Chelly Wilson. Μια γυναίκα τολμηρή, πρωτοπόρος, μοναδική, ατίθαση, εκκεντρική, δαιμόνια, απρόβλεπτη. Μια ζωή σαν μυθιστόρημα; Όχι! Μια ζωή πέρα ακόμη κι από μυθιστόρημα! Συγκλονιστική, συναρπαστική, ταραγμένη, περιπετειώδης, απίστευτη! Αν δεν την ξέραμε ως σήμερα τη Chelly, καιρός είναι να τη μάθουμε. Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της Βάλερυ Κοντάκου Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης / Queen Of The Deuce, που κάνει αυτές τις μέρες ευρωπαϊκή πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – μετά την παγκόσμια στο Φεστιβάλ DOC NYC της Νέας Υόρκης -, μας τη συστήνει με τον καλύτερο τρόπο. Στις 31 Μαρτίου, η ταινία βγαίνει στις αίθουσες. Μην τη χάσετε!
Πώς μια νεαρή Ελληνοεβραία μάνα από τη Θεσσαλονίκη, που γλύτωσε παρά τρίχα το Ολοκαύτωμα – χάνοντας όλη την οικογένειά της – κατόρθωσε να γίνει η βασίλισσα στο κύκλωμα των πορνοσινεμά των 42 δρόμων, στην Times Square της Νέας Υόρκης τις δεκαετίες του ’70 και του ’80; Πώς βοήθησε την Ελλάδα στέλνοντας πλοία με τρόφιμα στη διάρκεια της Κατοχής, πώς έσωσε τα παιδιά της, που είχαν μείνει πίσω, από τον ναζιστικό εφιάλτη, πώς χρηματοδότησε ταινίες, πώς έστησε το κραταιό της βασίλειο σε μία ανδροκρατούμενη κυριολεκτικά “πίστα”; Πώς μία κοπέλα από ένα αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον που την πάντρεψε θέλοντας και μη, φθάνει όχι μόνο να σπάσει τα δεσμά, αλλά να μεταναστεύσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με πέντε δολάρια στη τσέπη, κι από υπάλληλος σε καντίνα hot dog να φτιάξει μια τεράστια επιχείρηση, να ξαναπαντρευτεί, να ξανακάνει παιδί, να κάνει ερωτικές σχέσεις με γυναίκες και να γίνει γιαγιά ή… “μη-γιαγιά” όπως την χαρακτηρίζει ο εγγονός της;
Αυτή, και άλλα τόσα, ήταν η Chelly. H Chelly που βοηθούσε τους πάντες, η Chelly που είχε χύμα στο διαμέρισμα της σακούλες σούπερ μάρκετ με χιλιάδες δολάρια ανάμεσα σε καλλιτέχνες και φίλους που μπαινόβγαιναν, η Chelly που έδωσε τα ονόματα «Eros» και «Adonis» στα πορνό και gay σινεμά της και «Mykonos» στο εστιατόριο της, η Chelly που ζούσε πάντα σε ένα διαμέρισμα πάνω από τον κινηματογράφο της κι όχι σε ρετιρέ ουρανοξύστη, η Chelly που ήταν λεσβία, η Chelly που ήταν τζογαδόρισα, η Chelly που το τσιγάρο ήταν κυριολεκτικά η προέκταση του χεριού της.
