευγνώμων για αυτό».

Τον ρωτώ τι θυμάται από εκείνη τη τριετία που τα βήματα του τον οδήγησαν στην Αθήνα και στις φημισμένες σκάλες του ΑΚΟΕ; «Όταν πήγα για πρώτη φορά, ήταν εκεί η Νταίζη, ο Κίμωνας, ο Γρηγόρης και τα άλλα παιδιά. Πήγαινα κάθε μέρα, είχα κλειδιά, απαντούσα στις τηλεφωνικές γραμμές. Ήταν θεραπευτικό. Θυμάμαι να σκέφτομαι πόσο ήμουν ευτυχισμένος για δύο πράγματα, ένα που είμαι καλλιτέχνης και δεύτερον που είμαι ομοφυλόφιλος. Αισθανόμουν πως έχω μια κοινότητα όπου μπορούσα να νιώθω πως ανήκω. Ήταν πολύ δυναμωτικό αυτό και πολύ όμορφο».

Οι φημισμένες σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο της Ζαλόγγου 6Α και ο χώρος του γραφείου του ΑΚΟΕ από τον σκητσογράγο Στηβ Στιβακτή.

Ήταν αυτή η εποχή που ο κόσμος βοηθούσε ο ένας τον άλλο, αυθόρμητα, από ανθρώπινο ενδιαφέρον; «Δεν ήμασταν οργανωμένοι στη τηλεφωνική γραμμή, καλούσαμε όμως κατά καιρούς ειδικούς για να μας βοηθούν. Στο τεφτέρι είχαμε τα τηλέφωνα δικηγόρων, αφροδισιολόγων, ψυχολόγων, παραπέμπαμε τον κόσμο σε όσους είχαν ανάγκη, η κατάσταση πολλές φορές ήταν τρομαχτική. Όλοι μας κάναμε ότι μπορούσαμε, εγώ φιλοξενούσα στο σπίτι μου πολύ συχνά παιδιά που έρχονταν στο γραφείο και δεν είχαν που να μείνουν και δεν ήμουν ο μόνος που το έκανα αυτό. Το να πάρεις κάποιον στο σπίτι σου δεν ήταν πάντα εφικτό, κάναμε όμως ότι μπορούσαμε εκ των ενόντων, δεν ήταν ακριβώς ακτιβισμός, ήταν απλά ότι πιο ανθρώπινο μπορούσαμε. Το λέγαμε και με τη Μαρία. Αυτό που λείπει τώρα είναι ένας τέτοιος χώρος, ένας χώρος ασφάλειας για τα gay άτομα. Νομίζω ότι δυστυχώς το ζητάει ακόμη η εποχή. Θυμήσου πόσα παιδιά έχουν αυτοκτονήσει, πρόσωπα που δέχτηκαν μπούλινγκ».

Πόσο ήξερε εκείνα τα χρόνια όμως την προέλευση των πραγμάτων; «Όπως σου είπα ήδη, ο Λουκάς είχε σταματήσει να έρχεται. Ήταν ο μεγαλύτερος από όλους, η διαφορά ηλικιακά με όλους μας ήταν μεγάλη. Δεν πρόλαβα ούτε τον Βελισαρόπουλο, πέθανε το ’85 – όταν είχα πρωτοπάει ίσως ζούσε και ήταν στο νοσοκομείο. Χοντρικά ήξερα τι είχε γίνει και ποιοι είχαν πρωταγωνιστήσει, απλά δεν είχα γνωρίσει κάποιον από κοντά. Ήξερα τα ονόματα του Λουκά και του Ανδρέα, ήξερα πως ήταν οι δύο ιδρυτικές φιγούρες, ήξερα τη Μπέττυ ως μια εμβληματική φιγούρα επίσης – ήταν αυτή που βγήκε και μίλησε, πρώτη όλων, στο Λουζιτάνια. Οι τρανς όχι απλώς βοήθησαν, αλλά πρωτοστάτησαν στους αγώνες. Όχι μόνο εδώ, δες την Marsha P. Johnson στο Stonewall. Η ιστορία τώρα αρχίζει σιγά σιγά να τις δικαιώνει. Για τις τρανς, ήταν θέμα ύπαρξης όχι απλά ελευθερίας. Όπως λέει και η Μπέττυ στην ταινία, δεν υπήρχε άλλη οδός».

