Ιστορίες της καθημερινής ζωής. Ιστορίες της καθημερινής τρέλας. Εκεί που ζούμε. Από αυτές γοητεύεται ο Σωτήρης Γκορίτσας και αυτές καταγράφει στις ταινίες του. Οι ήρωές του, άνθρωποι της διπλανής πόρτας που ο αγώνας της επιβίωσης τούς φθάνει στα όρια τους και κάποιες φορές σκαρφίζονται κομπίνες μήπως και τα φέρουν βόλτα –ακόμη κι αν “μπλέξουν”. «Εκεί που ζούμε / Χίλιες φορές θα πέσουμε και χίλιες θα σωθούμε», όπως τραγουδάει και ο Νίκος Πορτοκάλογλου στο δυνατό άσμα που έγραψε για τη νέα ταινία του αδερφικού του φίλου σκηνοθέτη, δίνοντας μέσα σε λίγους στίχους το νόημά της.
Ο Σωτήρης Γκορίτσας είχε πάντα το χάρισμα να δημιουργεί δυνατά συναισθήματα στον θεατή. Έτσι, όταν άκουσα το έκπληκτο «Αααα!» κάποιων θεατών στην πρώτη ονειρική σκηνή της ταινίας, πριν ακολουθήσουν τα επόμενα 90 λεπτά με γέλια και συγκίνηση στην αίθουσα, δεν ξαφνιάστηκα. Στη νέα του ταινία «Εκεί που Ζούμε» που προβάλλεται αυτόν τον καιρό πανελλαδικά στους κινηματογράφους, η κοφτερή σαν μαχαίρι απεικόνιση της παρακμάζουσας μεσαίας τάξης, είναι ο καθρέφτης της δικής μας νεοελληνικής πραγματικότητας. Η παράνοια των ελληνικών δικαστηρίων, η αποσύνθεση της οικογένειας, το άγχος και η ταχύτητα της σκληρής καθημερινότητας, το αδιέξοδο της γενιάς των σαραντάρηδων σε μία κοινωνία σε κρίση, η απόγνωση της γενιάς των πατεράδων τους που έχασαν τα όνειρά τους, η φρούδα ελπίδα του μπας και βγάλουμε κάνα φράγκο έστω και παράνομα, καταγράφονται με αυτή την ιδιαίτερη, σαρκαστική και παράλληλα τρυφερή ματιά του δημιουργού. Ο Σωτήρης Γκορίτσας δεν θέλει να αφήσει τον θεατή να φύγει βαρύς και συννεφιασμένος από την αίθουσα, αλλά ελαφρύς και χαμογελαστός παρά το φορτίο που του βάζει στις πλάτες. Φορτίο με το οποίο ο τελευταίος είναι ήδη χρεωμένος, πριν κόψει το εισιτήριο για να μπει στο σινεμά.
«Εμένα η ζωή μου δεν έχει ούτε νέες αρχές ούτε καινούργια κεφάλαια. Τίποτα. Μέρες μόνο. Τη μία μετά την άλλη. Μια ευθεία», όπως λέει ο ήρωας Αντώνης (Προμηθέας Αλειφερόπουλος), νεαρός δικηγόρος, φορτωμένος τη μέρα των 39ων γενεθλίων του με αβέβαιο μέλλον, ατέρμονες δίκες, χαλασμένες σχέσεις, άδειες τσέπες, συνεχείς υποχρεώσεις, χωρισμένους γονείς, προσωπική μοναξιά. Και μια σχέση με τον πατέρα του – ένας εξαιρετικός Στέλιος Μάινας– που παραπαίει. Όμως το φως υπάρχει, οι φθαρμένες σχέσεις μπορούν να ξαναγεννηθούν, μια ζεστή κουβέντα μπορεί να ξαναφέρει το χαμόγελο στα χείλη, μια αγκαλιά μπορεί να διώξει τη μαυρίλα. Γιατί τελικά, είναι αυτή η ρημάδα η αγάπη που μπορεί να σηκώσει όλο το βάρος του κόσμου.