Η Ελληνοαμερικανίδα σκηνοθέτρια Βάλερυ Κοντάκου, στην τέταρτη ταινία της, δίνει μοναδικά το πορτραίτο αυτής της απίθανης, πολυδιάστατης γυναίκας, με φόντο την πολύχρωμη ατμόσφαιρα των σέβεντις και των έιτις της Νέας Υόρκης, μιας εποχής που δονούνταν από ένα ελεύθερο πνεύμα το οποίο δεν θα γυρίσει ποτέ. Χάρη σε πολύτιμα ιστορικά και οικογενειακά αρχεία, κινούμενα σχέδια που αναπληρώνουν όσα δεν μπορεί να έχει σε footage, συνεντεύξεις των παιδιών της “βασίλισσας”, των φίλων και συνεργατών της, μουσικές που τονίζουν την ατμόσφαιρα, η δημιουργός φτιάχνει μία “ταινία με πλοκή” παρά ένα κλασικό ντοκιμαντέρ. Ο θεατής περιμένει έκπληκτος να δει τι θα συμβεί παρακάτω σε αυτήν τη θηλυκή θύελλα, συγκινείται, γελάει, δονείται με όσα παρακολουθεί, προσπαθώντας να πιστέψει ότι είναι, όντως, αληθινά γεγονότα. Η Chelly Wilson, δυναμική, θαρραλέα, χαρισματική, δεν σταμάτησε πουθενά. Το πόσο φεμινίστρια ή ηθική ήταν, μπορεί ίσως να απασχολήσει κάποιους. Όμως η Chelly κράτησε τις δικές της αξίες μέσα στον στρόβιλο που έζησε, για αυτό και αγαπήθηκε τόσο. Γιατί τι πιο σπουδαίο σε αυτόν τον κόσμο από το να κατανοείς, να προστατεύεις, να μην προδίδεις, να σώζεις, να στηρίζεις, να αγαπάς τους ανθρώπους;
Βάλερυ, πώς έμαθες για την Chelly Wilson και τι σου έδωσε την ιδέα και την αφορμή να κάνεις αυτήν την ταινία;
Η Chelly ήταν φίλη της μητέρας μου. Όταν ήμουν 15 χρονών αποφάσισα ότι ήθελα να δουλέψω και κατέληξα να κόβω εισιτήρια τις Κυριακές σε έναν κινηματογράφο της Chelly που έπαιζε ελληνικές ταινίες. Εννοείται ότι τις υπόλοιπες μέρες έπαιζε πορνό. Καμιά φορά έρχονταν πελάτες που δεν ήξεραν ότι η Κυριακή ήταν family day και έμπαιναν μέσα κι έβλεπαν Αλίκη Βουγιουκλάκη – φυσικά έφευγαν βρίζοντας!
Εβραιο-ελληνική αυστηρή οικογένεια και αμερικανικό όνειρο «με 5 δολάρια στην τσέπη». Όπως λέει η κόρη της, η Chelly πίστευε πολύ στο Αμερικανικό Όνειρο αλλά, τελικά, και στην οικογένεια – κάθε τύπου… Πώς νομίζεις τα συνδύασε μέσα της αυτά τα δύο;
Μία από τις “κρυφές” θεματικές της ταινίας, είναι οι αντιφάσεις που κατοικούν μέσα σε όλους μας. Από τη μία ο ψυχισμός της Chelly ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την οικογένεια που έχασε στο Ολοκαύτωμα και στα παιδιά που άφησε πίσω – κάτι που πάλεψε σε ολόκληρη τη ζωή της να ξεπεράσει. Δεν είναι τυχαίο που στην Αμερική ζούσε περιτριγυρισμένη από κόσμο. Έχτισε γύρω της μια πολύ ζωντανή κοινότητα, η οποία δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Από την άλλη βέβαια, βίωσε το Αμερικανικό Όνειρο μπαίνοντας σε ένα χώρο που πήγαινε κόντρα στις οικογενειακές αξίες. Όμως, κανείς δεν είναι μόνο ένα πράγμα – και η Chelly ήταν μια γυναίκα γεμάτη πάθη που την τραβούσαν προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Όπως βλέπουμε στην ταινία, προφανώς ήταν και η πρώτη γυναίκα επιχειρηματίας στο κύκλωμα πορνό σινεμά, έναν τελείως ανδροκρατούμενο χώρο, ο οποίος επίσης την αποδέχτηκε εύκολα και με σεβασμό. Μπορούμε, αναρωτιέμαι, να τη χαρακτηρίσουμε ως φεμινίστρια, καθώς το φεμινιστικό κίνημα (το οποίο μάλιστα στα 70s είχε αρχίσει πλέον να δυναμώνει πολύ), ήταν πάντοτε αντίθετο σε ότι είχε σχέση με πορνογραφία, πορνό ταινίες και γενικώς τη σεξεργασία, θεωρώντας ότι υποβιβάζει τη γυναίκα;
Κατά τη γνώμη μου, ήταν μια φεμινίστρια χωρίς συνειδητότητα. Ήταν μία από τις πρώτες Ελληνίδες που οδήγησε αυτοκίνητο και ήταν ήδη πετυχημένη επιχειρηματίας στην Ελλάδα πολύ πριν γίνει η Βασίλισσα του πορνό στη Νέα Υόρκη. Δεν υπήρξε ποτέ στιγμή που αναρωτήθηκε αν είχε τις ίδιες ικανότητες με έναν άντρα ή αν η κοινωνία θα της συγχωρούσε τα ρίσκα και τις αποφάσεις της. Η Chelly, μάλιστα, είχε ανησυχίες γύρω από ζητήματα φύλου, αν και νομίζω ότι η εποχή δεν της επέτρεψε να τις εξερευνήσει ιδιαίτερα. Ήθελε κιόλας να κάνει μια ταινία για μια γυναίκα που έγινε άντρας, η οποία όμως δεν προχώρησε ποτέ. Τώρα, όσον αφορά στο πορνό, για την Chelly ήταν μια επιχειρηματική δραστηριότητα, μια ευκαιρία που άδραξε, δεν ταυτιζόταν ιδιαίτερα με το περιεχόμενο. Ήταν όμως ανοιχτόμυαλη και συσπείρωσε γύρω της τη male queer κοινότητα χάρη στον θρυλικό κινηματογράφο «Άδωνις», αλλά και χάρη στο γεγονός ότι οι αίθουσες της φιλοξενούσαν queer revues, κάτι σαν καμπαρέ δηλαδή. Επιστρέφουμε λοιπόν σε αυτό που λέγαμε πριν – αντιφάσεις!
Εσύ ως φεμινίστρια, τι θέση παίρνεις απέναντι στην επιχειρηματία Chelly Wilson για την οποία μάλιστα αποφάσισες να κάνεις ταινία;
Νομίζω ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έκανα πιο νωρίς αυτή την ταινία ήταν γιατί έπρεπε να ξεκαθαρίσω μέσα μου τα θέματα που έβρισκα “προβληματικά” και πολύπλοκα στη ζωή και στην προσωπικότητα της Chelly. Δηλαδή, σε ποιο βαθμό εκμεταλλευόταν κόσμο και ειδικότερα γυναίκες. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι δεν ήταν θέμα εκμετάλλευσης γιατί όταν είσαι κι εσύ γυναίκα, υπάρχει αμοιβαία συνειδητότητα της κατάστασης και των συνθηκών.
Τι είναι αυτό που σε γοήτευσε και θαύμασες εσύ προσωπικά περισσότερο από όλα στην Chelly Wilson; Το πνεύμα ανεξαρτησίας της, την τόλμη, την επαναστατικότητά της, την αγάπη της στα παιδιά της και στην πατρίδα ή αυτό που λέει η κόρη της Bondi κάποια στιγμή «η μητέρα μου δεν θα απολογούνταν ποτέ για το ποια ήταν ή για το τι έκανε. Ποτέ…»;
Χαίρομαι που πραγματικά κατάλαβες την ταινία, γιατί όλα αυτά που αναφέρεις είναι ακριβώς αυτά που θαύμασα στην Chelly. Στα αμερικάνικα χρησιμοποιούμε πολύ τη λέξη chutzpah, που προέρχεται από τα Yiddish, τη λέει και η Bondi στην ταινία. Είναι κάτι μεταξύ θάρρους και θράσους, ακριβώς το πεδίο που κινούνταν η Chelly δηλαδή – και νομίζω ότι την χαρακτηρίζει τέλεια.
