Παραδόξως (ή καθόλου παραδόξως) ο δημιουργός του λεσβιακού δράματος, Dolls of Dresden, που βάζει μια ακόμη πινελιά στον queer καμβά του Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, δεν είναι μια τυχαία περίπτωση. Και δεν έρχεται έτσι απλά με αυτή την πέμπτη του ταινία μυθοπλασίας, έχοντας στη φαρέτρα του διάφορα βέλη έτοιμα προς εκτόξευση. Αν η ζωή είναι τα ταξίδια μας, με ή χωρίς εισαγωγικά, και αυτά είναι τελικά που κουβαλάμε σε κάθε μας «εργασιακό άνοιγμα», ο Αλέξης Τσάφας -εδώ με την πολύτιμη βοήθεια της Αλεξίας Μπεζίκη σε σενάριο και πρωταγωνιστικό ρόλο- μοιάζει να έχει την ανάγκη να διηγηθεί πολλά από αυτά.
Διαβάζω το στόρι της ταινίας έτσι όπως κυκλοφορεί στο site του φεστιβάλ: «Η Άννα είναι μια νέα δημοσιογράφος με προοδευτικές αντιλήψεις. Η Λοφίλια είναι μια ζωγράφος που με τον αιρετικό τρόπο ζωής της και με την τέχνη της εντυπωσιάζει και προκαλεί. Η τυχαία συνάντηση των δύο γυναικών θα εξελιχθεί σύντομα σε μια έντονη και βαθιά σχέση, με απρόσμενες αποκαλύψεις. Με τους: Χριστίνα Σωτηρίου, Αλεξία Μπεζίκη, Γιώργο Γλάστρα, Σωτήρη Ψαλτίδη, Helga Werner, Peter Meinhardt, Carlotta Bähre, Αrndt Schwering-Sohnrey, Aκύλλα Καραζήση». Πρόσθεσε τώρα έναν θάνατο – κανένα spoiler, το αντιμετωπίζεις από τις πρώτες σκηνές – ένα ταξίδι στη Δρέσδη και στο μεγαλύτερο εργοστάσιο πορσελάνινων γυμνών κουκλών, μια προσπάθεια για άδεια αποτέφρωσης και μια υιοθεσία που μένει μετέωρη, και έχεις πιο αναπτυγμένο τον κεντρικό άξονα της ιστορίας.
Οι προβληματισμοί της ταινίας – υιοθεσία, μονογονεϊκή οικογένεια, διαφορετικότητα, αγάπη πέρα από συμβάσεις, μοναξιά και απόρριψη μπροστά στην απώλεια – δείχνουν να ακολουθούν πιστά το μονοπάτι που διασχίζει ο Τσάφας όλα αυτά τα χρόνια. Από το κουβανέζικο documentary Χορεύοντας με τον Raidel του 2002 έως το ωμά ρεαλιστικό Zenaida του 2015, γύρω από το women’s trafficking, οι θεματικές του δεν μοιάζουν να ξεφεύγουν εκτός συγκεκριμένης γραμμής. «Κοινωνικά θέματα, δικαιώματα, αυτοδιάθεση. My type of thing. Με ενδιαφέρει να μάθει ο κόσμος πως υπάρχει αυτή η ταινία, μπορεί να του αρέσει ή όχι, να συμφωνεί ή όχι, το σημαντικό είναι να ξέρει πως υπάρχει» μου λέει και αφήνει κάποια μικρά χαμόγελα ικανοποίησης και περηφάνιας να ξεφεύγουν ανάμεσα στις λέξεις του.
Συναντηθήκαμε στον Σταθμό Λαρίσης. Κανείς δεν έφευγε. Κανείς δεν ερχόταν. Η Νατάσα είχε μια ωραία ιδέα για να τον «φυλακίσει» στις λήψεις της και εμείς είπαμε το οκ. Εξάλλου ήταν Κυριακή, είχε ζέστη (φυσικά), όλοι έψαχναν τη θάλασσα (bye bye Οκτώβρη) και ο δρόμος από την (μακρινή) Παλλήνη στην οποία μένει, ανοιχτός και άνετος. «Κι όμως είμαι βέρος Εξαρχιώτης» μου λέει, «η βάση μου ήταν εκεί για σαράντα και βάλε χρόνια». Ας τονίσουμε τη λέξη βάση, γιατί ο Αλέξης Τσάφας είναι ένας πολίτης του κόσμου όλου και ένας κινηματογραφιστής που αγάπησε πρώτα απ’ όλα το ίδιο το «επάγγελμα». «Η πρώτη μου δουλειά ήταν βοηθός ηλεκτρολόγου -καλώδια, φώτα, αυτά- με την προοπτική κάποια στιγμή να σκηνοθετήσω. Ήθελα να μάθω εκ των έσω και όχι να κάθομαι στα σκαλάκια της Σταυράκου και να κουβεντιάζω περί ανέμων και υδάτων με τους συμφοιτητές μου». Και βέβαια, μετά, το άγνωστο που το συνοδεύει. Και τους εκτός κεντρικών δρομολογίων ταξιδιωτικούς χάρτες. «Εκείνο το διάστημα, από τα 20 έως τα 35, είχα παρατήσει ουσιαστικά την διεκδίκηση καριέρας» μου διευκρινίζει. Όταν οι περισσότεροι μαγεύονταν από τον Πύργο του Άιφελ στο Παρίσι και τις συνεχόμενες γέφυρες του Τάμεση στο Λονδίνο, αυτός επέλεγε μεθυστικά ηλιοβασιλέματα στο Σάο Τομέ και Πρίνσιπε, στον κόλπο της Γουινέας ή ξεχωριστές χορευτικές φιγούρες καρναβαλιού στο Σαλβαδόρ ντε Μπάια της Βραζιλίας – «αν και τις καλύτερες θα τις βρεις στο βόρειο κομμάτι της, στο Σάο Λούις, το μόνο στο οποίο οι Γάλλοι αποικιοκράτες κατάφεραν να επιβιώσουν».
Και, βέβαια, στο Κάμπο Βέρντε που πήγε για ένα γύρισμα και έμεινε για δέκα χρόνια. «Είπα τέλος διαδρομής και άφησα στην άκρη το διαβατήριο». Στο Πράσινο Ακρωτήρι, με τον άνεμο του Ατλαντικού να το χτυπά ασταμάτητα, τον είχε οδηγήσει τότε, ο τωρινός παραγωγός του Dolls Of Dresden. «Είναι σαν ένας κύκλος ζωής που κλείνει» μου λέει. Είχαν φτάσει σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη για να καλύψουν ένα διάσημο μουσικό φεστιβάλ που γίνεται κάθε χρόνο, στην πρώτη Αυγουστιάτικη πανσέληνο που ρίχνει φως και προκαλεί ζαλιστικές αντάρες. Όλοι κατασκηνώνουν σε μια παραλία και όλοι αφήνονται στο Αφρικανικό Γούντστοκ ή αλλιώς Φεστιβάλ του Baia des Gatas, να τους μεθύσει και να τους εξαγνίσει «Έτσι βρέθηκα εκεί και κόλλησα. Νοίκιασα ένα καμαράκι στη φαβέλα, χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, ήθελα να ζήσω μέσα στους ντόπιους. Μου πήρε ενάμισι χρόνο για να καταλάβουν πως δεν ήμουν σαν τους Γάλλους και τους Γερμανούς που έρχονταν για σεξ και έρωτες. Όταν με αποδέχτηκαν, ήρθαν οι αρχές του τόπου και μου λένε: “μάθαμε πως είσαι κινηματογραφιστής, έχουμε όλες τις τέχνες, αλλά όχι σινεμά, έλα να το οργανώσουμε. Δεν θα κάθεσαι εδώ να τα πίνεις μόνο και να κάνεις ζωάρα, θα κάνουμε μια ταινία και μετά θα τη διδάξεις τα παιδιά μας, πως γίνεται και γιατί. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Είδα τι σημαίνει διείσδυση των τεχνών στον λαό, τη συμμετοχή του, ηλικιακά και ταξικά, σε πολιτιστικές δράσεις. Είδα μια τεράστια άνθιση του θεάτρου, του χορού και της μουσικής».
Δεν κρατιέμαι, τον ρωτάω εάν ήξερε την Σεζάιρα Εβόρα: «Έμενε δύο τετράγωνα από το σπίτι μου» μου αποκαλύπτει. «Είχαμε πολύ καλές σχέσεις γιατί ο συνεταίρος μου ήταν ο διευθυντής της Ραδιοφωνίας της Κρατικής Τηλεόρασης και πολύ φίλος της, από τους πρώτους που της είχαν κάνει ηχογραφήσεις. Γούσταρε πολύ που ήμουν Έλληνας, γιατί ο πρώτος της εραστής, όπως έλεγε, ήταν ένας Έλληνας καπετάνιος. Και λάτρευε τα φασόλια γίγαντες».
Στο Πράσινο Ακρωτήρι, ο Αλέξης Τσάφας θα γυρίσει τέσσερις ταινίες, και κάποια στιγμή θα αποφασίσει να επιστρέψει. Θα «εμπλακεί» στο Γεωτρόπιο της Ελευθεροτυπίας, γράφει, φωτογραφίζει, «σχεδιάζει» εξώφυλλα – ο πλανήτης θα συνεχίσει να είναι ένα ωραιότατο playground για όσους θέλουν και ξέρουν πως να παίζουν σε αυτό. «Λόγω του ότι ήμουν Πορτογαλόφωνος, με στέλνανε περισσότερο στη Βραζιλία και στην Πορτογαλόφωνη Αφρική, αλλά και στην Ασία. Για δώδεκα χρόνια με μια βαλίτσα στο χέρι, ώσπου το περιοδικό έκλεισε. Νομίζω πως ήμουν ο τελευταίος που πέρασε να παραλάβει το χαρτί της απόλυσης του».
Πλέον το «μυστικό» του καταφύγιο είναι σε μια πλαγιά στη Νότια Εύβοια, κάπου κοντά στον Λιμνιώνα. Ένα σημείο που βλέπει το Αιγαίο, ένα μέρος που τον βοηθά να αφοσιώνεται στη νέα του αγαπημένη, την έρευνα. «Στη φάση που βρίσκομαι, έχω βιώσει πολλές εντάσεις, πολλές μετακινήσεις, οπότε θέλω να ηρεμήσω. Έχω ταξιδέψει πάρα, πάρα πολύ, είχα μια ανάγκη να ταξιδεύω από τα 18 μου, δούλευα, έβγαζα μεροκάματο και έφευγα. Έρχεται όμως κάποια στιγμή και λες τα έχω ζήσει, τα έχω ξεπεράσει, τι άλλο πια. Μπορεί να είναι ένα κακό σημάδι, μπορεί όμως και ένα φυσιολογικό, όσο περνάνε τα χρόνια γίνομαι πιο αντικοινωνικούλης» μου λέει και γελάει. Τον ρωτάω πώς περνάει τις ώρες του όταν βρίσκεται εκεί. «Ψάχνοντας και ερευνώντας», απαντά.
Αν υποθέσουμε πως στη ζωή αυτή όλα με κάποιο τρόπο συνδέονται και κάπως το ένα οδηγεί στο άλλο, η νέα του «εμμονή», η νέα του δημιουργική φάση, ακουμπά σε μια περίοδο πίσω στον χρόνο. «Με ενδιαφέρει πολύ η ζωή στο Βερολίνου του μεσοπολέμου» μου λέει, «σε σχέση με τα ατομικά δικαιώματα. Στην εποχή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης δημιουργήθηκε ένα περιβάλλον για να απελευθερωθούν οι άνθρωποι και να εκδηλώσουν τις ιδιαιτερότητες τους, τις επιλογές τους, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, να αισθανθούν ότι δεν απειλούνται και ότι μπορούν να ανθήσουν. Τη βρίσκω μια συγκλονιστική περίοδο. Υπήρχε το θέμα της κοινωνικής γυμνότητας, έπαιξε ρόλο σε χιλιάδες ανθρώπους. Με όλη αυτή την άνθηση των κλαμπ γυμνισμού ή τη φροντίδα του σώματος (body culture) ή τη δημιουργία για πρώτη φορά club που οι τρανς μπορούσαν να κάνουν παραστάσεις. Ήταν μια αναλαμπή του απόηχου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που καταστράφηκαν οι δομές της συντηρητικής Γερμανίας. Είναι η πρώτη τους δημοκρατία, μέσα στο χάος των σοσιαλιστών, των σοσιαλδημοκρατών, των κεντρώων, των κεντροαριστερών. Είχαν βασικές αρχές ελευθερίας στην έκφραση και την αυτοδιάθεση. Το επίπεδο ήταν φοβερά ψηλό στις τέχνες, τη μόδα, τη μουσική. Τότε είναι που βασίλεψε ένας Έλληνας. Εκεί, στο Βερολίνο. Αν έβλεπες το Babylon Berlin, θυμάσαι πώς λεγόταν το club; Moka Efti! Ε, το efti είναι ο Γιάννης Ευθυμιάδης. Τεράστια ιστορία, πολύ θα ήθελα να κάνω την ιστορία ταινία, δυστυχώς δεν μπορώ να διεκδικήσω το κόστος αυτής την παραγωγής. Είναι βεβαίως και ελληνικού και γερμανικού ενδιαφέροντος. Όταν λες όμως στους Γερμανούς ποιες είναι οι χρηματοδοτήσεις από την Ελλάδα, “ωραίος ο καιρός σήμερα” σου απαντούν “πάμε για καμιά μπύρα καλύτερα». Οι Γερμανοί συμπαραγωγοί μας στο Dolls Of Dresden, όταν είδαν το budget, μας είπαν “παιδιά, συγνώμη, εμείς νομίζαμε ότι κάνετε ταινία μικρού μήκος”».
Τον ρωτώ για την ιστορία των κουκλών της Δρέσδης. Πώς και πού ξεκίνησαν όλα; «Δουλέψαμε με την Αλεξία στο θέατρο μαζί. Εγώ είμαι κολλημένος με την Billie Holliday, έχω ένα τεράστιο αρχείο με τις ηχογραφήσεις της. Δεν ασχολούμουν με το θέατρο, αν μου πεις έλα να κάνεις μια θεατρική παράσταση θα σου πω όχι, είμαι κινηματογραφιστής, αλλά έκανα το Lady Day γιατί οι παραγωγοί ήθελαν κάποιον σκηνοθέτη που να γνωρίζει το αντικείμενο και τελικά κάτι με ιντρίγκαρε σε αυτό. Η παράσταση ήταν βασικά ένας μονόλογος της αυτοβιογραφία της. Κάνοντας κάστινγκ, γνώρισα την Αλεξία και όταν τελείωσαν οι παραστάσεις με φώναξε και μου είπε “κοίτα έχω μια ιστορία που θα ήθελα να την κάνω ταινία και είσαι ο μόνος που αισθάνομαι άνετα γιατί έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία αλλά και μια τολμηρότητα στην αλήθεια της”. Έτσι ξεκίνησαν όλα, οι γυναίκες με επέλεξαν να ασχοληθώ με ένα γυναικείο θέμα και το σεβάστηκα και θέλησα αυτό να υπηρετήσω και όχι κάτι που θα μου ερχόταν εμένα. Όχι ότι με εξαφάνισα, ήμουν και εγώ παρόν (γελάει)».
Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα προς το τέλος του Φεστιβάλ, στις 10 Νοεμβρίου. Αναρωτιέμαι τι σκέφτεται για την επαφή της με το κοινό. «Δεν μας ενδιέφερε να υπάρχει κάποιο σασπένς» μου λέει, «αλλά να την προσεγγίσει ένα κοινό που πιθανόν να ενδιαφερόταν για το τι μπορεί να είναι μια έλξη ανάμεσα σε ομόφυλα άτομα και τι προβλήματα μπορούν να αντιμετωπίσουν ή τι αγκυλώσεις υπάρχουν τριγύρω τους στην κοινωνία. Στην ταινία μπαίνει και ένα θέμα υιοθεσίας, η προσπάθεια της εικαστικού να υιοθετήσει τον ανιψιό της πρώην μέντορα της και συντρόφου της που χάθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα – οι αιτήσεις της απορρίπτονται καθώς η ίδια έχει μια ανοιχτά ομοφυλόφιλη δημόσια παρουσία, και οι επιτροπές δεν την θεωρούν άξια. Αυτή πάνω κάτω ήταν η ιστορία που πήρα στα χέρια μου, χωρίς να υπάρχει Δρέσδη, χωρίς να υπάρχει Γερμανία και πορσελάνη. Κι επειδή έτυχε να ψάχνω την ίδια περίοδο κάποια πράγματα για την κουλτούρα του γερμανικού εξπρεσιονισμού και για τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, όλα έδεσαν όπως έπρεπε».
Τον ρωτώ για την αλήθεια της ταινίας. Αν μπορούσε να τη βάλει σε λέξεις, πώς θα το έκανε; «Θέλαμε να παρουσιάσουμε μια σχέση ανάμεσα σε δυο γυναίκες και με κάποιες ερωτικές σκηνές απόλυτα αληθινές, με ευαισθησία, μακριά από κινηματογραφική ωραιοποίηση τύπου “Η ζωή της Αντέλ”. Ξέρεις, μου έλεγε η Αλεξία, και γέλαγε, “εμείς δεν το κάνουμε έτσι”. Βάλαμε χιούμορ στις σκηνές αυτές για να μη θυμίζει τίποτα κάτι το καθαρά ηδονοβλεπτικό, τίποτα το πνιγμένο μέσα σε μια αρσενική φαντασίωση. Προσπαθήσαμε να απομακρυνθούμε τελείως από την αντρική νοοτροπία και φαντάζομαι και γι’ αυτό απευθύνθηκε σε μένα η Αλεξία, πιστεύοντας πως εγώ μπορώ να ανταποκριθώ και να τονίσω τη συναίνεση σε έναν κόσμο που είναι ανοιχτός και μπορεί να ενδιαφέρεται. Δεν απευθύνεται μόνο στον queer κόσμο αλλά σε όλους. Ανεξάρτητα από το πόσο καλή, κακή, μέτρια, ενδιαφέρουσα, μπορεί να είναι, η ταινία παρουσιάζει κάποια θέματα που καλό είναι να τοποθετηθούμε, είτε αρνητικά είτε θετικά, προς χάρη της συζήτησης. Κι αν το καταφέρει αυτό, με ικανοποιεί».
Ταινία με μηνύματα. Πόσο εύκολο είναι όμως να «χαθούμε» μέσα σε αυτό το κλισε; «Έχει να κάνει με το πώς το διαχειρίζεται ο καθένας και πόσο ειλικρινείς μπορούν να είναι οι προθέσεις του. Αυτό που έβαλα εγώ σαν στόχο, παρόλο που καταλαβαίνω πόσο είναι φθαρμένο σαν έννοια, είναι ότι είμαστε άνθρωποι που οι επιλογές μας δεν πρέπει να μας οδηγούν σε αποκλεισμούς ή σε διακρίσεις. Λέω χαρακτηριστικά πως η ιστορία αυτών των δύο γυναικών θα μπορούσε να είναι η ιστορία δύο αντρών ή ενός άντρα και μιας γυναίκας. Οι αποκλεισμοί και οι διακρίσεις είναι μέσα στην κοινωνία διαρκώς, τις τρώμε στο πετσί μας. Όταν ακούω ανθρώπους που δεν έχουν κάποια εξοικείωση με το θέμα και δεν έχουν μπει ποτέ σε κάποια τέτοια προβληματική στη ζωή τους, να λένε “πολύ ενδιαφέρουσα η προσέγγιση και ο ερωτισμός και η έλξη” – και αυτό έγινε σε κάποιες πρώτες προβολές σε γνωστούς και φίλους- τότε χαμογελώ».
Άρα ο κινηματογράφος μπορεί αλλάξει συνειδήσεις; «Ναι, στον ανοιχτό όμως άνθρωπο, στον καλοπροαίρετο. Στον προκατειλημμένο όχι. Με ενδιαφέρει να επικοινωνήσει η ταινία με τον πρώτο, πολύ πιθανό να έρθει και ο δεύτερος να πάρει μάτι δύο γυναίκες να μπαλαμουτιάζονται, δεν μπορείς να τον αποκλείσεις, είμαι και κατά των αποκλεισμών γενικά. Ο καλοπροαίρετος όμως αύριο που θα δει δίπλα του τις δυο κοπελίτσες ζευγαράκι, μπορεί και να τις δει με άλλο μάτι. Η άγνοια είναι για τον καλοπροαίρετο αυτό που τον εμποδίζει να έρθει πιο κοντά, να αγκαλιάσει, να υποστηρίξει. Όπως και με το trafficking στο Zenaida. Πολλές φορές, στις προβολές, με πιάνανε και με ρωτούσανε τι μπορούσαν να κάνουν για να βοηθήσουν κι εγώ τους έλεγα “πρώτα από όλα να αγαπήσετε αυτές τις γυναίκες, γιατί είναι θύματα, και να μην είστε απέναντι τους, αυτό είναι η πιο μεγάλη συνεισφορά που μπορεί να δώσετε. Και από ‘κει και πέρα, αν μπορείτε, να ενημερώσετε τις αρχές αν δείτε κάτι περίεργο ή να τους προσφέρετε έστω και προσωρινά κάποιο άσυλο ή να μην αποστρέφετε το βλέμμα τη στιγμή που περνάνε από δίπλα σας. Αυτό είναι κέρδος». Όπως έλεγα και τότε, αν μια γυναίκα σωθεί επειδή κάποιος είδε την ταινία και αποφάσισε να αντιδράσει, αυτό θα ήταν το μεγαλύτερο βραβείο που θα μπορούσα να πάρω. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ».
Τον ρωτάω αν θεωρεί πως στην Ελλάδα μπορούν να αλλάξουν τα πράματα. «Έχουμε τους Μπέους και θα συνεχίσουμε να τους έχουμε. Είναι μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων κι αισθάνομαι πολύ αδύναμος για να παρέμβω σε αυτούς. Αλλά υπάρχει ένα σοβαρό, σημαντικό ποσοστό κάποιων ευαισθητοποιημένων ανθρώπων και εγώ από εκεί ξεκινάω. Αν έχεις μέσα σου κρατήσει ευαισθησίες, δεν μπορείς να είσαι σκληρός ή απορριπτικός ή εχθρικός απέναντι στο διαφορετικό. Μπορεί να ακούγομαι ρομαντικός σε αυτά που λέω, αλλά πάντα πίστευα και ακόμη πιστεύω στις θετικές παρουσίες των ανθρώπων. Το μόνο που χρειάζονται είναι κάποια εφόδια γνώσης. Τις περισσότερες φορές, αρκεί!».