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει και εδώ να “μιλήσει”, βασισμένος σε ένα βιβλίο, το ομότιτλο μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη. Κάτι που προτιμάει από την αρχή της πορείας του. Στην «Δέσποινα» είχε βασιστεί στην ομώνυμη νουβέλα του Διονύση Χαριτόπουλου, στο «Απ’ το χιόνι» στο διήγημα «Στο χιόνι» του Σωτήρη Δημητρίου, στο «Βαλκανιζατέρ» στο μυθιστόρημα «Ο Συνδυασμός Έδεσσα-Ζυρίχη» του Σάκη Τότλη, στο «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα» στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γιώργου Δενδρινού. Και αν στην προηγούμενη ταινία του κατέγραψε τα κακώς κείμενα του ΕΣΥ, εδώ δίνει τα κακώς κείμενα της ελληνικής δικαιοσύνης. Και βέβαια, δεν ξεχνάει την αγάπη του για τον δρόμο, που αν σε άλλες ταινίες τον έφθασε ως τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, εδώ τον βγάζει από τον Λυκαβηττό στους σκοτεινούς δρόμους και τα καφέ της Εθνικής, στο Χαλκούτσι, την Αλίαρτο, το Λαύριο, τον Ορχομενό…
«Εκεί που ζούμε»: τι ήταν εκείνο το “ιδιαίτερο” που ανακάλυψες στο μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη και σε ενέπνευσε να κάνεις ταινία; Ξεκινάς από εκεί και βαδίζεις και σε άλλους δρόμους;
Βρήκα στο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη τη ζωή ενός «κανονικού» σημερινού 35-40άρη, ενός δικηγόρου που ζει την καθημερινότητα όλων μας και έχει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε με το επάγγελμα, τις σχέσεις, τις φιλίες, την οικογένεια. Ή, όπως το λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, «τον αγώνα που απαιτεί κάθε ημέρα για να φτάσει στο τέλος της». Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ο χώρος των δικαστηρίων πάντοτε μού ασκούσε γοητεία. Και ο τρίτος ότι όλα αυτά τα χαρακτηρίζει και μια χιουμοριστική ματιά, όχι «καταγγελτική». Το σενάριο βασίζεται στο βιβλίο, δεν είναι όμως η πιστή μεταφορά του. Υπάρχουν και πολλά άλλα θέματα που απασχολούν εμένα και δεν υπήρχαν εκεί. Μου έδωσε το πλαίσιο και από εκεί και πέρα, σε συνεννόηση πάντα με τον συγγραφέα, κινήθηκα ελεύθερα.
Υπάρχει λόγος που επιμένεις να κάνεις ταινίες βασισμένες σε βιβλία; Διαβάζεις πολύ ελληνική λογοτεχνία;
Αναγνωρίζω στους συγγραφείς πολύ μεγαλύτερη ικανότητα στη μυθοπλασία από τη δική μου. Ξέρουμε άλλωστε χρόνια τώρα ότι ο αδύναμος κρίκος της κινηματογραφίας μας είναι το σενάριο. Καλύτερα δεν είναι ο όποιος αυτοσχεδιασμός μας να βασίζεται και σε κάτι λίγο πιο στέρεο; Δουλειά του σκηνοθέτη είναι να κατασκευάζει εικόνες, όχι να συγγράφει μυθοπλασία. Προτιμώ λοιπόν να μην πάθω και εγώ αυτό που έχουν πάθει πολλοί οι οποίοι έχουν αναγάγει την έννοια του “δημιουργού” σε πολυπράγμονα φωτεινό παντογνώστη.
Ελληνική λογοτεχνία διάβαζα μανιωδώς τα προηγούμενα χρόνια. Τα τελευταία όχι τόσο, καθώς ανακαλύπτω κλασικά κείμενα ξένων που δυστυχώς αγνοούσα. Για παράδειγμα, όλα τα βιβλία του Στέφαν Τσβάιχ ή του Γιόζεφ Ροτ. Από σύγχρονους με έχει εντυπωσιάσει ο τρόπος γραφής και οι ιστορίες της Χάνα Κεντ.
Πορτοκάλογλου-Μάινας-Σκιαδαρέσης: Mια… τριανδρία από την οποία δεν… ξεφεύγεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ακόμη κι αν δεν έχεις συνεργαστεί μαζί τους σε κάθε σου ταινία! Πέρα από το ταλέντο τους και το πόσο αγαπητοί είναι στο ελληνικό κοινό τι είναι αυτό που σε ενώνει τόσο μαζί τους;
Το ότι είναι πολύ καλοί στη δουλειά τους. Τόσο απλά. Τη σέβονται και σέβονται ακόμη και το παραμικρό που μπορεί να χρειαστώ. Δεν ψάχνω τίποτα περισσότερο παρά ανθρώπους που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς την προχειρότητα του άρπα κόλλα. Από τον σεβασμό μου σε αυτή τους τη στάση έχει προκύψει και η φιλία μας.
Αν και δεν υπάρχει κάτι έκδηλο, πέραν βεβαίως της συνεργασίας σου με τους Πορτοκάλογλου-Μάινα-Σκιαδαρέση, εντούτοις νιώθω να υποβόσκουν κάποια κοινά σημεία ανάμεσα στο «Εκεί Που Ζούμε» και το «Βαλκανιζατέρ»…
Ας πούμε ότι κάπου στο φόντο συναντούμε μετά από 25 χρόνια τους δυο εκείνους παλιούς φίλους του «Βαλκανιζατέρ». Με αρκετές αλλαγές φυσικά και άφθονη “κινηματογραφική αδεία”. Είναι περισσότερο ένα αυτοσαρκαστικό αστείο. Πέρα από αυτό δεν βλέπω ιδιαίτερη συνάφεια στις δυο ταινίες, εκτός του ότι σε ό,τι έχω κάνει, ακόμα και στα ντοκιμαντέρ, ασχολούμαι με πλευρές αυτού που δημοσιογραφικά ονομάζεται «νεοελληνική πραγματικότητα».
Στις ταινίες σου σε απασχολεί η ελληνική κοινωνία σε κάθε της μορφή. Σε γοητεύει αυτή η καθημερινότητα των “καθημερινών” μέσων ανθρώπων, εκείνων που μοχθούν, ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο και συχνά χάνουν…
Δεν νομίζω ότι η περιπέτεια βρίσκεται σε εξωτικά μέρη. Ή για να το πω αλλιώς, δεν υπάρχει πιο εξωτικό μέρος από τον ίδιο τον εαυτό μας ώσπου να τον ανακαλύψουμε. Δεν μου χρειάζεται λοιπόν να ταξιδέψω μακριά. Το ταξίδι μέσα σε όλους αυτούς τους “μέσους” ανθρώπους, όπως λες, είναι για εμένα πιο περιπετειώδες από ταξίδι στην άκρη της γης. «Εδώ είναι το ταξίδι» που λέει και το άσμα του φίλου μου.
Παράλληλα σχεδόν σε όλες τις ταινίες σου υπάρχουν στοιχεία road movie –έστω και δίπλα στην Αθήνα, όπως σε αυτήν. Είναι ένα είδος σινεμά που σε γοητεύει, αυτό το ταξίδι των σωμάτων αλλά και των ψυχών των ηρώων σου στον δρόμο, μέσα στο φως της μέρας ή το σκοτάδι της νύχτας, όπου στη διάρκειά του συχνά συμβαίνουν κωμικοτραγικές ανατροπές;
Ναι, έτσι είναι, με γοητεύει η έννοια της πορείας. Εσωτερικής και εξωτερικής. Σκέφτομαι συχνά τι «πίστευα» κάποτε, τι μεσολάβησε και έφτασα σήμερα σε νέα «πιστεύω» και αύριο δεν ξέρω πού αλλού. Σαν μια πορεία έβλεπα πάντα τη ζωή μου, γνωρίζοντας ότι στην άκρη της μας περιμένει το αναπόφευκτο τέλος. Ας είναι λοιπόν όσο πιο πλούσια η όποια διαδρομή κάνει ο καθένας μας. Και ας έχει ανατροπές, θριάμβους και καταστροφές ή για να αστειευτούμε και λίγο… «πανωλεθρίαμβους».
Στην ταινία δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη σχέση των γονιών με τα ενήλικα παιδιά τους –τόσο μέσα από τη σχέση μιας μητέρας με τον γιο της, αλλά, κυρίως, μέσα από τη σχέση ενός πατέρα με τον γιο του. Είναι αυτή ίσως και μια στιγμή προσωπικής “αποκάλυψης”;
Μου το γέννησε το ίδιο το βιβλίο του αρκετά νεότερού μου Κυθρεώτη στο οποίο κυριαρχούσε η ματιά του “γιου” στα πράγματα. Όντας πια και ο ίδιος πατέρας ένιωσα κάπως “ανυπεράσπιστος” στην επίθεση που δέχεται η γενιά μου. Και είπα να προσπαθήσω έστω να ισοφαρίσω. Κι ας είναι και στο 90’!
«Εκεί Που Ζούμε… χίλιες φορές θα πέσουμε και χίλιες θα σωθούμε». Οι στίχοι του Νίκου Πορτοκάλογλου δίνουν με δυο λόγια την ουσία της ταινίας σου. Το έχεις νιώσει και ο ίδιος στη ζωή σου αυτό;
Με τον Νίκο αυτό που γίνεται συνήθως είναι να συμπυκνώνει σε τρία λεπτά και πέντε ακόρντα της κιθάρας του αυτό που προσπάθησα να πω εγώ σε 90 λεπτά και μου πήρε τρία χρόνια από τη ζωή μου! Μιλάμε, έχω σκάσει από το κακό μου για το επάγγελμα που διάλεξα (γελάει). Αλλά είναι πια αργά να το αλλάξω.
Όσο για τις πτώσεις που λες και τις έχω νιώσει στη ζωή μου και τις ευγνωμονώ.
Στις ταινίες σου, όσο το χιούμορ άλλη τόση και η συγκίνηση. Πετυχαίνεις αυτήν την χρυσή ισορροπία, με κυριότερο στοιχείο της όμως ότι ρέει αυθόρμητα και αληθινά. Αν και φαίνεσαι πράος και ήρεμος χαρακτήρας, νιώθεις και στην προσωπική σου ζωή έτσι έντονα και δυνατά συναισθήματα να σε καθορίζουν;
Πράος και ήρεμος δεν το ακούω συχνά στην προσωπική μου ζωή και σε ευχαριστώ για αυτό καθώς μάλλον το αντίθετο ακούω συχνότερα από τους κοντινούς μου. Απλά στην δουλειά μου έχω έναν τρόπο να μην αφήνω την εσωτερική μου ταραχή ή θυμό να επηρεάσει τους άλλους. Προσπαθώ και συγκρατούμαι. Με κόστος πολλές φορές για την υγεία μου. Όσο για τη συγκίνηση και το χιούμορ είναι αξεδιάλυτα μέσα μου και δεν αντέχω το ένα χωρίς το άλλο. Δεν άντεξα ποτέ μου ούτε τις ακραιφνείς «κωμωδίες» ούτε τα «δράματα». Το πάντρεμά τους πάντα με γοήτευε καθώς αυτό είναι και το βασικό όπλο που με βοηθάει στη ζωή μου.