Ο Ιωσήφ Βαρδάκης νομίζω πως κατάφερε αυτό που ήθελε από την πρώτη στιγμή. Να κάνει μια ταινία που αγαπάει τους ανθρώπους. Μια ταινία που αφήνει τα αρνητικά τους στην άκρη και που αντιμετωπίζει με φροντίδα και κατανόηση ακόμη κι αυτούς που πρώτοι φώναξαν και τώρα σιωπούν.

Οι απουσίες κάποιων ανθρώπων από την ταινία σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως. Όπως λέει και ο Γρηγόρης Βαλιανάτος σε κάποιο σημείο της ταινίας, το κίνημα φτιάχτηκε ισόποσα από όσους χάρισαν τη φωνή τους αλλά και όσους σιώπησαν: «Μίλησα με παλιά μέλη του ΑΚΟΕ. Κάποια είναι τώρα σε δημόσια θέση και επέλεξαν να μην εμφανιστούν. Πιστεύαν πως μπορεί να έχει επιπτώσεις στη δουλειά τους. Ένας άλλος μου είπε πως έχει βγει στη σύνταξη, πως ζει πια σε ένα μικρό χωριό και φοβάται πως θα αντιδράσει η κοινωνία εκεί. Το σέβομαι! Οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ζωή τους σκέφτονται ξανά ποιοι είναι, οι σιωπές, είναι καλύτερο να πούμε πως είναι αυτό που δείχνουν. Και αυτό που εξηγούν είναι πως τα πράγματα δεν έχουν φτάσει σε ένα σημείο που κάποιος μπορεί ακόμη και τώρα να είναι άνετος. Όταν είσαι μικρός σε ηλικία, μπορεί να έχεις πιο πολύ θάρρος και άγνοια κινδύνου από ότι νιώθεις αργότερα. Πολλοί επαναπροσδιορίζουν τα πράγματα στην πορεία τους. Όσο μεγαλώνουμε φοβόμαστε περισσότερο. Είναι μέρος της ζωής».

Αφηγητής: Ιώκο-Ιωάννης Κοτίδης
Συμμετέχει ο Γιώργος Παπαπαύλου
Πρωτότυπη μουσική: Κ. Βήτα
Σχεδιασμός ήχου/Μιξάζ: Δημήτρης Μυγιάκης
Ηχοληψία: Κώστας Κουτελιδάκης
Illustrator: Στηβ Στιβακτής
Animator-VFX: Αφροδίτη Μπιτζούνη
Μοντάζ: Κωστής Κοντογέωργος
Σύμβουλος μοντάζ: Γιώργος Ζαφείρης
Διευθυντής φωτογραφίας: Δημήτρης Κασιμάτης-GSC
Διευθυντής παραγωγής: Τάσος Κορωνάκης
Executive producer: Λευτέρης Χαρίτος
Παραγωγή: Μαρίνα Δανέζη, Τάσος Κορωνάκης – Laika Productions
Σενάριο-σκηνοθεσία: Ιωσήφ Βαρδάκης
Με την υποστήριξη του ΕΚΚ και της ΕΡΤ

To «ΑΚΟΕ/ΑΜΦΙ: Η Ιστορία μιας Επανάστασης (*Να κοιμάμαι στο στήθος του…)» θα προβληθεί στις 11 Μαρτίου 2023 (20.00) στην αίθουσα Σταύρος Τορνές και στις 12 Μαρτίου (12.30) στην αίθουσα Τζον Κασαβέτης.
Μπορείς να δεις την ταινία online στην πλατφόρμα του Φεστιβάλ από τις 11/03 στις 10:00 π.μ. και έως το τέλος του Φεστιβάλ.
Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος