ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Bani Khoshnoudi : «Τα πράγματα δεν μπορούν να παραμένουν για πάντα όπως είναι. Η σιωπή κάποια στιγμή γίνεται κραυγή»

Γεννημένη στην Τεχεράνη, μεγαλωμένη στο Τέξας – ένα κορίτσι της εξορίας που άνοιξε τα μάτια του στον κόσμο ανάμεσα σε δύο πατρίδες και τρεις ηπείρους. Σπούδασε αρχιτεκτονική, φωτογραφία και κινηματογράφο στο University of Texas at Austin, κι έπειτα άνοιξε ακόμη περισσότερο τον ορίζοντά της στο θρυλικό Independent Study Program του Whitney στη Νέα Υόρκη. Από τότε, η δουλειά της κινείται με την άνεση ανθρώπου που ξέρει να διασχίζει σύνορα: ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία, φωτογραφία και εικαστικές εγκαταστάσεις – διαφορετικά μέσα, αλλά πάντα με την ίδια καρδιά.

Τα θέματα που την απασχολούν είναι αυτά που συνήθως σιωπούν: εξορία, μνήμη, απώλεια, πολιτική ιστορία. Η πιο γνωστή της ταινία πριν από το “The Vanishing Point” που θα εμφανιστεί την Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου , το The Silent Majority Speaks, μια οδύσσεια 100 χρόνων ιρανικής αντίστασης, απαγορεύτηκε στο Ιράν και στον Λίβανο. Όταν η τέχνη σου απαγορεύεται, σημαίνει σχεδόν πάντα ότι έχεις αγγίξει ένα νεύρο που κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι πονάει.

Σήμερα μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στη Mexico City και το Montreuil της Γαλλίας – δύο πόλεις που μοιάζουν με καταφύγια για ανθρώπους που ξέρουν από μετεγκαταστάσεις και αναζητήσεις. Το 2022 τιμήθηκε με το Herb Alpert Award in the Arts, επιβεβαιώνοντας αυτό που πολλοί γνώριζαν ήδη: ότι η Khoshnoudi δεν είναι απλώς μια κινηματογραφίστρια, αλλά μια βαθιά παρατηρήτρια της ανθρώπινης ιστορίας.

Όλα αυτά δεν δείχνουν μόνο ποια είναι, αλλά και γιατί έχει σημασία: μια «διεθνής» καλλιτέχνιδα που αντιστέκεται, που δημιουργεί πέρα από σύνορα, που μετατρέπει την προσωπική της διάσπαση σε κοινό παγκόσμιο αφήγημα. Μια φωνή που δεν ζητά χώρο αλλά τον κατακτά. 

Και με αφορμή λοιπόν την αποψινή προβολή του The Vanishing Point, της ζητήσαμε να μιλήσει για την ταινία, τη μνήμη και τα ίχνη που την απασχολούν.

Ποια ήταν η αρχική σπίθα που σας οδήγησε να επιστρέψετε σε αυτή τη σιωπηλή, οικογενειακή ιστορία και να τη μετατρέψετε σε ταινία;

Κουβαλούσα καιρό την ανάγκη να μιλήσω για την εξαφανισμένη ξαδέλφη μας, ως μια αντανάκλαση όλων εκείνων που εξαφανίστηκαν στο Ιράν (και αλλού), οι οποίοι δεν έχουν τάφο και πάνω στους οποίους έχει γίνει ελάχιστη δουλειά μνήμης. Έχουν περάσει 11 χρόνια που δεν ταξιδεύω πίσω στο Ιράν και έτσι αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να σπάσω και τη δική μου σιωπή, να μην υποκύψω πια σε αυτολογοκρισία, αφού το θέμα εξακολουθεί να είναι ταμπού και επικίνδυνο στο Ιράν.

Πόσο δύσκολο ήταν να σπάσετε μια σιωπή δεκαετιών; Και πώς επηρέασε η προσωπική σας σχέση με την εξαφανισμένη ξαδέλφη σας τη μορφή και την αφήγηση της ταινίας;

Δεν ήταν δύσκολο από τη στιγμή που πήρα την απόφαση να κάνω την ταινία. Δεν αμφισβήτησα ποτέ αυτή την απόφαση. Το προσωπικό για μένα είναι μέρος μιας συλλογικής ιστορίας και δεν μου «ανήκει» αποκλειστικά, οπότε ένιωσα μια ευθύνη να μεταφέρω ορισμένες λεπτομέρειες που υπάρχουν στη μνήμη μου. Αλλά δεν αποκαλύπτω βαθιά μυστικά… στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία ποια είμαι όταν μιλώ. Η φωνή μου είναι μια φωνή συλλογικού τραύματος και εκτόπισης.

Το The Vanishing Point συνδυάζει ποίηση, αρχειακό υλικό, προσωπικό βίντεο, εικόνες βίας και αντικείμενα. Πώς γεννήθηκε αυτή η υβριδική μορφή;

Η μοντέζ μου, Κλερ Άθερτον, κι εγώ δουλέψαμε με το προσωπικό μου αρχείο εικόνων που ξεκινά από τη δεκαετία του ’70, αλλά και με τα 15 χρόνια υλικού που κινηματογραφούσα στο Ιράν, καθώς και σύγχρονες εικόνες από το διαδίκτυο. Παρακολουθήσαμε πρώτα τα πάντα, κρατήσαμε σημειώσεις και μετά δουλέψαμε σε μια γραμμική timeline, τοποθετώντας μία εικόνα μετά την άλλη, χωρίς να μιλάμε για δομή ή αφήγηση. Είναι μια αντι-αφήγηση, ένα αντι-δομικό έργο. Δουλεύει έξω από τη χρονολογία, αλλά απολύτως γραμμικά μέσα στη διαδικασία μας. Μετακινήσαμε κάποιες ενότητες, αλλά τα περισσότερα έμειναν με τη σειρά που τα βλέπετε. Είναι μια ταινία για διαφορετικές χρονικότητες, επίπεδα ύπαρξης και μνήμης – εντελώς ρευστή μέσα στο δικό της χάος.

Πόσο δύσκολο ήταν τελικά να βρείτε αρχειακό υλικό; Υπήρξαν κάποιες ανακαλύψεις που σας συγκλόνισαν;

Έχω 12.000 βίντεο από τις διαδηλώσεις του 2022–2023. Οι άνθρωποι κατέγραφαν και ανέβαζαν στο Instagram ό,τι μπορούσαν, ως αντίβαρο στη λήθη των 1.500 νεκρών του 2019, που αποκρύφτηκαν λόγω διακοπής του διαδικτύου. Είναι σημαντικό για μένα να αρχειοθετώ ό,τι έρχεται. Το ξεκίνησα το 2009 με τις διαδηλώσεις του Πράσινου Κινήματος και την ταινία The Silent Majority Speak. Νιώθω πως είναι ευθύνη μου, όσο ο κόσμος μάς ζητά να είμαστε μάρτυρες.

Ποια ήταν η πιο δύσκολη συνθήκη των γυρισμάτων: οι αφηγήσεις, οι τόποι ή ο χρόνος που είχε ήδη «σβήσει» τόσα;

Τα γυρίσματα έγιναν χωρίς να σκέφτομαι μια συγκεκριμένη ταινία που ήθελα να φτιάξω, άρα δεν ήταν δύσκολα. Ούτε η διαδικασία του μοντάζ ήταν δύσκολη· απλώς πήρε τον δικό της χρόνο και ρυθμό. Ακούγαμε η μία την άλλη και ακούγαμε την ίδια την ταινία. Την αφήσαμε να «ψηθεί» με τον χρόνο. Με την Κλερ Άθερτον στο μοντάζ δουλέψαμε από την πρώτη μέρα: βλέποντας, σχολιάζοντας, ανακαλύπτοντας το υλικό μου. Έπειτα δουλέψαμε πολύ στενά μαζί, σε διάλογο, λεπτό προς λεπτό. Η μέθοδός της μας επέτρεψε να προχωρήσουμε μέσα στο χάος.

Η ταινία ανοίγει με το ποίημα «Νυχτερινό» του Άχμαντ Σάμλου. Γιατί νιώσατε πως έπρεπε να είναι αυτή η «πύλη εισόδου» στον κόσμο της ταινίας;

Ο Σάμλου δεν είναι μόνο μια μεγάλη λογοτεχνική μορφή, αλλά και πολιτική. Λογοκρίθηκε και φυλακίστηκε τόσο υπό την αυταρχική μοναρχία του Σάχη όσο και υπό το φασιστικό καθεστώς της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει και συχνά υπογράμμιζε το σκοτάδι και τη σιωπή που φωλιάζουν βαθιά μέσα στην κοινωνία και τον πολιτισμό μας. Για μένα ήταν αυτονόητο ότι θα χρησιμοποιούσα ποίημά του, και ανάμεσα σε αυτά που είχα επιλέξει, αυτό συγκεκριμένα εξέφραζε πολλά που κουβαλούσα μέσα μου.

Είναι η παρουσία του σε αυτό το σημείο,  μια πολιτική πράξη μνήμης;

Απολύτως, όπως όλες οι πράξεις μνήμης μέσα σε ένα φασιστικό πλαίσιο είναι πολιτικές.

Ο Σάμλου γράφει συχνά για το σκοτάδι, τον φόβο, όπως και για μια επίμονη, σχεδόν πεισματάρικη ελπίδα. Σε ποιο βαθμό νιώθετε ότι οι θεματικές του τελικά συνομιλούν με τη δική σας κινηματογραφική γλώσσα;

Με έχει συνοδεύσει σε όλη μου τη διαδρομή – στην επιστροφή στο Ιράν, στη δημιουργία κοινότητας εκεί, στις διαμαρτυρίες, στη δουλειά, στη λογοκρισία – και τελικά στην τοποθέτηση της φωνής μου έξω από το Ιράν, κοιτώντας προς τα πίσω. Υπάρχει αυτό το σκοτάδι που συνυπάρχει ή κατοικεί στις ίδιες γωνιές του νου με την ελπίδα, μια γλώσσα κοφτερή, συντριπτική κάποιες στιγμές, ακόμη κι όταν μοιάζει ήσυχη.

Πως προέκυψε ο τίτλος της ταινίας; Το σημείο εξαφάνισης / The Vanishing Point; Σημαίνει για σας κάτι ιδιαίτερο;

Πάντα έπαιζα στο μυαλό μου με την ιδέα ενός «εξαφανισμένου παρελθόντος». Και νομίζω ότι, κοιτώντας κάποιες εικόνες μου, στάθηκα σε μία του 2007 – όταν γύρισα το A People in the Shadows – όπου υπάρχει ένα μακρύ ακίνητο πλάνο ενός δρόμου, με τόσα πράγματα να συμβαίνουν εκεί, όλα να συγκλίνουν σε ένα σημείο φυγής στο βάθος. Τότε απλώς μου ήρθε… ακόμη κι αν αυτό το πλάνο τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε στην ταινία.

Τα αντικείμενα στην ταινία – έπιπλα, κατάλοιπα, οικιακά είδη – μοιάζουν σχεδόν σαν μάρτυρες. Τι ρόλο παίζουν αυτά τα «σιωπηλά» στοιχεία;

Ακριβώς αυτό: μάρτυρες, παράλογα άψυχοι και, δυστυχώς, επιζώντες. Οι άνθρωποι ζούμε, αποκτούμε πράγματα, τα χρησιμοποιούμε, τα εγκαταλείπουμε ή τα αφήνουμε πίσω. Μεταφέρουν ίχνη και ενέργειά μας – όχι με κάποιον εσωτερικό τρόπο, αλλά με τη δική μας σφραγίδα. Και νιώθω πως μιλούν, όσο σιωπηλά κι αν είναι.

Θα μπορούσε να επισημάνει κάποιος πως σχεδόν ως «κρυφοί πρωταγωνιστές». λειτουργούν  και η μνήμη και το τραύμα Τι σημαίνει για εσάς η μνήμη σήμερα;

Κάτι που αναδύεται, έρχεται στην επιφάνεια… ίσως λόγω ωρίμανσης και της προοδευτικής παρακμής ενός συστήματος που έχει προκαλέσει μόνο βλάβη, βία και αγριότητα. Με κάθε χειρονομία και κίνηση αντίστασης, με κάθε ξέσπασμα διαμαρτυρίας, τα τραύματα και η μνήμη μας ενεργοποιούνται ξανά – όλα ζωντανεύουν.

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις για μια γυναίκα σκηνοθέτιδα ιρανικής ταυτότητας, είτε ζει στο Ιράν είτε μακριά από αυτό ;

Το να είσαι γυναίκα σε έναν πατριαρχικό κόσμο είναι από μόνο του πρόκληση, από όπου κι αν προέρχεσαι. Περιμένουν από εμάς να είμαστε «γυναίκες σκηνοθέτιδες» και όχι απλώς σκηνοθέτιδες. Η Φορούχ Φαροχζάντ είχε πει σε μια συνέντευξη, λίγα χρόνια πριν τον ξαφνικό θάνατό της, ότι αυτό που έχει σημασία είναι πως παράγεται έργο – όχι αν το κάνει άνδρας ή γυναίκα. Όταν ένα ποίημα ωριμάζει, συνδέεται με τον κόσμο και φεύγει από τα χέρια του δημιουργού του. Το νιώθω κι εγώ έτσι. Το να ζεις στο Ιράν είναι δύσκολο. Το να ζεις σε νεοφιλελεύθερες δυτικές χώρες είναι επίσης δύσκολο. Και η «διασπορά» είναι μια φρικτή επινόηση με την οποία δεν ταυτίζομαι καν. Άνδρας ή γυναίκα, βρίσκω ότι ο κόσμος είναι ένα απαιτητικό μέρος. Και προτιμώ τις εμπειρίες που είχα ως γυναίκα – με έκαναν μαχητική, γρήγορη στο να αναγνωρίζω δομές κυριαρχίας και ελέγχου, πράγματα που ίσως ένας άνδρας θα χρειαζόταν μετατόπιση για να δει. Αυτά εμπλουτίζουν τη ζωή μου και τα αγκαλιάζω, όχι ως πρόκληση, αλλά ως στοιχεία που κάνουν το βλέμμα μου πιο ιδιαίτερο, λιγότερο συμβατικό.

Με τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ και την πιθανότητα αυστηρότερων πολιτικών για ανθρώπους από χώρες όπως το Ιράν, αισθάνεστε φόβο ή ανησυχία; Πως επηρεάζεται η καλλιτεχνική σας φωνή και ίσως η αίσθηση του ανήκειν;

Δεν με νοιάζει το «ανήκειν». Οι μετανάστες κακομεταχειρίζονται παντού και υφίστανται εκμετάλλευση, και οι ιδέες περί «ένταξης» είναι απλώς φιλελεύθεροι τρόποι να περιγράψεις την υποταγή και τη συμμόρφωση. Οι ΗΠΑ υπήρξαν πάντοτε επιτιθέμενη δύναμη και ανυπομονώ να δω αυτό να ανατρέπεται κάποτε. Αλλά δεν νιώθω φόβο. Πάντα στεκόμουν σε μια θέση ασυμβατότητας και αντίστασης. Δεν υπάρχει χώρος για φόβο. Συνεχίζω.

Ως καλλιτέχνιδα πού νιώθετε να βρίσκεται η «βάση» σας; Στον τόπο; Στη γλώσσα; Στη μνήμη ή κάπου αλλού;

Μετακινείται διαρκώς. Έχει να κάνει πολύ με τον ήχο, με υφές και ρυθμό. Κινούμαι ανάμεσα σε διαφορετικές χρονικότητες και χώρους ταυτόχρονα· τέσσερις γλώσσες κατοικούν στον χώρο μου κάθε στιγμή. Ανάλογα με το πού εστιάζω, ο νους, οι σκέψεις και άρα τα συναισθήματά μου ρέουν και αλλάζουν. Ζω σε ένα είδος «αντι-χώρου», μια μεταεθνική αντίσταση στη βία που τα κράτη και ο εθνικισμός έχουν ασκήσει πάνω μας. Πονάω το ίδιο για τα εξαφανισμένα και ακρωτηριασμένα παιδιά της Γάζας, όσο και για τον ιρανικό αγώνα που καταστέλλεται, όσο και για τους εξαφανισμένους στο Μεξικό…

Πώς αισθάνεστε όταν βλέπετε μια τόσο προσωπική ιστορία να αγγίζει ανθρώπους από άλλες χώρες και κουλτούρες;

Είναι εξαιρετικά σημαντικό για μένα όταν άνθρωποι από τόσες διαφορετικές χώρες – Αργεντινή, Ισπανία, Χιλή, Κίνα, Συρία… – με πλησιάζουν μετά την ταινία. Κουβαλάμε παρελθόντα που μοιάζουν· και μερικές φορές αυτά τα παρελθόντα είναι ακόμη το παρόν μας.

Μετά την πρεμιέρα στο Visions du Réel και τις διεθνείς προβολές της ταινίας, ποια αντίδραση του κοινού σας έχει μείνει περισσότερο;

Ο κόσμος συγκινείται βαθιά και ταράζεται. Υπάρχει, όμως, και πολλή ταύτιση… υπάρχουν περισσότερα τραύματα διάσπαρτα στον κόσμο απ’ ό,τι νομίζουμε.

Αν μπορούσατε να διατηρήσετε μόνο μία αλήθεια από αυτή την ταινία και να τη μεταδώσετε στο κοινό, ποια θα ήταν;

Τα πράγματα δεν μπορούν να παραμένουν για πάντα όπως είναι. Η σιωπή κάποια στιγμή γίνεται κραυγή.

Πιστεύετε  ότι τελικά ο κινηματογράφος μπορεί να λειτουργήσει ως μορφή δικαιοσύνης όταν το κράτος αρνείται να αναγνωρίσει ιστορικά γεγονότα;

Δεν πιστεύω πραγματικά ότι υπάρχει κάτι τέτοιο όπως «δικαιοσύνη».

Η ταινία The Vanishing Point, της Bani Khoshnoudi,  προβάλλεται σήμερα 11.12.25 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, στις 21.15, στα  πλαίσια του Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου 

Δημήτρης Πάντσος