Πώς βλέπεις, ως σκηνοθέτης και ως άνθρωπος, την ελληνική κοινωνία του σήμερα, στον νέο αιώνα, στην εποχή του internet και του κινητού; Στην εποχή που μέσα σε 20-30 χρόνια άλλαξαν τα πάντα για πάντα; Νοσταλγείς ή όχι το παρελθόν ή μέρος από αυτό;
Δεν νοσταλγώ τίποτα! Εκτός από το ροκ εντ ρολ… δηλαδή τη νεότητά μου. Αντίθετα έχω μεγάλο ενδιαφέρον και περιέργεια για το πώς εξελισσόμαστε. Το ίδιο μου συμβαίνει και με το σινεμά. Τις ιστορίες που ζούμε θα θέλουμε να βλέπουμε πάντα. Αυτό που με απωθούσε πάντοτε στην τέχνη ήταν το να ενδιαφέρει τον δημιουργό τόσο πολύ ο “τρόπος” του πώς θα πει κάτι. Τόσο ώστε αυτό να θυσιάζει ακόμα και αυτό που θέλει να πει. Η «πόζα» που λέγαμε μικροί. Η οποία δυστυχώς αποθεώνεται πολλές φορές. Εξαιρούνται βέβαια οι μεγάλες δημιουργίες του σινεμά, όπως π.χ. παλιότερα του Φελίνι, που σε αυτές ο τρόπος ήταν και η ουσία αυτού που ήθελε να πει. Και στην μεν τέχνη μικρό το κακό της «πόζας» αλλά στην πολιτική τρομοκρατούμαι από το ότι όλο και συχνότερα γίνονται δημοφιλείς οι χειρότεροι κύριοι Τιποτίτηδες, κάτι θλιβεροί «λαϊκιστές» που πίσω από την «πόζα» τους υπάρχει το απόλυτο κενό.
Τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία δονείται από φρικτές αποκαλύψεις παιδεραστίας και εκμετάλλευσης ανηλίκων και εφήβων, κακοποίησης και δολοφονίας παιδιών, γυναικών, ομοφυλόφιλων. Γενικότερα μιας απίστευτης βίας που ασκούν συχνά “έντιμοι” και επιφανείς, διάσημοι ή μη, οικογενειάρχες ή μη που δεν σταματούν πουθενά. Ήταν πάντα έτσι θεωρείς τα πράγματα και απλώς τώρα επιτέλους αποκαλύπτονται; Ή η κοινωνία βαδίζει πλέον σε έναν πολύ επικίνδυνο δρόμο, που δίνει χώρο σε τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα;
Το «Κωσταλέξι» δεν θα το θυμόσαστε οι νεότεροι. Ούτε άλλα φρικιαστικά εγκλήματα, σεξουαλικά ή μη. Θεωρώ ότι συμβαίνουν πράγματα που δυστυχώς συνέβαιναν και παλιότερα. Δεν νομίζω ότι ζούμε μια ιδιαίτερη περίοδο. Και πολύ περισσότερο ότι ζούμε σε μια «κοινωνία τεράτων», όπως ακούγεται τελευταία. Απλά η κυριαρχία της ειδησεογραφίας με όλα τα σύγχρονα μέσα, φέρνει όλο και πιο συχνά στο φως ότι συμβαίνει. Το ανησυχητικό με αυτό δεν είναι ότι το πληροφορούμαστε, είναι ότι η συχνότητα και η δημοσιογραφική λατρεία αναπαραγωγής του είναι αυτή ακριβώς που «απονευρώνει» κιόλας το γεγονός. Με απλά λόγια, όλο και περισσότερο τα «συνηθίζουμε». Και περιμένουμε στον καναπέ να «καταναλώσουμε» το επόμενο αποτρόπαιο περιστατικό! Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος τώρα. Αυτό που σιχαίνομαι είναι ότι σιγά σιγά η βία, όπως αυτή του Πούτιν, στρογγυλοκάθεται όλο και πιο άνετα στο σαλόνι μας. Σε λίγο θα μας παραγγέλνει και κανέναν καφέ.
Γενικώς εν μέσω πολέμων (βλέπε Ουκρανία), πανδημίας, οικονομικών κρίσεων και οικολογικών καταστροφών, που βρίσκεται η ανθρωπότητα; Πώς οραματίζεσαι το μέλλον;
Όταν κάποτε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού είχαν ρωτήσει τον Κιθ Ρίτσαρντς των Rolling Stones ποια είναι η γνώμη του για κάποιον πόλεμο της εποχής εκείνης, είχε απαντήσει “I am just a guitar player, man!”. Κάτι τέτοιο θέλω και εγώ να σου απαντήσω. Όχι ότι δεν έχω γνώμη για αυτό που με ρωτάς αλλά δεν κατάλαβα ποτέ το νεοελληνικό σύνδρομο να έχει το όποιο πολιτικό βάρος η άποψη κάποιου που κάνει καλές ή κακές ταινίες, τραγουδάει ή όχι καλά, παίζει ωραία ή μη στο θέατρο, μαγειρεύει ή όχι θεσπέσιες λιχουδιές, παίρνει χρυσό ή αργυρό μετάλλιο σε κάποιους αγώνες. Ας τελειώσουμε κάποτε με αυτό το αστείο που μας οδήγησε να έχουμε ως και βουλευτές τέτοιους ανθρώπους οι οποίοι πρέπει να αποφανθούν πώς θα αυξήσουμε το ΑΕΠ ή αν θα κάνουμε ή όχι πόλεμο με την Τουρκία. Τρόμος!
Ποια η γνώμη σου για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο; Ποια είναι πιστεύεις η μεγαλύτερη αδυναμία της ελληνικής ταινίας σήμερα και ποια τα φωτεινά προσόντα της που της ανοίγουν πια διάπλατα τις πόρτες του εξωτερικού -των φεστιβάλ και σιγά σιγά και της διανομής;
Προσπαθούμε. Με τον ρυθμό όμως που προσπαθεί και η κοινωνία μας να αλλάξει όσα έχει κληρονομήσει και την ταλαιπωρούν. Η κύρια αδυναμία μας ήταν πάντα να συμβαδίσουμε με τις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες σε αυτό που εκεί θεωρείται αυτονόητο. Λόγω της ταραγμένης ιστορίας μας, δεν το έχουμε κατορθώσει ακόμα. Είναι για εμένα η κύρια επανάσταση που εκκρεμεί στη χώρα. Για παράδειγμα, στα κινηματογραφικά που με αφορούν, να συμφωνήσουμε όλοι ότι η βάση από όπου ξεκινά κάθε κινηματογραφική δημιουργία είναι το σενάριο. Τόσο απλό. Και τόσο δύσκολο στην «ομορφότερη χώρα του κόσμου».
Είσαι ιδρυτικό στέλεχος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (Ε.Α.Κ) και μέλος του πρώτου της Δ.Σ. Πώς βλέπεις τα πράγματα μια δεκαπενταετία σχεδόν μετά; Πόσο συνέβαλε η ΕΑΚ στην εξωστρέφεια και την προώθηση του ελληνικού κινηματογράφου;
Η δημιουργία της ΕΑΚ ήταν αναγκαία. Δεν θα μπορούσε όμως ποτέ να αλλάξει δραστικά έναν χώρο όπου το κυρίαρχο ήταν και παραμένει ο τρόπος που το ίδιο το κράτος αντιμετωπίζει τον ελληνικό κινηματογράφο. Ειδικά σήμερα που μετά την κρίση έχουν σχεδόν εξαφανιστεί οι ιδιώτες που μπορούν να τον ενισχύσουν. Έτσι το κράτος μας αρκείται στα φωτεινά πυροτεχνήματα που κάθε τόσο προκύπτουν σε κάποιο φεστιβάλ ή σε κάποια εμπορική επιτυχία. Δεν κατάλαβαν ποτέ ότι για να υπάρχουν κάθε τόσο 3-4 τέτοια λαμπερά παραδείγματα πρέπει από κάτω να υπάρχει ένας ζωντανός οργανισμός, ένας κινηματογράφος που παράγει πολύ περισσότερα. Μόνο τότε θα ξεπεταχτούν και οι λίγες λαμπερές δημιουργίες. Όπως συμβαίνει σε όλες τις κινηματογραφίες του κόσμου. Το αυτονόητο που λέγαμε πριν!
Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ) στις μέρες μας για την ελληνική κινηματογραφία; Θεωρείς ότι θα έπρεπε να ενισχυθεί από το κράτος στην οικονομική του πολιτική ώστε να είναι ακόμη πιο καθοριστικός ο ρόλος του στην υποστήριξη της ελληνικής ταινίας; Μήπως έχει αποδυναμωθεί ειδικά μετά την δημιουργία του ΕΚΟΜΕ;
Ο ρόλος του ΕΚΚ είναι σίγουρα θετικός και αναγκαίος. Αλλά δεν φτάνει. Πάντα ήταν «ο φτωχός συγγενής» για το Υπουργείο Πολιτισμού και το Υπουργείο Οικονομικών. Αυτά που δημιούργησαν ό,τι έχει να επιδείξει ο κινηματογράφος μας, ήταν ο ηρωισμός, η αυτοθυσία και η θαυμαστή επιμονή των Ελλήνων δημιουργών που αναπλήρωναν την σταθερή έλλειψη πόρων. Κρίμα και άδικο και απορώ πώς αντέξανε. Όμως, θα μου πεις, αυτή δεν είναι η κατάσταση και σε άλλους τομείς πολύ πιο σημαντικούς από τον κινηματογράφο; Έχεις δίκιο, τι να πω. Όσο για το ΕΚΟΜΕ, πολύ καλά κάνει και βοηθάει, όμως θα πρέπει να δει λίγο και το πού κατευθύνεται κυρίως αυτή η βοήθεια. Θα είναι δηλαδή πολύ περήφανο αν σε λίγα χρόνια δεν υπάρχει πια ελληνική παραγωγή παρά μόνο ξένες παραγωγές που γυρίζονται στην Ελλάδα με όλους μας να δουλεύουμε “γκαρσόνια” σε αυτές και με τη χώρα να έχει γίνει ένα ωραιότατο κινηματογραφικό «room to let»;
Το «Βαλκανιζατέρ» ήταν μία από τις ταινίες που έβαλε ξανά στη δεκαετία του ’90, το ελληνικό κοινό στις αίθουσες. Έκτοτε υπήρξαν και άλλες ταινίες εμπορικές ή μη που επίσης έκαναν εισιτήρια, ήταν όμως οι εξαιρέσεις. Στην ουσία, ακόμη μέχρι σήμερα, το κοινό διστάζει να μπει “κανονικά” στην αίθουσα και να υποστηρίξει την ελληνική ταινία, όσο καλή κι αν είναι, πλην ελαχίστων περιπτώσεων. Τι νομίζεις λοιπόν ότι είναι τα κυριότερα που πρέπει να γίνουν από όλους -δημιουργούς, διανομείς, αιθουσάρχες κλπ.- ώστε να ξαναγυρίσει ο κόσμος με χαρά και εμπιστοσύνη στην ελληνική ταινία;
Μου κάνεις το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου! Τι να πω; Εάν ήξερα την απάντηση θα είχα αναλάβει επικεφαλής κάποιου οργανισμού! Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω από την εμπειρία μου και μόνο είναι ότι οι παράγοντες του κινηματογράφου που ανέφερες -δημιουργοί, διανομείς, αιθουσάρχες- γνωρίζουν ο καθένας ένα μέρος της διαδικασίας, όχι το όλο. Και αρκούμαστε στο πως θα καλυτερεύσουμε ο καθένας το μαγαζάκι του. Όπως συνήθως συμβαίνει, δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ μας – ουσιαστικός εννοώ, όχι «ημερίδες» και χρηματοδοτούμενα δήθεν «συνέδρια». Όχι για να πει ο καθένας τον πόνο του αλλά το κάθε μέρος να μπει και λίγο στη θέση του άλλου. Ώσπου να καταλάβουμε ότι όλοι είμαστε στο ίδιο καράβι. Ως εκεί ξέρω και ως εκεί σου απαντώ.