Τα παιδιά της φαίνεται ότι τώρα που μεγάλωσαν καταλαβαίνουν καλύτερα ποια ακριβώς ήταν η μητέρα τους, που είχε την ευφυΐα να μη τους εξηγήσει ποτέ τι ακριβώς έκανε στις επιχειρήσεις και στη ζωή της. Βέβαια, θα ήθελαν, λένε, να είχαν την ευκαιρία να την ρωτήσουν περισσότερα. Αντίθετα, ο David, ο εγγονός της, μάλλον είχε καταλάβει περισσότερα και δηλώνει υπέροχα «ήταν η πιο μη-γιαγιά που θα μπορούσες να έχεις». Τι νομίζεις συνέβαλε σε αυτό; Η ίδια η Chelly ίσως θέλησε να γίνει έτσι στο πέρασμα των εποχών που οι αντιλήψεις άλλαξαν;
Δεν νομίζω ότι έχουν αλλάξει πολλά από τότε μέχρι τώρα. Πιστεύω ότι σε πολλές οικογένειες υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν λέγονται ποτέ – που τα ξέρουμε αλλά δεν τα ξέρουμε. Που εννοούνται, αλλά αν έβγαιναν στη φόρα και ξαφνικά τα συζητούσαμε σε ένα οικογενειακό τραπέζι θα ήταν σοκαριστικό. Όπως επίσης υπάρχουν άνθρωποι που εκπέμπουν σε διαφορετικές συχνότητες και καταλαβαίνουν και συγχωρούν περισσότερα από άλλους. Ο David αγαπούσε το σινεμά και αυτός ήταν ο τρόπος του να ταυτίζεται με τη γιαγιά του. Γι’ αυτόν η Chelly ήταν ο κινηματογράφος. Πάντως, ο λόγος που νομίζω ότι η ίδια δεν συζητούσε ποτέ γι’ αυτά τα θέματα ήταν γιατί δεν ήθελε να χάσει κανένα μέλος της οικογένειάς της. Τους ήθελε όλους γύρω της. Και αυτούς που καταλάβαιναν αλλά και αυτούς που απλά εθελοτυφλούσαν. Και τον πρώην άντρα αλλά και τις φιλενάδες. Τους αγαπούσε όλους.
Ως Νεοϋορκέζα, έχεις προλάβει να ζήσεις την ξεχωριστή αυτή subculture ατμόσφαιρα της 42nd street ή άλλως λεγόμενης “The Deuce”, πριν την “καθαρίσει” ο Giuliani. Εκεί που από τα ’70s ακόμη υπήρχε αυτό το πνεύμα ελευθερίας, ελευθεριότητας και ισότητας «gay, λευκών και μαύρων», όπως αναφέρει κάποιος και στην ταινία. Θεωρείς ότι σήμερα λείπει από την πόλη γενικώς αυτό το πνεύμα που την καθόριζε;
Με λυπεί βαθύτατα το πώς έχει αλλάξει η Νέα Υόρκη. Καταρχάς δεν είναι πια μία πόλη όπου όλοι είναι ευπρόσδεκτοι και όλοι χωράνε. Βλέπουμε σε τι άκρα έχει φτάσει ο “Τζουλιανισμός” – παρεμπιπτόντως, μεγάλος ξεφτίλας o Rudy Giuliani! Γενικότερα μου φαίνεται ότι έχουμε πάει πίσω αντί να πάμε μπροστά. Δηλαδή από τη μια πλευρά έχουμε καταφέρει πολλά, όπως είπες, αλλά ταυτόχρονα αυτά που επιτεύχθηκαν έχουν και την αρνητική τους πλευρά. Μου φαίνεται αδιανόητο άνθρωποι σαν τον Trump να έχουν τόσους υποστηρικτές, να βλέπουμε τόσο έντονες αντι-σημιτικές τάσεις και γενικότερο ρατσισμό και να εκλέγονται ακροδεξιοί και φασίστες σε δημοκρατικές χώρες.
Εσένα προσωπικά τι σε έκανε να γυρίσεις και να μείνεις μόνιμα στην Ελλάδα και μάλιστα σε μία εποχή, το 2003, που το ελληνικό σινεμά δεν είχε ακόμη την σημερινή ανοδική πορεία;
Ο χώρος του ντοκιμαντέρ ήταν σε ακόμη χειρότερη μοίρα όταν ήρθα στην Ελλάδα. Ωστόσο δεν “γύρισα” στην Ελλάδα, γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Υόρκη. Έζησα 5 χρόνια στην Ελλάδα, από τα 10 ως τα 15 μου. Ο σύζυγός μου και εγώ αποφασίσαμε να πάρουμε τα παιδιά μας και να έρθουμε εδώ για 2 χρόνια, να γνωρίσουν γιαγιάδες και παππούδες πριν να είναι πολύ αργά, να αποκτήσουν μια αίσθηση της ελληνικής τους καταγωγής. Τελικά, όμως, για διάφορους προσωπικούς λόγους, μείναμε.