Η στιγμή που μοίρασε η Μελίνα σε σένα και τον Περικλή Χούρσογλου τον Χρυσό Αλέξανδρο, αγκαλιάζοντας σας, έχει μείνει αλησμόνητη στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Πόσο επέδρασε τότε μέσα σου όλο αυτό, πόσο σε επηρέασε στην πορεία σου και ποια είναι τα συναισθήματά σου σήμερα, όταν το θυμάσαι, τόσα χρόνια μετά;
Το πρώτο συναίσθημα ήταν να ανοίξει η γη να με καταπιεί! Δεν ήμουν ποτέ άνετος ούτε με τη «νίκη» ούτε με τη δημόσια παρουσία. Μου πήρε κάποια χρόνια ψυχανάλυσης να καταλάβω τον λόγο, όσο δηλαδή κατάλαβα. Το δεύτερο συναίσθημα ήταν ότι «ναι, τελικά ίσως να κάνω για σκηνοθέτης», για το οποίο είχα τις αμφιβολίες μου. Το τρίτο και πιο καταπιεστικό ήταν «και τώρα τι κάνουμε, πρέπει να παίρνουμε συνέχεια βραβεία;». Το δε τέταρτο, ήταν να τα ξεχάσω όλα και να πάρω το αεροπλάνο να γυρίσω σπίτι να παίξω με τον τριών χρόνων τότε γιο μου.
Πριν κάποια χρόνια έκανες το προεκλογικό βίντεο για το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη. Θα σε ενδιέφερε να ανακατευτείς με την πολιτική ίσως;
Το είδα τότε σαν μια ελάχιστη συνεισφορά μου απέναντι στη λαίλαπα που έβλεπα να πλησιάζει ακάθεκτη. Δεν το μετάνιωσα παρά το ότι τα πράγματα εξελίχτηκαν αλλιώς. Για την πολιτική δεν κάνω, με εμποδίζει το θυμικό μου. Ο θυμός με κάνει να χάνω εύκολα το δίκιο μου. Το κατάλαβα νωρίς, φοιτητής ακόμα στη μεταπολίτευση και συνδικαλιστής, όπου γνώρισα από κοντά τα προσόντα που πρέπει να έχεις για την πολιτική καριέρα. Ευτυχώς δεν τα είχα, ούτε από χαρακτήρα ούτε από ανατροφή.
Είσαι πάντα βαμμένος Παναθηναϊκός;
Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν, το ξέρεις (γελάει). Ειδικά για μια ομάδα που μπορεί να μας κερνάει κάθε τόσο πίκρες –προσωρινά, το τονίζω– όμως οι στιγμές που μου έχει χαρίσει έχουν σημαδέψει τη ζωή μου και θα της χρωστάω για πάντα ευγνωμοσύνη. ΟΛΕ!
Δεν σκέπτεσαι να κάνεις καμιά ταινία για την ομάδα σου;
Μας προτιμώ «πρωταθλητή σε όλα τα σπορ παντοτινέ»!
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σενάριο – σκηνοθεσία: Σωτήρης Γκορίτσας / Παραγωγή: Ηρακλής Μαυροειδής / Διεύθυνση φωτογραφίας: Διονύσης Ευθυμιόπουλος / Μοντάζ: Δημήτρης Πεπονής / Ήχος: Κώστας Κουτελιδάκης / Σκηνικά: Πηνελόπη Βαλτή / Κοστούμια: Έλενα Γιαννίτσα / Casting: Σταύρος Ράπτης / Μακιγιάζ: Αλεξάνδρα Μυτά / Σχεδιασμός ήχου: Λέανδρος Ντούνης / Διεύθυνση παραγωγής: Τέτα Αποστολάκη / Executive producer: Νίκος Σμπιλίρης / Β’ σκηνοθέτης: Φαίδρα Τσολίνα / Παραγωγή: BlackTree με την χρηματοδότηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου / Συμπαραγωγοί: ΕΡΤ, Boo Productions, The Newtons Laboratory, SoGo Films / Με την υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ και την χορηγία της ΕΖΑ / Διανομή: Feelgood / 2022
Μουσική: Νίκος Πορτοκάλογλου
Παίζουν: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Στέλιος Μάινας, Μάκης Παπαδημητρίου, Χριστίνα Τσάφου, Μαρία Καλλιμάνη, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Ναταλία Τσαλίκη, Αργύρης Μπακιρτζής, Γιούλικα Σκαφιδά, Τάκης Σακελλαρίου, Μαίρη Μηνά, Λένα Παπαληγούρα, Ωρόρα Μαριόν και Λένα Κιτσοπούλου.