Είσαι ντοκιμαντερίστρια και μόνο ντοκιμαντερίστρια. Τι είναι αυτό που σε συναρπάζει στο ντοκιμαντέρ και επιμένεις μόνο σε αυτό;
Με ενδιαφέρουν ιστορίες αληθινών ανθρώπων ακριβώς γιατί πιστεύω ότι όλοι έχουν κάτι ιδιαίτερο να μας πουν. Όλοι μας έχουμε κάποια ιστορία που ζούμε ή έχουμε ζήσει που ενδιαφέρει και τους υπόλοιπους. Η τέχνη του ντοκιμαντερίστα συνίσταται στο να παρουσιάσει αυτές τις ιστορίες με τέτοιο τρόπο που θα αγγίξει τον θεατή. Είναι η ανάγκη να μοιραστείς με άλλους τη δικιά σου ματιά.
Το ελληνικό ντοκιμαντέρ τα τελευταία χρόνια έχει ιδιαίτερα ανοδική πορεία. Ελπίζεις ότι κάποια στιγμή θα έχει καλύτερη τύχη και στην αίθουσα;
Αυτή τη στιγμή ο κινηματογράφος περνάει μια περίοδο κρίσης όπως το 1960, όταν μπήκαν οι τηλεοράσεις στη ζωή μας. Τώρα έχουμε streaming platforms όπου μπορείς να δεις όποια ταινία θέλεις από τον καναπέ σου. Αλλά, όπως και τότε, θέλω να πιστεύω ότι και τώρα το κοινό θα επανέλθει, ότι η μαγεία της αίθουσας θα γίνει πάλι ανάγκη. Ότι ο κόσμος θα θελήσει ξανά να ζήσει εκείνο το ταξίδι με τα κλειστά φώτα, κάτι πολύ προσωπικό που όμως ταυτόχρονα έχεις την ευκαιρία να το μοιράζεσαι με τόσους άλλους. Είναι μια μυσταγωγία που δεν γίνεται solo.
Που και πώς νομίζεις ότι βαδίζει γενικώς ο ελληνικός κινηματογράφος σήμερα; Παρά το γεγονός ότι εδώ και μια δεκαετία και βάλε έχει ανοδική πορεία -ειδικά στο εξωτερικό- είναι ακόμη μια diy κατά βάση κατάσταση στην Ελλάδα…
Πράγματι φαίνεται να πηγαίνει καλά ο ελληνικός κινηματογράφος σήμερα, αλλά θα μπορούσε και καλύτερα! Ιδέες και ταλέντο υπάρχουν, πολλές φορές όμως είναι τόσος ο κόπος ώσπου να πραγματοποιηθούν που στο τέλος νιώθεις εξουθενωμένος. Τα χρήματα εμφανώς δεν φτάνουν. Εμένα μου πήρε 5 χρόνια και μια συμπαραγωγή με τον Καναδά για να καταφέρω να τελειώσω τη «Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» – και πάλι καλά να λέμε!
Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης (Queen of the Deuce)
Σκηνοθεσία: Βάλερυ Κοντάκου / Σενάριο: Βάλερυ Κοντάκου, Δέσποινα Παυλάκη / Συν-σεναριογράφος: Χρήστος Αστερίου / Παραγωγή: Ed Barreveld, Βάλερυ Κοντάκου, Δέσποινα Παυλάκη / Εκτέλεση Παραγωγής: Ed Barreveld, Βάλερυ Κοντάκου, Don Walters, Bondi Wilson Walters / Μοντάζ: Rob Ruzic / Διεύθυνση Φωτογραφίας: Martina Radwan, Patrick McGowan / Πρωτότυπη Μουσική: Ken Myhr / Animation: Abhilasha Dewan
Παραγωγή: Exile Films και Storyline Entertainment / Συμπαραγωγή: ΕΡΤ / Συνεργασία με: Channel 8, RTS Radio Télévision Suisse, documentary Channel / Με τη συμμετοχή των: Canada Media Fund, Rogers Documentary Fund, Ontario Creates / Με την υποστήριξη των: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου & Creative Europe Programme – MEDIA of the European Union, Jewish Story Partners, Canadian Film or Video Production Tax Credit, OMDC Film & Television Tax Credit.